Επιστολή του Χρήστου Πολίτη

Ο Στυλιανός Γλυκοφρύδης πρέπει να ήταν ένας επιφανής άντρας της εποχής του, αφού διατέλεσε διευθυντής και γενικός επόπτης φυλακών. Καλούσε την κυβέρνηση να καταπολεμήσει τον κομμουνισμό «μιμούμενοι κατά τούτο αλλά επί το ηπιότερον τον Χίτλερ» ενώ το 1936 πρότεινε για τους υπόδικους κομμουνιστές να περιοριστούν τα δικαιώματά τους στο επισκεπτήριο και τον προαυλισμό (ώστε να αποφεύγεται η επαφή με τους υπόλοιπους φυλακισμένους «με τας γνωστάς κακάς συνέπειας»).
Η σκέψη, η αντίληψη, οι προτάσεις του Στυλιανού Γλυκοφρύδη φυσικά δεν έμειναν αναξιοποίητες από το σύγχρονο κράτος.

Μετά την αρπαγή μας, εμένα και του Κ. Μπαρλή, από τα Εξάρχεια στις 4 Δεκεμβρίου, οδηγούμαστε στα γραφεία της αντιτρομοκρατικής. Ενώ ο σύντροφος αφήνεται ελεύθερος, εμένα μου ανακοινώνουν τη σύλληψή μου μετά από 28 ώρες. Ταυτόχρονα, ο αρχηγός της ΕΛΑΣ δηλώνει κυνικά ότι με συνέλαβαν «επειδή αφέθηκα ελεύθερος για την υπόθεση του Εφετείου». Για μια υπόθεση δηλαδή για την οποία είχα κληθεί και εξεταστεί από την 8η τακτική ανακρίτρια και είχα αφεθεί ελεύθερος. Η αλήθεια είναι ότι τους ενδιαφέρει η ομηρία μου ακριβώς επειδή είμαι αναρχικός. Επειδή τα τελευταία 15 χρόνια δραστηριοποιούμαι μέσα από αυτό το ριζοσπαστικό πολιτικό κομμάτι. Στην περίπτωσή μου επιχειρείται όχι απλώς η αναβάθμιση αλλά η εξέλιξη της κατασταλτικής μεθόδου ποινικοποίησης φιλικών και συντροφικών σχέσεων, τα αποτελέσματα της οποίας βιώνουν το τελευταίο διάστημα δεκάδες αγωνιστές. Στη δική μου υπόθεση, η αντιτρομοκρατική προχωρά στην κατασκευή σχέσεων εφόσον δε γνωρίζομαι καν με τους συγκατηγορούμενούς μου. Μετά την προφυλάκισή μου, αφού οι κουκουλοφόροι της αντιτρομοκρατικής μίλαγαν πιο συχνά με την ανακρίτρια απ’ ότι οι δικηγόροι, οδηγούμαι στις φυλακές Γρεβενών, ένα κατάστημα κράτησης τύπου Γ’. Παρά το ότι σύμφωνα με τον σωφρονιστικό κώδικα «Στα Γ’ τύπου κρατούνται χωρίς επικοινωνία με κρατούμενους άλλων κατηγοριών, κρατούμενοι που εκτίουν ποινή ισόβιας κάθειρξης ή πρόσκαιρης κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών και κρίνονται ιδιαίτερα επικίνδυνοι για την ομαλή κοινή συμβίωση στα καταστήματα άλλου τύπου». Μια φυλακή απομονωμένη, με χαμηλές πτέρυγες και ψηλά τείχη ώστε το μάτι να μην μπορεί να δει οτιδήποτε, παντού κάμερες και ηλεκτρονικά συστήματα ασφαλείας. Μια κατασκευή ακίνητη και απολιθωμένη που θέλει να στερήσει κάθε εξωτερικό ερέθισμα, να σε ισοπεδώσει, να σε εξοντώσει ψυχικά. Προφανώς εκτελώντας εντολές με τοποθετούν σε πτέρυγα «προστασίας», χωρίς να το ζητήσω ποτέ, χωρίς να απειλούμαι από κανέναν και παρά τα συνεχή αιτήματά μου να φύγω από εδώ. Αποτέλεσμα αυτής της σκόπιμης επιμονής είναι να μου επιβληθεί ένα ιδιότυπο καθεστώς απόλυτης απομόνωσης, που προσπαθεί –σε ένα βαθμό– να άρει η αίτησή μου για μεταγωγή στις φυλακές Κορυδαλλού.

Η οικονομική πολιτική εμπεριέχει αναμφίβολα σαν συμπλήρωμά της και μια νέα «ποιότητα» κρατικής καταστολής. Σήμερα που ο καπιταλισμός δε μπορεί να κρύψει το πραγματικό του πρόσωπο, η συναίνεση μπορεί να αποσπαστεί μονάχα με τη βία. Με τις δικαστικές αποφάσεις που κηρύσσουν παράνομες τις απεργίες, τις αύρες, τις απειλές για επιστράτευση, τα δακρυγόνα, τις «αντιτρομοκρατικές» επιχειρήσεις. Με τις εκκλήσεις για ψυχραιμία και τις φωνές των δημοσιογράφων. Μονάχα έτσι η ελληνική επικράτεια θα γίνει ένα πετυχημένο πείραμα, που θα την μετατρέψει σε περιφέρεια της ισχυρής Ευρώπης και παράδεισο των αφεντικών. Με έναν πληθυσμό που θα υπομένει, θα περιμένει κάποιον να έρθει να τον σώσει και όσους περισσεύουν να συνωστίζονται στα συσσίτια και τις φυλακές. Ήδη απ’ τις αρχές του ’70, η «αντιτρομοκρατική» πολιτική ήταν το ξεπέρασμα της παραδοσιακής αντικομμουνιστικής πολιτικής. Ήταν η καθεστωτική απάντηση, η καταστολή ενός αντιπάλου που ήταν πανταχού παρών, διάχυτος, ευέλικτος και όχι συγκεκριμένος και στατικός όπως τα επίσημα κομμουνιστικά κόμματα ή ο σοβιετικός στρατός στην ανατολική Ευρώπη. Ο καινούριος εχθρός πλέον ήταν τα δυναμικά και πολύμορφα κινήματα, τα προλεταριακά εκείνα κομμάτια που δεν αφομοιώνονταν, το αντάρτικο πόλης. Έτσι σήμερα, όπου όλο και περισσότερες δραστηριότητες και πολιτικές πρακτικές βρίσκονται στο στόχαστρο της Διεύθυνσης Αντιμετώπισης Εγκλημάτων Ειδικής Βίας, η «αντιτρομοκρατία» απαιτείται για να παραμείνει η οργή περίκλειστη στα όρια ενός προφασιζόμενου ρεαλισμού και του καθωσπρεπισμού. Γι αυτό οι διώξεις με τα πιο αμφίβολα δείγματα DNA, οι διαδοχικές αναβαθμίσεις του τρομονόμου, οι επικηρύξεις, το ιδιώνυμο των συντροφικών και κοινωνικών σχέσεων, οι διαρκείς παρακολουθήσεις, οι εκατοντάδες αγωνιστές που βρίσκονται σε δικαστική ομηρία και οι δεκάδες που κρατούνται στις φυλακές, η προπαγάνδα που μιλάει για «τρομοκράτες» και «συγκοινωνούντα δοχεία»… Για να προσδώσουν αλλότριες σημασίες, να απομονώσουν και στο τέλος να χτυπήσουν τον εσωτερικό εχθρό. Όσους συνδαυλίζουν το ταξικό μίσος και εντείνουν τον εθνικό διχασμό, όσους προωθούν την αλληλεγγύη, αυτοοργανωμένη δράση και τη σύγκρουση με το καθεστώς.

Το στοίχημα της εποχής μας, πιο επιτακτικό από ποτέ, είναι να καθορίσουμε την εξέλιξη της ιστορίας. Γιατί ο καπιταλισμός, η καθολική φτώχεια της και η μιζέρια που επιβάλλει δεν είναι μονόδρομος.

Χρήστος Πολίτης
Κλειστή Φυλακή Γρεβενών
8 Ιανουαρίου 2010

Γράμμα του Κωνσταντίνου Σακκά από τις φυλακές Ναυπλίου

Με αφορμή την παγκόσμια οικονομική κρίση η οποία είναι συνέπεια της χρεωκοπίας του καπιταλιστικού μοντέλου και της νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής των δυτικών κρατών και κυβερνήσεων, πραγματοποιείται η μεγαλύτερη και μαζικότερη αντιλαϊκή επίθεση ανά τον κόσμο και κυρίως στις κοινωνίες των «αδύναμων» κρίκων της ευρωζώνης του νέου οικονομικά τρίτου κόσμου, από το μεγάλο υπερεθνικό (και όχι μόνο) κεφάλαιο.

Οι διαρθρωτικές αλλαγές και τα μέτρα λιτότητας που επιβάλλονται από τους μηχανισμούς στήριξης στις «άρρωστες» οικονομίες, προκειμένου να επιτύχουν την «εξυγίανσή» τους, στόχο και αποτέλεσμα έχουν την αλλαγή της παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης, με όρους ακόμα ευνοϊκότερους για τα αφεντικά.

Για τα αφεντικά που βρίσκονται έξω αλλά και μέσα από τα εθνικά σύνορα. Για τα αφεντικά που εκφράζουν το μεγάλο αλλά και το μικρό κεφάλαιο. Όπως και στην περίπτωση της Ελλάδας, η οικονομία μιας χώρας που εντάσσεται στο μηχανισμό στήριξης και εφαρμόζει μέτρα λιτότητας, έχει σαν αποτέλεσμα την υποτίμηση της εργασίας και του εργατικού της δυναμικού. Και αυτό γίνεται στις μεγάλες αλλά και στις μικρές επιχειρήσεις. Στις επιχειρήσεις με ξένα, αλλά και σ’ αυτές με ντόπια συμφέροντα.

Οι αποκρατικοποιήσεις και το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και των κοινωφελών επιχειρήσεων, οι οποίες ποτέ δεν ανήκαν ουσιαστικά στον Ελληνικό λαό και ποτέ δεν ήταν εκμεταλλεύσιμες από αυτόν, δεν είναι τυχαίο ότι δεν εξαρτάται το ξεπούλημά τους, ούτε καθορίζεται σύμφωνα με τους όρους του μνημονίου, από την μείωση του ελλείμματος της οικονομίας και τις τιμές των ποσοστών του ΑΕΠ, όπως θα μπορούσε κατά κάποιο να θεωρηθεί λογικό, αλλά από το αν θα μπορεί να αποπληρώσει τα δάνεια που έχει εισπράξει, τη στιγμή που το Ελληνικό κράτος βυθίζεται συνεχώς όλο και περισσότερο στους μηχανισμούς της παγκόσμιας τοκογλυφίας (ΔΝΤ, ΕΚΤ).

Η δυσχερής κατά τα άλλα οικονομική θέση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα, δεν είναι και τόσο δυσχερής για το ιδιωτικό κεφάλαιο, αλλά μια επενδυτική ευκαιρία τόσο μεγάλη, που είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι οι χειρισμοί της κυβέρνησης απέναντι στους μηχανισμούς στήριξης και η άνευ όρων αποδοχή του μνημονίου, μπορεί να είναι τυχαία. Αντίθετα έχει επιβεβαιωθεί ότι τα εγχώρια αφεντικά εξυπηρετούνται από τις ίδιες συγκυρίες με τα υπερεθνικά και τα συμφέροντά τους –τουλάχιστον οικονομικά- είναι κοινά.

Το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας, μπορεί να μην αντιλαμβάνεται την οικονομική κρίση με τους όρους της παγκόσμιας αγοράς, το ρόλο των χρηματιστηρίων, τις φούσκες και τη σχέση Ευρώ και δολαρίου, ωστόσο αντιλαμβάνεται ξεκάθαρα την «κρίση» του Ελληνικού χρέους, που έγινε κρίση του δανεισμού, η οποία μεταφράζεται σε μνημόνιο, που σημαίνει περικοπές μισθών, συντάξεων, και επιδομάτων.

Η επίθεση στα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα, η μείωση των κοινωνικών δαπανών και παροχών, η αύξηση των φόρων, της ανεργίας και γενικά η βιοτική, σε συνάρτηση με την υπαρξιακή ανέχεια, είναι αντιληπτή, άμεσα αισθητή και ταχύτατα καλπάζουσα.

Ωστόσο ο αντιμνημονιακός παροξυσμός των media που είναι τόσο σημαντικός για τη διατήρηση της κοινωνικής «ειρήνης» από τη μεριά της κυριαρχίας του συστήματος, όσο ενός αναισθησιολόγου σε μια κρίσιμη χειρουργική επέμβαση, δε μπορεί να εξυγιάνει τη διεφθαρμένη λειτουργία του κράτους πριν από το μνημόνιο και της ένταξης της χώρας στο μηχανισμό επιτήρησης (δομημένα ομόλογα, άδεια ασφαλιστικά ταμεία, «μαύρες τρύπες», οικονομικά σκάνδαλα, μίζες κ.λπ.) και κυρίως δεν μπορεί να καταστήσει την Ελληνική κοινωνία ελεύθερη, καθώς το μεγαλύτερο μέρος της, βρίσκεται υπό καθεστώς ομηρίας, όχι από την άφιξη της τρόικας, αλλά πολύ πιο πριν, από τότε που υφίσταται το Ελληνικό κράτος και από τα εθνικά αφεντικά πρώτα απ’ όλα.

Τα μέτρα λιτότητας και οι επιταγές του μνημονίου που επιβάλλονται, ακυρώνουν στην πράξη το ίδιο το σύνταγμα. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την εξάλειψη κάθε ψεύτικης πεποίθησης για τον κοινωνικό χαρακτήρα του κράτους, πράγμα που δημιουργεί αναπόφευκτα την προοπτική μιας μαζικής αντανακλαστικής κοινωνικής εξέγερσης. Αυθόρμητη, αντανακλαστική, χωρίς ιδεολογικοπολιτικά χαρακτηριστικά στην πλειοψηφία της, ωστόσο εξέγερση. Για αυτούς που μάχονται για την πλήξη και την καταστροφή του κράτους και των δομών του, αποτελεί πρόκληση. Ένα ακόμα μέτωπο για τη διασάλευση της εύρυθμης λειτουργίας του. Η πρωτοφανής αποχή από τις τελευταίες δημοτικές εκλογές, λαμβάνοντας υπόψη τις δημοσκοπήσεις στις οποίες κυριαρχεί η αμφισβήτηση και ο «κανένας», οι μαζικές απεργίες και κινητοποιήσεις με βίαια και επιθετικά χαρακτηριστικά, το λιντσάρισμα διαφόρων πολιτικών προσώπων κάθε κομματικού μηχανισμού στους δρόμους, είναι απλά ένα δείγμα των διαθέσεων για το τι πρόκειται να ακολουθήσει.

Γι αυτούς που τάσσονται έμπρακτα στον πολύμορφο αγώνα της επανάστασης και της δημιουργίας προοπτικής γι αυτήν. Γι’ αυτούς που μάχονται την κυριαρχία του κράτους και των αφεντικών, αλλά και την υποτέλεια που αυτή προϋποθέτει για την ύπαρξή της. Γι’ αυτούς που μάχονται αέναα, πέρα από περιόδους, εποχές και συγκυρίες, ενάντια στην εξουσία και στους εκφραστές της, σε όποια μεριά του κοινωνικού πεδίου και αν εκφράζεται και αναπαράγεται, είτε από αυτήν των ισχυρών, είτε από αυτήν των αδυνάτων μέσα από τη συναίνεση, κάθε κρίση δεν μπορεί παρά να αποτελεί ακόμα μια αφορμή, ακόμα μια ευκαιρία για αγώνα, ενάντια στο μεγάλο και στο μικρό κεφάλαιο, ενάντια στο ισχυρό ευρώ αλλά και στην υποτιμημένη δραχμή, ενάντια στα ξένα αλλά και στα εγχώρια αφεντικά, στην ομηρία των εξωτερικών μηχανισμών αλλά και σ’ αυτήν των εσωτερικών μηχανισμών εκμετάλλευσης.

ΑΓΩΝΑΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ.

Από τις 10/12, είμαι ακόμα ένας όμηρος του δημοκρατικού καθεστώτος και κρατούμαι σε ένα από τα κελιά του στα σωφρονιστικά καταστήματα, της περιθωριοποίησης, της απομόνωσης και της εκδίκησης του κράτους. Που το φαγητό μπορεί να μην είναι πάντα αρκετό, αλλά η πρέζα περισσεύει. Που τα ψυχοφάρμακα είναι περισσότερα απ’ ό,τι στις αποθήκες των νοσοκομείων. Που οι πειθαρχικές ποινές είναι στην ημερήσια διάταξη και η θέρμανση είδος πολυτελείας. Που η παρουσία των τρωκτικών, των κοριών και των κατσαρίδων είναι συχνή, σε αντίθεση με αυτή του υγειονομικού. Που σε κελιά που οι προδιαγραφές τους είναι για 2 άτομα, υπάρχουν 4 κρεβάτια και κοιμούνται 6-7, για να μην πούμε για τους θαλάμους και τα θαλαμάκια, που ο σωφρονιστικός κώδικας και τα δικαιώματα των κρατουμένων, παραβιάζονται συνέχεια και ασύστολα, αλλά τα hi-tech συστήματα ασφαλείας και επιτήρησης, λειτουργούν στην εντέλεια και οι πόρτες των κελιών κλείνουν πάντα στην ώρα τους. Ας γνωρίζει ο υπουργός δικαιοσύνης, οι εισαγγελείς και οι δικαστικοί λειτουργοί, ότι εκεί που πετάνε ανθρώπους σαν τα απόβλητα της κοινωνίας, υπάρχει και αξιοπρέπεια και αλληλεγγύη και αυτή ούτε δικάζεται ούτε φυλακίζεται.

Ο ΑΓΩΝΑΣ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Κωνσταντίνος Σακκάς

Φυλακές Ναυπλίου