Κείμενο του Γιάννη Δημητράκη για τη μαζική απεργία πείνας στις φυλακές το Νοέμβρη του 2008

Η φυλακή, σαν ένα γιγάντιο, αδηφάγο τέρας, καταπίνει, χωνεύει και αποβάλλει ένα ποικιλόμορφο σύνολο ατόμων. Απ’ τις πιο σημαντικές λειτουργίες της, είναι αφενός, η ταξινόμηση και ο διαχωρισμός των εγκλείστων με βάση τις ήδη υπάρχουσες -και στην κοινωνία εκτός των τειχών-, ταξικές, θρησκευτικές, φυλετικές και άλλες διακρίσεις για καλύτερη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού προς όφελος της εύρυθμης λειτουργίας του σωφρονιστικού συστήματος και αφ ετέρου, εφόσον κάτι τέτοιο επιτευχθεί, να ισοπεδώσει και να αφαιρέσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε ατόμου, μεταμορφώνοντας ένα ετερόχρωμο πλήθος ανθρώπων σε μία άχρωμη, άβουλη και εύκολα χειραγωγήσιμη, μάζα.

Η στέρηση της ελευθερίας από μόνη της, είναι τρομερά επώδυνη για τον άνθρωπο, πόσο μάλλον, όταν αυτή συνοδεύεται και από άθλιες συνθήκες διαβίωσης, που ξεφτιλίζουν την ύπαρξη και την αξιοπρέπεια του, όπως συμβαίνει στις ελληνικές φυλακές. Η πολύχρονη ή η σύντομη παραμονή μέσα σ’ αυτά τα κολαστήρια δεν αφήνει πολλά περιθώρια στο άτομο να αναπτύξει το μυαλό και τη σκέψη του, απεναντίας αυτό που γίνεται είναι να εισάγεται σε μια διαρκή και ασταμάτητη διαδικασία λοβοτομής, να του εμφυτεύονται φοβικά ένστικτα, να δρα, να μιλά και να συλλογίζεται συνεχώς κάτω από ένα καθεστώς τρομοκρατίας. Ένα κλίμα φόβου και εκβιασμών, που διαμορφώνεται μέσα από ένα άθλιο παζάρι, έχοντας ως μόνιμο προϊόν αγοραπωλησίας την ελευθερία, το πιο ανεκτίμητο αγαθό του ανθρώπου.

Όποιος θέλει να δει την πόρτα εξόδου από τη φυλακή, πρέπει να πράττει και να σκέφτεται όπως επιβάλουν ο φύλακας, ο αρχιφύλακας, ο διευθυντής, η κοινωνική υπηρεσία, το υπουργείο δικαιοσύνης και όλοι οι φορείς και τα άτομα που πλαισιώνουν αυτό το σύστημα πολτοποίησης παρεκλίνουσων, της νομιμότητας και της αστικής ηθικής, συνειδήσεων και συμπεριφορών. Όπως επιβάλλουν, ακόμα και οι υποταγμένοι κρατούμενοι και συνεργάτες της σωφρονιστικής υπηρεσίας.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες η φυλακή μεταμορφώνεται σε δίκοπο μαχαίρι, τεμαχίζοντας το σώμα των κρατουμένων και διαχωρίζοντας τους σε εξεγερμένους και υποταγμένους. Δυστυχώς όμως, η σημερινή πραγματική εικόνα των ελληνικών φυλακών -και πιθανόν όχι μόνο- είναι αποτέλεσμα των τελευταίων, καθώς αποτελούν την συντριπτική πλειοψηφία.

Κι έτσι, ερχόμαστε πάνω σε αυτές τις διαπιστώσεις, να καταγράψουμε την ιστορία ενός αγώνα που άρχισε στις 3 Νοέμβρη 2008 και σταμάτησε στις 21 του ίδιου μήνα. Μία κινητοποίηση που μόνο από τον αριθμό κρατουμένων απεργών πείνας που είχε, μπήκε στην κορυφή των πιο μαζικών αγώνων που έχουν γίνει ποτέ, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά πιθανόν σε ευρύτερη γεωμετρική κλίμακα.

Όταν λοιπόν υπήρξαν 8.000 κρατούμενοι, σε σύνολο 12.000, οι οποίοι απείχαν από το συσσίτιο της φυλακής για 18 μέρες και 5.500 απεργοί πείνας, τότε με βεβαιότητα έχουμε να κάνουμε με ένα γεγονός που υπερβαίνει απλές ενέργειες διαμαρτυρίας μεμονωμένες ή περιορισμένες σε ορισμένα και λίγα σωφρονιστικά καταστήματα.

Είναι πράγματι απορίας άξιο, το πώς 5.500 άνθρωποι, ένα σύνολο ανθρώπων τόσο ετερόμορφο, με διαφορετικές κουλτούρες και βιώματα, κατάφερε να συντονιστεί και να συνεργαστεί, έχοντας ως αφορμή και στόχο κάτι παραπάνω από τις προσωπικές, υλικές ως επί το πλείστον, επιδιώξεις του καθενός, που τον οδήγησαν στη φυλακή.

Μία λογική εξήγηση, που μπορεί να δοθεί, για το πώς αυτή η ανθρώπινη Βαβέλ εμφάνισε μία πρωτόγνωρη ενότητα, στοιχειώδη σοβαρότητα και αγωνιστικότητα είναι ότι ενίοτε, η εφαρμογή του εγκλεισμού και του σωφρονισμού, με ότι αυτά συνεπάγονται, -δηλαδή, άθλιες συνθήκες διαβίωσης, διαρκής καταρράκωση της αξιοπρέπειας και της προσωπικότητας του κρατουμένου, αδικία, αυθαιρεσία, ξυλοδαρμοί κ.τ.λ-, αποτυγχάνει και δε φέρνει πάντα τα επιθυμητά αποτελέσματα. Η ακόμα οπισθοδρομική πρακτική, που βασίζεται σε μία πρόχειρα κεκαλυμμένη σκληρή καταστολή εφαρμόζεται πλέον με χειρουργικό νυστέρι, ενίοτε ανιχνεύεται και εντοπίζεται παρά την εντατική προσπάθεια αυτού του συστήματος να απενεργοποιήσει τους τελευταίους αισθητήρες του κρατουμένου και να εξουδετερώσει, τα ομολογουμένως εξασθενημένα πια, εξεγερσιακά του ένστικτα.

Άρα, καταλήγουμε ότι προς το παρόν, το μαστίγιο εγκλεισμός-σωφρονισμός γίνεται ακόμα αντιληπτό από το σώμα των κρατουμένων καθώς, ευτυχώς ακόμα, οι δήμιοι, παρά το γεγονός ότι έβγαλαν την μάσκα, «εξανθρωπίστηκαν» και άφησαν τις βάρβαρες πεπαλαιωμένες πρακτικές τους στο αμαρτωλό παρελθόν και φόρεσαν στολές, κουστούμια και γραβάτες, ξέχασαν να ξεπλύνουν το αίμα απ’ τα χέρια τους, που χρόνια τώρα με αυτό τα έβαφαν μέσα στα πειθαρχεία, τα κελιά και τους διαδρόμους των κολαστηρίων τους κι έτσι το κόκκινο χρώμα είναι και το σημάδι αναγνώρισης τους.

Εγώ ο ίδιος, σαν αναρχικός κρατούμενος, συμμετείχα ολόψυχα σ’ αυτόν τον αγώνα, ως απεργός πείνας, από την έναρξη μέχρι την λήξη του. Δράστης, αλλά και θεατής, κομμάτι από το σώμα των κρατουμένων, είδα και κατέγραψα τα γεγονότα κάτω από τη δική μου υποκειμενική οπτική.

Οι κοινωνικοί αγώνες, οι μάχες και οι συγκρούσεις με ότι καταπιέζει, εξουσιάζει και χειραγωγεί το ανθρώπινο ον, δεν σταμάτησαν έξω από τα τείχη της φυλακής, αντίθετα συνεχίζονται και μέσα από αυτά. Η αιχμαλωσία του καθενός στα κάτεργα του συστήματος από μόνη της, δε καταργεί ή αναστέλλει τη δυνατότητα του να σκέφτεσαι και να δρας ανατρεπτικά. Το γεγονός ότι σε κάθε κινητοποίηση, διαμαρτυρία ήπιας ή πιο δυναμικής μορφής μέσα στις φυλακές, οι ίδιοι κρατούμενοι προβάλλουν ως στόχο τους την ικανοποίηση κάποιων αιτημάτων που αφορούν αλλαγές, ρυθμίσεις νόμων, κατάργηση άρθρων και διατάξεων ή βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης δεν αποτελεί για μένα κίνητρο για να συμμετάσχω.

Για μένα, κάθε αγώνας στην φυλακή, είναι μια ευκαιρία να αποδράσει κανείς από τη στημένη, μονότονη πραγματικότητα και καθημερινότητα της. Είναι η ευκαιρία για τους κρατούμενους να αμφισβητήσουν έμπρακτα τη καταδίκη τους, τη σιωπή, την ακινησία και την μοναξιά. Όπως κάθε αγώνας έτσι και αυτός, για όσο διήρκησε έδωσε τη δυνατότητα σε όσους δεν έχουν περάσει στο απέναντι στρατόπεδο να ενημερωθούν, να προτείνουν, να ασχοληθούν με κάτι διαφορετικό από την καθημερινότητα του φαγητού, της γυμναστικής και της τηλεόρασης.

Κάθε τι που ξεφεύγει από την κανονικότητα και την πειθαρχία στην εύρυθμη λειτουργία της φυλακής, είναι ένα ακόμη χτύπημα στην βιαιότητα της ρουτίνας, στον αργό θάνατο του ψυχισμού και της αυτοεκτίμησης του κρατουμένου. Η λάμψη στα μάτια των κολασμένων, η ενέργεια και η ένταση που εκλύεται πάνω στα ζητήματα και τα προβλήματα που ανακύπτουν στην διάρκεια του αγώνα, είναι στιγμές γνήσιας παρανομίας. Είναι η χρυσή στιγμή του καθενός, η στιγμή που ό,τι πιο αγνό, καθαρό και εξευγενισμένο υπάρχει, βρίσκει διέξοδο από τι στενές πόρτες προσωπικοτήτων που συνήθως ξερνούν ακρωτηριασμένο, χυδαίο και μπαγιάτικο ατομικισμό.

Σ’ αυτόν τον αγώνα εκτός από την ιδιαιτερότητα της μεγάλης συμμετοχής κρατουμένων υπήρξε και κάτι άλλο μοναδικό. Είχε δίπλα του ένα μεγάλο κίνημα αλληλεγγύης -όχι απαραίτητα ενιαίο, με κοινή ρητορική και ταυτόσημα προτάγματα- το οποίο αποτελούνταν από διάφορα κοινωνικοπολιτικά κομμάτια. Από απλούς πολίτες και γονείς κρατουμένων, έως και την ευρύτερη εξωκοινοβουλευτική αριστερά και φυσικά τον αναρχικό-αντιεξουσιαστικό χώρο. Ακόμα και δικηγορικοί σύλλογοι, ανεξάρτητοι φορείς κρατικοί ή μη, κάποια πολιτικά κόμματα, έβγαλαν ανακοινώσεις ή προέβησαν στις δικές τους συνήθεις πρακτικές οι οποίες κινήθηκαν στα γνωστά, στενά και συστημικά τους όρια, προσδίδοντας όμως σε όλη την κατάσταση, μία εικόνα γενικής αφύπνισης και κατακραυγής για τα προβλήματα των φυλακών.

Η συντριπτική πλειοψηφία των εγκλείστων αγκάλιασε τις διάφορες κινήσεις αλληλεγγύης που πραγματοποιήθηκαν, όπως εκδηλώσεις, διαδηλώσεις και άλλες παρεμβάσεις. Εξάλλου οι κρατούμενοι, αποκλεισμένοι, εγκαταλειμμένοι, αρκετοί, ακόμα κι από το οικογενειακό τους περιβάλλον, επιζητούν οποιαδήποτε στήριξη, πόσο μάλλον τη χρονική στιγμή που ορθώνουν το ανάστημα τους απέναντι στο κράτος. Οπότε τους συγκινεί ιδιαίτερα να ακούν και να βλέπουν ανθρώπους οι οποίοι ούτε καν τους γνωρίζουν, να στέκονται αλληλέγγυοι δίπλα τους.

Όσον αφορά τη στάση τους απέναντι σε ενέργειες αλληλεγγύης από τον αναρχικό-αντιεξουσιαστικό χώρο, πάντα έδειχναν και δείχνουν μία μεγαλύτερη εκτίμηση, η οποία απορρέει από το γεγονός ότι διαχρονικά και χωρίς απαραίτητα να έχουν στραφεί τα φώτα της δημοσιότητας στις φυλακές, ο συγκεκριμένος χώρος είχε μια παρουσία κι έναν ανατρεπτικό λόγο συνοδευόμενο από ανάλογες δράσεις, οι οποίες περιλάμβαναν διαδηλώσεις με ήπια ή πιο δυναμικά χαρακτηριστικά, καταλήψεις ραδιοφωνικών σταθμών, εκδηλώσεις σε συλλογικούς χώρους αλλά και εμπρησμούς σε διάφορους στόχους.

Το ίδιο ίσχυσε κι αυτή τη φορά και μάλιστα με μεγαλύτερη συμμετοχή και ένταση, καθώς κινητοποιήθηκε ένα μεγάλο κομμάτι αυτού του χώρου, όπου σχεδόν καθημερινά και για όσο διήρκησε αυτός ο αγώνας, πραγματοποίησε ενέργειες αλληλεγγύης ευρείας κλίμακας, με καλύτερη στόχευση και ποιότητα από ότι στο παρελθόν. Ενώ ταυτόχρονα, υπήρξε κι ένας αδιόρατος συντονισμός με συντρόφους έξω απ τα σύνορα αυτής της χώρας, καθώς στην Αγγλία, Γερμανία, Ιταλία, Πορτογαλία κι αλλού έγιναν διάφορες κινήσεις, όπως συγκεντρώσεις ή επιθέσεις σε Ελληνικές πρεσβείες κ.τ.λ.

Την ενημέρωση των κρατουμένων για το τι ακριβώς διαδραματίζεται έξω, την είχαμε αναλάβει κάποια άτομα που, είτε μεταφέραμε τα νέα ,από στόμα σε στόμα, σε συζητήσεις που γινόντουσαν, είτε δίνοντας από χέρι σε χέρι εφημερίδες, καθώς η πηγή πληροφόρησης για τους περισσότερους, είναι δυστυχώς μόνο η τηλεόραση, η οποία τήρησε σιγή ιχθύος. Κράτος και τηλεοπτικά κανάλια σε απόλυτη συνεργασία, έριξαν ένα βρωμερό πέπλο σιωπής, αποκρύπτοντας -όχι μόνο στους κρατούμενους αλλά και σε ολόκληρη την κοινωνία- την ύπαρξη των κινητοποιήσεων, εντός και εκτός των τειχών, με προφανή στόχο να κάμψουν το ηθικό των κρατουμένων, που εναγωνίως κλεισμένοι στα κελιά τους περίμεναν, αν όχι να μονοπωλεί η είδηση των 5.500 απεργών πείνας τα τηλεοπτικά κανάλια, τουλάχιστον να κατέχει μια σημαντική θέση στην καθημερινή ειδησεογραφία. Κάποια ελάχιστα πράγματα ειπώθηκαν μόνο τις ημέρες που ο υπουργός δικαιοσύνης είχε να κάνει κάποιες εξαγγελίες ή να δώσει συνέντευξη τύπου σχετικά μ’ αυτό που γινόταν στις φυλακές. Ακόμα όμως και κάτω από τόσο αντίξοες συνθήκες, οι κρατούμενοι δεν αισθάνθηκαν ότι δίνουν έναν αγώνα μόνοι τους, αποκομμένοι από την κοινωνία, απεναντίας, διαφάνηκε σ’ ένα βαθμό, ότι το μόνο που χωρίζει τους αγωνιστές εντός και εκτός φυλακών είναι μόνο κάποιοι πέτρινοι τοίχοι.

Σε γενικές γραμμές αυτός ο μαζικός αγώνας των κρατουμένων και του κινήματος αλληλεγγύης είχε αρκετά θετικά αποτελέσματα που δεν αφορούν τόσο την ικανοποίηση των αιτημάτων, μιας και τελικά το υπουργείο δικαιοσύνης εξήγγειλε λίγες υποκριτικές και γελοίες αλλαγές στο νομοθετικό και σωφρονιστικό σύστημα, -που όμως μέσα από το πρίσμα ενός κυνικού συνδικαλισμού είναι κάτι αξιοσημείωτο ότι τα μέτρα ανακοινώθηκαν ενώ η κινητοποίηση ήταν σε εξέλιξη-, όσο στο επίπεδο της ανάδειξης των αυτονόητων, που τείνουν να μην είναι και τόσο αυτονόητα. Όπως το ότι, όταν κρατούμενοι ενώνουν τις δυνάμεις τους και γίνονται μία γροθιά, μπορούν να κοιτάξουν τον ήλιο κατάματα και ν’ απαντήσουν, να πιέσουν και να πάρουν αυτό που θέλουν, αν μείνουν πιστοί και προσηλωμένοι στον στόχο τους. Ή ότι, όταν παραγκωνίσουν τα μικροσυμφέροντα τους και κοιτάξουν λίγο πιο μακριά και έξω από το μικρόκοσμο τους, στην προοπτική του κοινού αγώνα, τότε γίνονται πραγματικά επικίνδυνοι για την εξουσία. Τέλος, όταν ψάχνουν για δίαυλους επικοινωνίας, όταν το μυαλό τους και η ψυχή τους επιζητά την κίνηση, όταν θέλουνε να υπάρξουν ως μέρος μιας εξεγερσιακής εντροπίας, τότε σίγουρα θα βρουν κάποιους να περπατούν δίπλα τους, ψάχνοντας πλέον όλοι μαζί την απόδραση προς την ελευθερία.

Κάθε αγώνας είναι και μια παρακαταθήκη για το μέλλον, το ίδιο ισχύει και για αυτόν που μόλις τελείωσε. Οι δυνάμεις για άλλη μια φορά μετρήθηκαν. Οι ψυχικές και σωματικές αντοχές, η υπομονή, το κουράγιο, η διάθεση, η σκέψη και η πράξη βρήκαν ένα πεδίο δοκιμής και εξερεύνησης των ορίων τους. Λάθη και αστοχίες στην διαχείριση των ενεργειών μας κατά την διάρκεια του αγώνα, έγιναν και κρατούνται, ώστε να μην επαναληφθούν. Το πρώτο βήμα έγινε και το ζητούμενο είναι ν’ ακολουθήσει και το επόμενο και σιγά σιγά το καθηλωμένο σε ακινησία σώμα των κρατουμένων, εδώ και μία δεκαετία, να ανακτήσει την χαμένη δύναμη και ζωντάνια ώστε να διαβεί ξανά τους δύσβατους και ανηφορικούς δρόμους του αγώνα για αξιοπρέπεια και ελευθερία.
Κάθε φωνή ας γίνει εκκωφαντικός ήχος, κάθε σπίθα ας γίνει πυρκαγιά που θα γκρεμίσει και θα πυρπολήσει συθέμελα αυτό το σάπιο κόσμο με τα ορατά και αόρατα κάγκελα του.

Λευτεριά σε όσους είναι στα κελιά

Το δίκιο το έχουν οι εξεγερμένοι
και όχι οι ρουφιάνοι και οι προσκυνημένοι

Με αγωνιστικούς χαιρετισμούς
Γιάννης Δημητράκης
Φυλακές Αλικαρνασσού 4/12/08

Υ.Γ. Αισθάνομαι ότι έχω προσωπικό χρέος να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όσους και όσες για ακόμη μία φορά στάθηκαν δίπλα μας, δείχνοντας έμπρακτα την αλληλεγγύη τους, ρισκάροντας ακόμα και την ίδια τους την ελευθερία.

Στο χωρόχρονο της απομόνωσης και του απόλυτου τίποτα, η παραμικρή κίνηση αποκτά μεγάλη αξία, πόσο μάλλον όταν μεγαλειώδεις εκρήξεις μετατρέπουν τη νύχτα σε μέρα.

Τίποτα δεν τελείωσε, όλα συνεχίζονται…

Μίλησε κανείς για απαγωγή;

ΜΙΛΗΣΕ ΚΑΝΕΙΣ ΓΙΑ ΑΠΑΓΩΓΗ;
(Η απαγωγή του προλεταριάτου ως θεμέλιος λίθος του καπιταλισμού…)

“Το προλεταριάτο των βιομηχανικών χωρών έχασε τελείως την επιβεβαίωση της αυτόνομης προοπτικής του και, σε τελευταία ανάλυση, τις αυταπάτες του, αλλά όχι και τον εαυτό του. Δεν έπαψε να υπάρχει. Εξακολουθεί αμετάκλητα να υπάρχει μέσα στην εντατικοποιημένη αλλοτρίωση του σύγχρονου καπιταλισμού: είναι η τεράστια πλειοψηφία των εργαζομένων που έχασαν κάθε εξουσία πάνω στην ρύθμιση της ζωής τους και που, μόλις το μάθουν, ορίζονται ως το προλεταριάτο, η επί τω έργο Άρνηση στην υπάρχουσα κοινωνία”. Γκυ Ντεμπόρ

Από την δεκαετία του 90’ οι διάφοροι εκφραστές της μεταμοντέρνας τυπολογίας, φορώντας διαφορετικά προσωπεία κάθε φορά (άλλοτε του νεοφιλελεύθερου, άλλοτε του “μεσαίου χώρου”, άλλοτε του σοσιαλδημοκράτη, άλλοτε του ιδεολόγου της χλιαρότητας και του συγχυσμένου πολυ-πολιτιστικού νεο-αριστερισμού που όλα τα αλέθει και πότε-πότε του “αντιεξουσιαστικού” νεοχίπικου lifestyle) αναμασούν το ιδεολόγημα του τέλους της ιστορίας: δεν υπάρχει πια προλεταριάτο, δεν υπάρχει ταξικός πόλεμος, μπορούμε πλέον άφοβα να οδεύσουμε προς τον Παράδεισο της Αγοράς, που ρέει άφθονο το μέλι και το γάλα. Και το χάμπουργκερ και η κέτσαπ…

Δυστυχώς για τους απολογητές της νομιμότητας τα γεγονότα είναι ξεροκέφαλα: μια χούφτα καπιταλιστών έχουν οργανώσει μια εγκληματική συμμορία κι έχουν απαγάγει τους προλετάριους, απαιτώντας για λύτρα την εργατική τους δύναμη, την εμπορευματοποίηση της ανθρώπινης δραστηριότητας τους, το χρόνο τους (που μετατρέπεται σε χρήμα), την ίδια τους την ύπαρξη. Η μισθωτή σκλαβιά είναι ένα διαρκές έγκλημα κατά της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Δεν είναι μόνο τα εργατικά “ατυχήματα”, οι «παράπλευρες απώλειες», του ταξικού πολέμου. Δεν είναι μόνο τα εκατομμύρια των νεκρών, των τραυματισμένων, των ακρωτηριασμένων, όχι μόνο από τα εργατικά «ατυχήματα», αλλά και από ασθένειες που σχετίζονται με τη φύση της εργασίας ή του εργασιακού χώρου. Δεν είναι μόνο τα φραουλοχώραφα, που δείχνουν ότι ποτέ δεν ξεφύγαμε από την εποχή των δουλεμπόρων. Δεν είναι μόνο οι θυσιαζόμενοι εργάτες (ντόπιοι και μετανάστες, «ακριβά» και «φθηνά» εργατικά χέρια) στο βωμό του κάθε «Αμερικάνικου ονείρου», ή «Ελληνικού θαύματος».

Είναι η ίδια η ύπαρξη, της μισθωτής εργασίας που αποτελεί το διαρκές έγκλημα! Και οι εγκληματίες, οι απαγωγείς, οι εκβιαστές είναι όλοι οι Μυλωνάδες. Κι ας παρουσιάζουν οι τσανακογλείφτες των Μ.Μ.Ε. τον αρχιλήσταρχο Μυλωνά, (αρχηγό της συμμορίας των κοινών κλεφτών του Συνδέσμου Βιομηχάνων της Βορείου Ελλάδος) σαν «αθώο» θύμα, σαν ένα παρεξηγημένο νεοφιλελεύθερο χριστιανόπουλο, σαν ένα φιλόπονο εργαζόμενο που νυχθημερόν μοχθεί για το κοινό καλό. Όσο για τα ταχυδακτυλουργικά τεχνάσματα που εφευρίσκουν τα διάφορα βαμπίρ, σαν τον Μυλωνά, για να δείξουν το «ανθρώπινο τους πρόσωπο» (βλ. «πράσινος καπιταλισμός», «κοινωνικό επιχειρείν» κλπ) ένα μονάχα μπορεί να λεχθεί:
Και η σάτιρα έχει τα όρια της…

Ο Μυλωνάς δεν είναι τίποτα παραπάνω από εγκέφαλος μιας σπείρας εκμεταλλευτών. Όπως όλοι οι καπιταλιστές, έτσι κι αυτός είναι ένα παράσιτο: βάρος της γης και εμπόδιο των ανέμων. Ας σταματήσει, λοιπόν, το ζεύγος Μυλωνά να παριστάνει τις διακορευμένες παρθένες!

«Ω ευγενικοί μου άνθρωποι, η ζωή είναι σύντομη…
Αν ζούμε, ζούμε για να πατήσουμε πάνω στα κεφάλια των βασιλιάδων» Σαίξπηρ

«Πρώτο καθήκον του προλετάριου είναι η συνείδηση του εαυτού του, της θέσης του, ρόλου του. Η συνείδηση ότι είμαι μια πόρνη στα χέρια του καπιταλιστή, ότι παράγει πλούτο για τα αφεντικά και αθλιότητα για τον εαυτό του. Η συνείδηση, από την άλλη, ότι παράγει ολόκληρη την υλική ζωή της κοινωνίας, ότι δεν είναι τίποτα αλλά ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ. Δεύτερο καθήκον του προλετάριου είναι η άρνηση του επιβαλλόμενου ρόλου του, η άρνηση της εργασίας, η άρνηση της αλλοτρίωσης.
Τρίτον καθήκον του προλετάριου, που απορρέει φυσιολογικά από τα δυο πρώτα είναι η επαναστατική δράση για την αυτοκατάργηση του. Μόνο τα υποκείμενα μπορούν να πυροδοτήσουν τις αντικειμενικές συνθήκες και να προκαλέσουν την επαναστατική έκρηξη για την καταστροφή της εξουσιαστικής/ταξικής κοινωνίας.» Η τέχνη του Ταξικού Πολέμο, έκτο τεύχος της Ασύμμετρης Απειλής (υπό έκδοση…)

Δυστυχώς, στην άγρια δύση του καπιταλισμού οι προλετάριοι νανουρίζονται με την σκουπιδοφαγική υπερκατανάλωση. Η ζωή έχει μετατραπεί σε μια νεκρόφιλη επιβίωση ανάμεσα σε τσιμεντένια κλουβιά, Ι.Χ., διαφημιστικές πινακίδες, κάμερες επιτήρησης και μπάτσους. Η διαδρομή της επιβίωσης προδιαγεγραμμένη: από στρατόπεδο συγκέντρωσης σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Από το σχολείο στο πανεπιστήμιο, από το στρατό στη μισθωτή σκλαβιά. Κι εκεί ο προλετάριος υπνοβατικά διασχίζει τους ίδιους δρόμους της αλλοτρίωσης: δουλειά, σπίτι, εμπορικό κέντρο, δουλειά. Από την παραγωγή στην κατανάλωση…

Πίσω όμως από το σιδηρούν παραπέτασμα της εικονικής ευμάρειας και της θεαματικής μιζέριας, κρύβεται μια ανομολόγητη αλήθεια: το θαύμα της Δύσης πατάει επί πτωμάτων. Όχι μόνο του τρίτου κόσμου (που έτσι κι αλλιώς η διαρκής εκμετάλλευση του αποτελεί το πλέον γιγαντιαίο έγκλημα στην ανθρώπινη ιστορία), αλλά και του τρίτου κόσμου στο εσωτερικό της Δύσης.

Πίσω από τα χαρωπά βλέμματα της καταναλωτικής μαστούρας κρύβεται η σαπίλα ενός δολοφονικού πολιτισμού. Μέσα όμως απ’ αυτή τη σαπίλα ξεπετάγεται μια πιθανότητα, μια πιθανότητα που δεν μπορούν να καταπνίξουν ούτε οι δεξαμενές σκέψεις του Υπάρχοντος, ούτε οι γραφειοκρατικές βεβαιότητες του μπολσεβικισμού, ούτε οι παλαιολιθικοί ντετερμινισμοί των ιδεολόγων: η κοινωνική εντροπία, η επανάσταση, ο διαρκής αγώνας για την καταστροφή του κράτους, της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και της μισθωτής εργασίας.

Σύντροφοι! Η ζωή είναι σύντομη. Αν ζούμε, ζούμε για να πατήσουμε πάνω στα κεφάλια των αφεντικών και των δούλων τους!

Για την Αναρχία και τον Κομμουνισμό!

Υστερόγραφο 1: Όπως στο παρελθόν έτσι και τώρα, στο δημόσιο λόγο μου δεν πρόκειται να αναφερθώ σε ζητήματα του Ποινικού Κώδικα. Εξάλλου η ”αθωότητα” και η ”ενοχή” είναι ένας πλαστός διαχωρισμός που αφορά μόνο το νομικό οπλοστάσιο του κράτους.

Το μόνο που έχω να πω για την υπόθεση, είναι ότι στάθηκα και στέκομαι αλληλέγγυος, τόσο σαν αναρχικός, όσο και σαν φίλος σε έναν παράνομο και κυνηγημένο άνθρωπο, τον Βασίλη Παλαιοκώστα. Από κει και πέρα ο δημόσιος λόγος μου θα είναι μια συνέχεια της προ συλλήψεως τοποθέτησης μου και όχι ένα κλαψούρισμα «αθωότητας».

Υστερόγραφο 2: Καλή η οικονομική και νομική στήριξη, καλές οι λευτεριές, αλλά η μεγαλύτερη αλληλεγγύη είναι η συνέχιση της ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΗΣ.

ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΤΟΥΣ ΣΥΝΤΡΟΦΟΥΣ Γ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΗ, Γ. ΒΟΥΤΣΗ-ΒΟΓΙΑΤΖΗ, Β. ΜΠΟΤΖΑΤΖΗ
ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΤΟΥΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ ΤΗΣ ΕΟ 17 ΝΟΕΜΒΡΗ.
ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΟΥΣ 6 ΚΑΤΑΖΗΤΟΥΜΕΝΟΥΣ ΣΥΝΤΡΟΦΟΥΣ
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΠΡΩΤΑ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ, ΦΥΛΑΚΕΣ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ, 1/09/2008

Για την υπόθεση των Πόλυ Γεωργιάδη και Βαγγέλη Χρυσοχοϊδη

Οι αντιεξουσιαστές Πολύκαρπος Γεωργιάδης και Βαγγέλης Χρυσοχοϊδης βρίσκονται φυλακισμένοι από τον Αύγουστο του 2008 κατηγορούμενοι για συμμετοχή στην υπόθεση της απαγωγής του μεγαλοβιομήχανου Μυλωνά στην Θεσ/νίκη. Οι σύντροφοι αρνούνται την όποια συμμετοχή στην απαγωγή, δηλώνουν όμως την αλληλεγγύη τους και υπερασπίζονται τη σχέση τους με έναν κυνηγημένο και αξιοπρεπή άνθρωπο, τον δραπέτη Βασίλη Παλαιοκώστα που κατηγορείται για την ίδια υπόθεση. Kαταδικάστηκαν πρωτόδικα το Φλεβάρη του 2010 σε ποινές φυλάκισης 22 χρόνων.

Το εφετείο, μετά από 2 αναβολές (9 Μαρτίου 2011, 14 Φεβρουαρίου 2012), ορίστηκε τελικά για τις 24 Απριλίου 2012 και η τελική έκβαση ήταν να μειωθεί η ποινή και των δύο συντρόφων σε 12 χρόνια και 10 μήνες.

Ενώ λοιπόν οι σύντροφοι που βρίσκονται στις φυλακές από τον Αύγουστο του 2008  συμπλήρωσαν το 1/5 ήδη τον Μάιο του 2012  και  το εφετείο για την υπόθεση απαγωγής Μυλωνά τελειώνει τον ίδιο μήνα, από τότε μέχρι και σήμερα δεν έχει εγκριθεί η άδεια στον Π. Γεωργιάδη. Η πρώτη αίτηση έγινε τον Ιούνιο του 2012. Τον Αύγουστο του 2012 ξανακάνει αίτηση αφού η προηγούμενη είχε απορριφθεί και ξανά έχει το ίδιο αποτέλεσμα. Ο σύντροφος κινεί το θέμα νομικά και πηγαίνει στο συμβούλιο πλημμελειοδικών Κέρκυρας. Και εκεί η απάντηση ήταν αρνητική με την αιτιολογία πως υπήρξε φυγόδικος πριν την σύλληψη του, πράγμα που δεν ίσχυε. Στην τέταρτη  τον Ιανουάριο του 2013 πλέον ξανά η απάντηση ήταν αρνητική τώρα με την δικαιολογία κακής χρήσης άδειας και την ανεπίσημη απάντηση πως φοβούνται πως θα προβεί σε παράνομες πολιτικές ενέργειες καθώς το πολιτικό κλίμα είναι έκρυθμο (ήταν η περίοδος καταστολής των καταλήψεων). Απρίλη πλέον, έπειτα από την πέμπτη αίτηση, ο Πολύκαρπος πήρε τη πρώτη του άδεια.

Οι σύντροφοι Βαγγέλης  και Πολύκαρπος αποφυλακίστηκαν τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 2013 αντίστοιχα.

Μίλησε κανείς για απαγωγή;

– Από την ‘απολογία’ του Πολύκαρπου Γεωργιάδη το Φλεβάρη του 2010

Από την ‘απολογία’ του Βαγγέλη Χρυσοχοΐδη το Φλεβάρη του 2010

Κείμενο Πολύκαρπου Γεωργιάδη ενόψει του εφετείου στις 9 Μάρτη 2011

-Από την απολογία του Βαγγέλη Χρυσοχοϊδη στο εφετείο

-Σχετικά με την απόρριψη των αιτήσεων άδειας και τα πρωτοφανή ψευδη εισαγγελικής πρότασης

-Κείμενο Πολύκαρπου Γεωργιάδη

Από την ‘απολογία’ του Γιάννη Δημητράκη τον Ιούλιο του 2007

[…] Τέθηκαν διάφορα ζητήματα, όπως το ζήτημα της κοινωνικής ληστείας, τι κίνητρα και τι χαρακτηριστικά μπορεί να έχει μια ληστεία, ώστε να τη χαρακτηρίσουμε κοινωνική και το μεγαλύτερο βάρος απ’ ότι βλέπω πέφτει εκεί: ποια είναι τα κίνητρα για μια ληστεία.

Όπως ξέρετε και όπως έχει γίνει ήδη γνωστό είμαι αναρχικός. Ως εκ τούτου έχω μια συγκεκριμένη πολιτική θεώρηση και τοποθετώ κι εγώ, όπως έχουν πει και διάφοροι άλλοι, το ρόλο της τράπεζας ως ιδιαίτερα ένοχο μέσα στη δική μας κοινωνία, θεωρώ ότι παίζει ρόλο στα οικονομικά δρώμενα. Έχει αναδειχθεί ως σύγχρονος φεουδάρχης, έχει υποδουλώσει την μεγάλη πλειοψηφία των εργατών, οι οποίοι λόγω οικονομικής αδυναμίας αναγκάζονται και προσφεύγουν στις τράπεζες για να βγάλουν τα προς το ζην ή εν πάση περιπτώσει να αποκτήσουν κι αυτοί τα αυτονόητα, ένα σπίτι, το οποίο έχει γίνει ένα άπιαστο όνειρο .Έτσι έχει καταφέρει η κοινωνία να είναι για έναν εργάτη το σπίτι, ένα όνειρο που θα πρέπει να το αποπληρώνει 30 χρόνια.

Στην τηλεόραση το μεγαλύτερο μέρος των όσων παρακολουθούμε είναι διαφημίσεις αυτών που υπερασπίζονται εδώ και οι κύριοι (δείχνει τους δικηγόρους της πολιτικής αγωγής, των τραπεζών δηλαδή). Κάνουν πλύση εγκεφάλου στους πολίτες αυτής της χώρας και γενικώς αυτή είναι η πάγια τακτική των τραπεζών. Το φόντο τους (των διαφημίσεων) είναι να πηγαίνουν οι άνθρωποι στις τράπεζες για να βρουν ένα αποκούμπι. Δεν είναι σπάνια τα περιστατικά, εδώ έχουμε ακούσει μέχρι και αυτοκτονίες, ανθρώπων που δεν είχαν να πληρώσουν και να έχουμε τραγωδίες με νοικοκυριά που εξωθούνται στον υπέρτατο εξευτελισμό. Δηλαδή ήρθαμε εδώ να συζητήσουμε τα αυτονόητα; Το αν η τράπεζα είναι φίλα προσκείμενη προς την κοινωνία ή όχι; […]

Φυσικά με την πράξη μου δεν έχω καμία ψευδαίσθηση ότι θα μπορούσα να καταργήσω την ύπαρξη των τραπεζών, θα ήμουν ηλίθιος ή αιθεροβάμων, αν νόμιζα ότι θα καταργήσω τις τράπεζες με το να ληστέψω εγώ μία τράπεζα. Αυτό είναι αυτονόητο. Για το αν υπάρχουν αναρχικοί θεωρητικοί ή αν έχουν ξαναϋπάρξει τέτοια περιστατικά ανά τα χρόνια, ας μη φέρουμε βιβλιογραφία και να δούμε ποιοι άνθρωποι έχουν υποστηρίξει τέτοιες πολιτικές απόψεις για το αν μπορούμε να κάνουμε μια ληστεία και κατά πόσο είναι αυτό αποδεκτό.

Επίσης τέθηκε ζήτημα ανιδιοτέλειας και ιδιοτέλειας σε σχέση με τα χρήματα και το τι τα κάνεις. Πιστεύω να έγινε κατανοητό, και αυτό σκόπευα κι εγώ να κάνω, ότι δεν είναι ζήτημα πλουτισμού. Δεν είναι ζήτημα να αρχίσω να κυκλοφορώ με τη φεράρι ή να πάω βόλτα στις Μπαχάμες για ποτό. Είναι αυτονόητο. Και για να το παραθέσω λίγο επιγραμματικά, είναι σίγουρα άρνηση της εργασίας, όπως διεξάγεται τώρα. Δηλαδή αρνούμαι πραγματικά να φορέσω τέτοια ισόβια δεσμά. Αρνούμαι να αφήσω τα χρόνια από τα 20 ως τα 60-65, αρνούμαι να τα αφήσω κάτω από ένα κεφαλαιούχο, κάτω από έναν που θα ορίσει εμένα ως εκμεταλλευόμενο. Αρνούμαι πραγματικά να το κάνω αυτό το πράγμα. Φυσικά και δεν υποτιμώ όλη η κοινωνία, η οποία αποδέχεται αυτήν την κατάσταση. Το μεγαλύτερη κομμάτι της είναι ένα σύνολο εκμεταλλευομένων. Ας μην ανοίξουμε τέτοια ζητήματα αυτονόητα, ότι η κοινωνία μας έχει χωριστεί σε εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους. Φυσικά και δεν την υποτιμώ. Όμως εγώ σαν αναρχικός και με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που έχω σαν άνθρωπος, είμαι ιδιαίτερα ίσως ανυπάκουος, απείθαρχος ίσως, δεν εκτελώ εντολές. Δεν ξέρω, ίσως για άλλους να είναι αυτά επιλήψιμα, για μένα δεν είναι. Εγώ, σαν αναρχικός αυτοπροσδιορίζομαι μέσα στην κοινωνία και σαν ρόλος: ούτε εκμεταλλευόμενος, ούτε εκμεταλλευτής. Δε θα μπορούσα να τελειώσω το τ.ε.ι. μου, το οποίο χιλιάδες λόγοι με ώθησαν να το παρατήσω. Δε διατίθεμαι δηλαδή να τελειώσω το τ.ε.ι. και να γίνω ένας εργοδηγός, να έχω κάποιους εργάτες υπό την επίβλεψη μου και να αμείβομαι με 1500 ευρώ και ο εργάτης να παίρνει 500 ευρώ. Δεν το καταλαβαίνω εγώ αυτό το πράγμα. Δεν καταλαβαίνω ποια είναι αυτά τα προνόμια που θα με εξυψώσουν έναντι κάποιων άλλων ανθρώπων. Και θεώρησα ότι η πράξη μου ήταν και μια επιθετική ενέργεια σε αυτό το ληστρικό σύστημα. Το θεώρησα ως μια επίθεση. Βέβαια, επίθεση πολύ άνιση από ότι αποδείχθηκε. Τα έβαλλα με έναν μηχανισμό που με συνέτριψε στρατιωτικά, γιατί ψυχικά τουλάχιστον και νοητικά δεν πρόκειται να με συντρίψει τίποτα.

Όσον αφορά το “ιδιοτελής και μη ιδιοτελής πράξη”, μιας και θίχτηκε πολύ. Εγώ θεωρώ, κρίνω και βαπτίζω έτσι την ενέργεια μου, σαν επαναστατική πράξη. Ανάμεσα σε όλα αυτά που τόσα χρόνια κάνω, ήταν κι αυτό σε αυτά τα πλαίσια τα ατομικά. Εν πάση περιπτώσει, αναρχικός είμαι κι όπως καταλαβαίνετε ανάγκες πολλές έχει ο χώρος μας, δεν ξέρω τώρα ποιο ποσό θα έδινα. Δεν μπορώ να σας πω ότι θα ήμουν ο Ρομπέν των δασών. Εδώ έχουμε φτάσει σε μια στιγμή που κάνουμε και μια κατάθεση ψυχής… Δεν έχω καμία ψευδαίσθηση ότι θα ήμουν ο Ρομπέν των δασών. Είμαι κι εγώ ένας άνθρωπος που κινούμαι σε αυτό το σύστημα και κάποια χρήματα από αυτά σίγουρα θα τα ιδιοποιούμουνα, αλλά στο βαθμό του να κάνω μια ζωή που να μου εξασφαλίζει τα προς το ζην και να μου παρέχει τη δυνατότητα να μπορώ να ασχολούμαι πολύ περισσότερο με αυτό το χώρο και με τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνία μας, χωρίς να έχω το βάρος μιας εργασίας. Γιατί αν θέλετε να πάμε σε ένα εργοστάσιο να ρωτήσουμε πόσοι εργαζόμενοι μπορούν να κατέβουν σε απεργία στον ιδιωτικό τομέα, πόσοι εργαζόμενοι θα θέλαν να κάνουν απεργία και δεν μπορούν, γιατί οι άνθρωποι έχουν κάνει τους συμβιβασμούς τους. Δε μπορούν. Πώς να κάνουν απεργία, όταν ξέρουν ότι την επόμενη μέρα ίσως να φύγουν; Είναι μια τρομοκρατία.

Λέτε εδώ ότι ο ληστής της τράπεζας τρομοκρατεί. Στη δικιά μου την περίπτωση έγινε μια προσπάθεια όσο γίνεται αυτό να αποκλειστεί. Ο κόσμος να μην τρομάξει τόσο πολύ .Έτσι θεωρώ. Δεν ξέρω για τις υπόλοιπες ληστείες, δε με αφορούν και δεν τοποθετούμαι. Σε ότι αφορά την τρομοκράτηση, θα ήθελα και να τους ρωτήσω… Έπρεπε να σηκωθώ και να ρωτήσω κάποια κοπέλα ή κάποιον άντρα που ήταν σε αυτήν την τράπεζα, κατά πόσο το εισόδημα τους τους εξασφαλίζει τη ζωή, αν έχουν παιδιά και πως θα τους φαινότανε αν μετά από 15 χρόνια υπηρεσίας τους απολύανε. Δηλαδή ποιο θα ήταν αυτό που θα τους τρομοκρατούσε περισσότερο; Η απόλυση τους και να βγουν στο φάσμα της ανεργίας και να κυνηγάνε τα ευρώ γινόμενοι καθαριστές ή ψάχνοντας για μεροκάματο μετά από 15 χρόνια; Γιατί έτσι κι αλλιώς οι εργαζόμενοι των τραπεζών δεν είναι σε ιδανικό περιβάλλον, θυμάμαι πριν τη ληστεία γινόταν κινητοποιήσεις από την ΟΤΟΕ. Σίγουρα τους φόβισα τους ανθρώπους, αυτό είναι και το μόνο για το οποίο θα μπορούσα να τους ζητήσω κι ένα συγγνώμη, όμως είναι το μοναδικό πράγμα που δε μπορείς να εμποδίσεις. Σίγουρα θα θελα να φοβίσω πολύ περισσότερο τους πολιτικούς άρχοντες ή προύχοντες ή την ολιγαρχία αυτής της χώρας κι όχι την κυρία χ ή ψ που εργάζεται στο ταμείο αυτό, στο ταμείο το άλλο, τον πελάτη, τον πολίτη που έρχεται δίπλα, αυτόν που τρέχει και πανικοβάλλεται επειδή δεν ξέρει τι γίνεται. Όμως θα ήθελα να μου δώσουν μια απάντηση σε αυτό: μια επίσκεψη ληστών θα τους τρομοκρατούσε τόσο πολύ; Ή αν τους ανακοίνωναν ότι απολύεστε μετά από 15 χρόνια, όπου δε θα έχουν καμία σύνταξη, θα πάρουν μια μικρή αποζημίωση και θα πεταχτούν στο καλάθι των αχρήστων;

Επειδή άφησα το ζήτημα της ιδιοτέλειας και της ανιδιοτέλειας στη μέση, θεωρώ ότι μια τέτοια πράξη έχει και μια κάποια επαναστατικότητα, δε νομίζω ότι έχει ταπεινά ελατήρια, στη δική μου την περίπτωση τουλάχιστον. Αυτή η λογική της ανιδιοτέλειας εμένα με παραπέμπει στη θυματοποίηση. Δηλαδή το καταλαβαίνω ότι θα άρεσε σε όλους περισσότερο ένα προσωπείο που ο ληστής το κάνει για να τα δώσει στους φτωχούς, μκ3 μορφή θυματοποίησης, ένας υπέρτατος αλτρουισμός, όπου ο ληστής είναι τελείως ανιδιοτελής, θεωρώ ότι όντως όμως υπάρχει μια τέτοια διάθεση. Γενικώς σε μια επαναστατική πράξη υπάρχει μια τέτοια διάθεση, υπάρχει ανιδιοτέλεια. Το ατομικό εγώ είναι αυτό το οποίο, ανάλογα με τα στοιχειά του χαρακτήρα και με τη συνειδητοποίηση που υπάρχει στο υποκείμενο, θα προσθέσει μέσα στην κοινωνία την αντανάκλαση προς κάτι ευρύτερα θετικό. Στη δική μου την περίπτωση ας πούμε, εφόσον δραστηριοποιούμαι κι έχω υποτίθεται κάποιες κοινωνικές ευαισθησίες -εκτός αν μου το αμφισβητήσετε κι αυτό-, πιστεύω κάποια χρήματα θα πήγαιναν για καλό σκοπό. Είναι δηλαδή αναμφισβήτητο για μένα. Αναμφισβήτητο. […]

Με το να προστατεύεις τα συμφέροντα της τράπεζας, δεν προστατεύεις τα συμφέροντα του λαού. Μην τρελαθούμε εντελώς. Δεν είναι συμφέρον του λαού ο πλούτος που έχει αποταμιεύσει η τράπεζα με τις χιλιάδες μηχανορραφίες που κάνει, με τα πανωτόκια, με τον Τειρεσία. Έχει καταδικάσει οικογένειες, έχει παλαβώσει ο κόσμος έξω, δεν ξέρει τι να κάνει. Δύο εκατομμύρια Έλληνες λέχθηκε ότι είναι κάτω από το όριο της φτώχειας και οι άλλοι παιδεύονται με τις πιστωτικές κάρτες κι έχουμε μεταβίβαση χρεών από τη μια τράπεζα στην άλλη. Σε λίγο θα μεταβιβάζονται τα χρέη στα παιδιά κι έτσι θα έχουμε μια δουλοπαροικία. Τις τράπεζες να ανάγονται σε φεουδάρχες και να έχουμε έτοιμους εργάτες πλέον, θα κάνει ο γονιός παιδιά τα οποία θα είναι εν δυνάμει σκλάβοι, θα αναλάβουν κι αυτοί τα χρέη. Διότι το δάνειο που πήραν δεν αποπληρώνεται. Έχει ένα στάδιο πληρωμής 60 χρόνια. Πεθαίνει ο πατέρας, το παίρνει το παιδί, θα φτάσουμε και σε αυτό το σημείο, αφού έχουμε ξεκινήσει τη μεταβίβαση χρεών από τράπεζα σε τράπεζα… Κι εν πάση περιπτώσει είμαι εγώ ο εχθρός της κοινωνίας, εγώ πρέπει να συλληφθώ, εγώ να φάω τις σφαίρες, εγώ να είμαι στις φυλακές, εγώ θα πρέπει να επανενταχθώ λες και είμαι ξένο κομμάτι της κοινωνίας. Είμαι ένα μαχόμενο κομμάτι κι έτσι θα παραμείνω. Αυτά σε ότι αφορά τα κίνητρα της ληστείας.

[…] Για μένα η τράπεζα είναι ένα νεφελώδες κατασκεύασμα, απρόσωπο τελείως. Δεν τους ξέρουμε τους κυρίους, δεν τους έχουμε δει ποτέ. Κι αν τους δούμε θα έχουν 8 σαγόνια κι ένα πτερύγιο!