Διανύουμε αναμφίβολα μια περίοδο, όπου οι συνολικοί όροι διαβίωσης σ’ αυτόν τον κόσμο επαναδιαπραγματεύονται. Η αστραφτερή βιτρίνα του καπιταλισμού έχει γίνει θρύψαλα για να αποκαλύψει πίσω της τη διαδικασία της σήψης και της παρακμής. Οι δημοκρατικές ψευδαισθήσεις και οι καπιταλιστικές υποσχέσεις παίρνουν πόδι μαζί με την πλασματική αφθονία –με δανεικά- της χρυσής εποχής του καπιταλισμού των προηγούμενων δεκαετιών, ενώ η γη της επαγγελίας με ιδιόκτητη πισίνα, 2 αυτοκίνητα και 4 τηλεοράσεις δίνει τη θέση της στη γκρίζα έρημο της κατάθλιψης, της απελπισίας, της ανασφάλειας και του φόβου. Η κυριαρχία, επιδεικνύοντας την ικανότατη ευελιξία της, αναδιπλώνεται σε ένα νέου τύπου ψηφιακά προγραμματισμένο ολοκληρωτισμό και στήνει αναχώματα με νέες αστυνομικές ομάδες, βιομετρικές βάσεις δεδομένων και νέα ελαστικά ‘αντιτρομοκρατικά’ νομοθετήματα, στην προσπάθεια οχύρωσής της απέναντι στον εσωτερικό εχθρό, που απειλεί την εύθραυστη κοινωνική ειρήνη. Το διάφανο κοινωνικό κάτεργο μετατρέπεται σε φυλακή υψίστης ασφαλείας, καθώς η επί δεκαετίες χτισμένη κοινωνική συνοχή τίθεται υπό επαναδιαπραγμάτευση των όρων της πάνω στις βάσεις στις οποίες είχε στηριχτεί. Στη συμμετοχικότητα στον πλούτο και την κατανάλωση, στις υποσχέσεις και ελπίδες για κοινωνική ανέλιξη και καταξίωση, στη μισθωτή εργασία σαν μέσο για την εκπλήρωση αναγκών και επιθυμιών και ως εισιτήριο για την αυτοεκπλήρωση του ανθρώπου σε ένα κόσμο καταναλωτικών ονείρων και αισθήσεων.
Η εργασία δεν υφίσταται απλά και μόνο ως μια οικονομική διαδικασία εμπορευματοποίησης της ανθρώπινης δραστηριότητας. Εξαιτίας του ολοκληρωτικού της χαρακτήρα, επιβάλλεται ως η καθολική συνθήκη κάτω απ’ την οποία διαμορφώνονται σχέσεις και συνειδήσεις. Ήταν δια μέσου της επανανοηματοδότησης της εργασίας ως μέσο για την κοινωνική ανέλιξη και των καπιταλιστικών υποσχέσεων για συμμετοχή στην κατανάλωση, που η εξουσία επαναπλάστηκε στο μυαλό των υπηκόων, διαμοιράστηκε και πλάτυνε, εδραιώνοντας, διαταξικά πλέον, τον κυρίαρχο λόγο. Οι ρητορείες περί ‘αυτοδημιούργητων επιχειρηματιών’, κοινωνικής καταξίωσης μέσω δανεικών αλλά και αυτοπραγμάτωσης μέσω της κατανάλωσης, βρήκαν στα πρόθυμα αυτιά το πρόσφορο έδαφος για να καλλιεργηθούν οι κανιβαλιστικές συνειδήσεις που θέτουν ως υπέρτατη αξία το αδίστακτο -και επί πτωμάτων- κυνήγι για κύρος, εξουσία και πλούτο. Η παλιά εργατική τάξη μετατρέπεται σε μικρό/μεσοαστούς ιδιοκτήτες και ταυτίζει τα συμφέροντά της με αυτά του συστήματος, καθώς εκτός από τις αλυσίδες της (που πλέον έχουν μεταμορφωθεί σε πλαστικές και υπό τη μορφή δανείων) έχει να χάσει, πλέον, τις ανέσεις της και το κοινωνικό της status. Πάνω στη συνθήκη γενικευμένης συναίνεσης που διαμορφώνεται, οι παραδοσιακές δυνάμεις καταστολής ‘υποχωρούν’ ως οπισθοφυλακή (αλλά προς υπόγεια αναβάθμιση) και εξαπολύεται μια εκστρατεία αποχαύνωσης και εξατομικισμού που έχει σαν αιχμή του δόρατος τα προκάτ πρότυπα του lifestyle, της πρόσβασης σε κέντρα διασκέδασης, της κοινωνικής καταξίωσης και της καταναλωτικής ευτυχίας. Η κοινωνική ειρήνη διασφαλίζεται μέσα από την ικανοποίηση των νέων συλλογικών επιθυμιών της κοινωνίας, που, πεινασμένη για κατανάλωση προϊόντων και εικόνων επιδίδεται σε ένα όργιο απονοηματοδότησης της ίδιας της ύπαρξής της. Είναι η εποχή που η υπαρξιακή φτώχεια βαθαίνει, ο εξατομισμός και ο φιλοτομαρισμός ριζώνουν στις συνειδήσεις και η ζωή αποκόβεται όλο και περισσότερο από κάθε νόημα, εγκλωβισμένη σε ωράρια, τηλεοπτικά reality, τυποποιημένα καλούπια διασκέδασης και εικόνες πλασματικής ευτυχίας. Η γιορτή όμως είχε ημερομηνία λήξης και τώρα ήρθε η ώρα του λογαριασμού, ο οποίος θα πληρωθεί με τόκο.
Οι νέες κοινωνικές συνθήκες που διαμορφώνονται έρχονται να κάνουν το μεταβατικό άλμα από την εσωτερίκευση του ελέγχου -δια μέσου της συμμετοχικότητας στον πλούτο και την εξουσία- στην εσωτερίκευση της πειθαρχίας μέσα από το φόβο, την ανασφάλεια, τα ελαστικά ωράρια, την ανεργία και την εικόνα κατεχόμενων ζωνών από τους μισθοφόρους της αστυνομίας. Με αφορμή την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, επιχειρείται μια άνευ προηγουμένου αναδιανομή του πλούτου προς τα ανώτερα οικονομικά στρώματα και ταυτόχρονα μια καθολική αναδιάρθρωση του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων. Η πλαστή εικόνα της ευημερίας αποκαθηλώνεται βίαια, μαζί με τις ψευδαισθήσεις που τη συνόδευαν, για να αντικατασταθεί από αυτήν του αδυσώπητου μέλλοντος που ξημερώνει. Ο φόβος και η αβεβαιότητα έρχονται να αντικαταστήσουν τις υποσχέσεις ως τον κύριο άξονα της κοινωνικής μηχανικής και να εδραιωθούν στα κεφάλια των μέχρι πρότινος χαρούμενων υπηκόων, οι οποίοι βλέπουν τους δανεικούς επίγειους παραδείσους τους να κομματιάζονται και να τους αγγίζει η μοίρα στην οποία οι ίδιοι –επιμελώς αδιάφοροι για το αίμα που συνόδευε την ανάπτυξη και την ευτυχία τους- καταδίκαζαν μέχρι πρότινος τους ανθρώπους που ζουν στην περιφέρεια του καπιταλισμού. Η μισθωτή εργασία, αποτελώντας τον ακρογωνιαίο λίθο των ευρύτατων κοινωνικών αλλαγών, απογυμνώνεται απ’ το μανδύα του μέσου ανέλιξης και επιτυχίας, και απομυθοποιείται, αφήνοντας να φανεί ξεκάθαρα πλέον η πραγματική της φύση: μια εκβιαστική διαδικασία παραγωγής ανισοτήτων και εκμετάλλευσης. Πάνω σ’ αυτή τη συνθήκη όπου οι κλασσικοί μηχανισμοί συναίνεσης των προηγούμενων ετών καταρρέουν σιγά-σιγά και η κοινωνική συνοχή γίνεται ολοένα και πιο εύθραυστη, η κυριαρχία υιοθετεί πολεμική ρητορική, κηρύσσοντας μια μόνιμη κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και οχυρώνεται πίσω από νέα ελαστικά ειδικά ‘αντιτρομοκρατικά’ νομοθετήματα, βιολογικές βάσεις δεδομένων, συστήματα παρακολούθησης και χιλιάδες προσλήψεις αστικών μισθοφόρων/ αστυνομικών, προετοιμαζόμενη να αντιμετωπίσει τον εσωτερικό εχθρό που απειλεί τα μεγαλόπνοα σχέδιά της για την επιβολή ενός νέου τύπου ολοκληρωτισμoύ.
Η αναζωπύρωση των εξεγερσιακών πρακτικών σε παγκόσμιο επίπεδο, η επανεμφάνιση του μητροπολιτικού αντάρτικου, οι συγκρουσιακές πορείες σε όλον τον κόσμο, οι εξεγέρσεις στον αραβικό κόσμο, η ολοένα και μεγαλύτερη δυσπιστία προς την καθεστωτική διαμεσολάβηση της αριστεράς και η στροφή προς ριζοσπαστικές μορφές αγώνα, έρχονται να υπενθυμίσουν πως το στοίχημα για μια επαναστατική διευθέτηση όχι απλώς δε χάθηκε ή ξεχάστηκε, αλλά μπαίνει εκ νέου στο προσκήνιο, ακόμη πιο επιτακτικά, πιο καίρια από ποτέ. Οι διώξεις, οι φυλακίσεις και οι δολοφονίες αγωνιστών δεν είναι το αποτέλεσμα της επίθεσης της κυριαρχίας, αλλά των αμυντικών οχυρωματικών της έργων, για την αντιμετώπιση των τριγμών στα θεμέλιά της, που ολοένα και εντείνονται, καθώς η πίστη στην εικόνα της παντοδυναμίας της χάνεται καθημερινά.
Στις 31/1, κατά τη διαδικασία διαφυγής μου έπειτα από ληστεία που πραγματοποίησα σε πλειστηριασμό οχημάτων του ΟΔΔΥ Α.Ε.,(ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Υλικού είναι δημοπρατικός οργανισμός μεγάλης εμβέλειας και είναι υπεύθυνος για την εκποίηση κυρίως αυτοκινήτων και δικύκλων αλλά και πολλών άλλων κινητών υλικών αγαθών που κατάσχονται είτε από τους μπάτσους είτε από τις τελωνειακές αρχές) περικυκλώνομαι και συλλαμβάνομαι από ένστολα γουρούνια της ομάδας ΔΙ.ΑΣ. Οδηγούμαι στη ΓΑΔΘ, όπου αφού με ξεντύνουν, αφήνοντάς με γυμνό με το εσώρουχό μου, μου περνάνε χειροπέδες πίσω απ’ την πλάτη και με αφήνουν όρθιο να κοιτάω ένα τοίχο για περίπου 7 ώρες, ενώ διάφοροι ασφαλίτες και λοιποί μπάτσοι κάνουν παρέλαση για να με δουν. Εγώ αρνούμαι διαρκώς να πω οτιδήποτε, πέραν του ότι είμαι αναρχικός, ενώ αρνούμαι να περάσω και σήμανση. Κατόπιν, με οδηγούν στο σπίτι μου ώστε να το ψάξουν και έπειτα από 5 ώρες ερευνών με επιστρέφουν και πάλι στη ΓΑΔΘ, όπου αφού μπουν καμιά 10ριά μπάτσοι και με περικυκλώσουν, ο επικεφαλής τους προσπαθεί να ξεκινήσει μια διαδικασία ανάκρισης αλλά και ηθικής απαξίωσης, υπό τη μορφή φιλικής κουβεντούλας, όπου ανάμεσα σε άλλα ακούστηκαν τα εξής τραγελαφικά: «εμείς είμαστε οι πραγματικοί επαναστάτες, εσύ είσαι παρτάκιας», « εμείς είμαστε κατά των τραπεζών»(!!!!) αλλά και « δεν βοηθάς τον εαυτό σου, ο άλλος έχει ήδη μιλήσει» (μερικά κλισέ δεν πεθαίνουν ποτέ…) κλπ. Το μόνο που τους λέω είναι για μια ακόμη φορά πως είμαι αναρχικός επαναστάτης και πως αυτοί δεν είναι τίποτα άλλο παρά οι μπράβοι της εξουσίας, άβουλοι επιβολείς των νόμων, που για ένα μισθό εξευτελίζουν, βασανίζουν και δολοφονούν. Το πρωί, έπειτα από επικοινωνία με το δικηγόρο μου πληροφορούμαι πως με αφορμή ένα χαρτάκι που είχε γραμμένο ένα τηλέφωνο, το οποίο από τραγικό λάθος είχα ξεχάσει πάνω στα ρούχα μου, έχει συλληφθεί ακόμη ένα γνωστό μου πρόσωπο, το οποίο επίσης ανήκει στον αντιεξουσιαστικό χώρο και πως οι φωτογραφίες και των δυο μας έχουν δημοσιευτεί απ’ τα media. Στη συνέχεια οδηγούμαστε στα δικαστήρια με το γνωστό σόου δημιουργίας εντυπώσεων. Μας φοράνε λευκά αλεξίσφαιρα την ώρα που κουκουλωμένοι μπάτσοι αναπαριστούν πανικόβλητοι κάποια σκηνή από χολιγουντιανή μπατσοταινία δράσης. Στον ανακριτή δηλώνω μονάχα πως ό,τι έπραξα το έπραξα ως αναρχικός στα πλαίσια της άρνησης εργασίας και πως ο συγκατηγορούμενός μου δεν έχει απολύτως καμία σχέση με την υπόθεση. Διατάσσεται η προφυλάκισή μου, ενώ ο σύντροφος αφήνεται ελεύθερος, αφού τη στιγμή της ληστείας δούλευε σε αυτοδιαχειριζόμενο πάγκο με καφέδες στο πολυτεχνείο, παρουσία δεκάδων μαρτύρων.
Η ληστεία των κλεπταποδόχων του ΟΔΔΥ Α.Ε., αποτελεί μια τμηματική έκφραση της άρνησης υποταγής μου στην καταπιεστική και κενή ουσίας πραγματικότητα που επιβάλλεται από τον κατακερματισμένο χώρο και χρόνο ωραρίων και προκαθορισμένων δρομολογίων, από τα πειθαρχικά πρέπει των αφεντικών και τα αλλοτριωμένα ‘θέλω’ των υπηκόων, από μια παραγωγική διαδικασία που μετατρέπει τους ανθρώπους σε ζωντανά εξαρτήματα μιας μηχανής κατανάλωσης εικόνων και προϊόντων. Αρνούμενος να υποδυθώ τόσο το ρόλο του θύματος προς εκμετάλλευση από κάθε μικρό ή μεγάλο αφεντικό όσο και του θύτη και συνενόχου στην εκμετάλλευση, αηδιασμένος τόσο από την υποταγμένη ηθική του ‘φτωχού πλην τίμιου’ εργαζόμενου όσο και από τη γεμάτη φιλοδοξία έπαρση του ‘πετυχημένου καριερίστα’ , αναγνωρίζοντας το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων ως το αλλοτριωμένο αποτέλεσμα της καπιταλιστικής παραγωγής, αποφάσισα να περάσω στην αυτενέργεια εντάσσοντας τον εαυτό μου στην πολύμορφη αναρχική επαναστατική διαδικασία, κομμάτι της οποίας είναι και η άρνηση εργασίας. Η άρνηση εργασίας δε μπορεί να υφίσταται ως μια αποκομμένη επιλογή από τη συνολικότερη ρήξη με την κυριαρχία και προφανώς δεν είναι το μέσο με την οποία πραγματώνεται (π.χ. ληστεία) που την προσδιορίζει ως τέτοια. Οι ληστρικές επιδρομές μπορούν άνετα να εκφυλιστούν σε δουλειά με πλήρες ωράριο και όλες τις συνέπειες που ακολουθούν. Της έπαρσης του πλουτισμού, της συμμετοχής στην κατανάλωση, του τεμαχισμού του χρόνου σύμφωνα με τα ‘ωράρια’ της δουλειάς και την ανάπτυξη μιας (παραβατικής) επαγγελματικής ταυτότητας. Οι ληστείες, οι απαγωγές, οι συλλογικές και ατομικές απαλλοτριώσεις αγαθών, τα σαμποτάζ, οι επιθέσεις σε οικονομικούς στόχους, οι στεγαστικές κολλεκτίβες και τα χαριστικά παζάρια είναι όλα μέσα που νοηματοδοτούνται στο πλαίσιο της συνολικής άρνησης του κόσμου της εργασίας, της παραγωγής και κατανάλωσης εικόνων και προϊόντων, στο βαθμό που η συνειδητότητα που κουβαλούν τα εντάσσει στον ευρύτερο επαναστατικό αγώνα για την ατομική και συλλογική απελευθέρωση.
Κομμάτι αυτού του πολύμορφου κινήματος, βρίσκομαι αυτή τη στιγμή κρατούμενος στις φυλακές-κολαστήρια των Ιωαννίνων, σηκώνοντας το κόστος των συνειδητών επιλογών μου. Για το μόνο που μετανιώνω, είναι που δεν έπραξα περισσότερα εκτός των τειχών.
Ούτε βήμα πίσω.
Ράμι Συριανός
Κατάστημα κράτησης Ιωαννίνων
Απρίλης 2011