Κείμενο της πρωτοβουλίας συντρόφων/ισσών για την οργάνωση του ταμείου αλληλεγγύης

Η πραγματικότητα εκβιαστική. 18 αναρχικοί αγωνιστές στα χέρια του κράτους. Οι ποινές για πολλούς από αυτούς εξοντωτικές, ενώ οι κατηγορίες για αρκετούς από όσους δεν έχουν δικαστεί ενδέχεται να μεταφραστούν σε πολλά χρόνια εγκλεισμού. Ο Γιάννης Δημητράκης κατηγορούμενος για τη ληστεία της Εθνικής Τράπεζας στη Σόλωνος έχει καταδικαστεί πρωτόδικα σε 35 χρόνια φυλάκισης, οι Πολύκαρπος Γεωργιάδης και Βαγγέλης Χρυσοχοϊδης αντιμετωπίζοντας κατηγορίες για την απαγωγή του τότε προέδρου του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδας σε 23 χρόνια. Έγκλειστοι βρίσκονται ο Ηλίας Νικολάου καταδικασμένος για εμπρηστική επίθεση κατά κτιρίου της δημοτικής αστυνομίας στη Θεσ/νίκη και ο Γιώργος Βούτσης-Βογιατζής για τη ληστεία της Εθνικής Τράπεζας στο Γκύζη.

Σε καθεστώς προφυλάκισης βρίσκονται οι υπόλοιποι σύντροφοι. Οι Κωνσταντίνα Καρακατσάνη, Παναγιώτης Μασούρας και Χάρης Χατζημιχελάκης κατηγορούμενοι για συμμετοχή στην οργάνωση Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς, οι Alfredo Bonanno και Χρήστος Στρατηγόπουλος υπόδικοι για ληστείες τράπεζας, ο Άρης Σειρηνίδης για τον πυροβολισμό στην κλούβα των ΜΑΤ στη Χαριλάου Τρικούπη του καλοκαίρι του ’09. Προφυλακισμένοι βρίσκονται ακόμη οι σύντροφοι Βαγγέλης Σταθόπουλος, Χριστόφορος Κορτέσης και Σαράντος Νικητόπουλος κατηγορούμενοι για συμμετοχή στην οργάνωση Επαναστατικός Αγώνας, καθώς και οι Πόλα Ρούπα, Νίκος Μαζιώτης και Κώστας Γουρνάς, οι οποίοι έχουν αναλάβει την πολιτική ευθύνη για την ίδια υπόθεση. Τέλος η σύλληψη του συντρόφου Σίμου Σεϊσίδη, ο οποίος νοσηλεύεται βαριά τραυματισμένος ύστερα από πυροβολισμούς που δέχτηκε από μπάτσο.

Σε καθεστώς ιδιότυπης ομηρίας βρίσκεται μεγάλος αριθμός αγωνιστών, καθώς εις βάρος τους εκκρεμούν εντάλματα σύλληψης. Κάποια από αυτά αφορούν κατηγορίες για συμμετοχή στη Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς, ενώ οι Γρηγόρης Τσιρώνης και Μάριος Σεϊσίδης έχουν επικηρυχθεί κατηγορούμενοι για υποθέσεις ληστειών ή “τρομοκρατίας”. Τραγικός επίλογος σε αυτή τη λίστα η δολοφονία του αναρχικού αγωνιστή Λάμπρου Φούντα από σφαίρες μπάτσου ύστερα από συμπλοκή στη Δάφνη.

Δεν πρόκειται για μια συγκινησιακή απαρίθμηση των απωλειών από την πλευρά των αναρχικών και των αντιεξουσιαστών τα τελευταία πέντε περίπου χρόνια. Γνωρίζουμε εξάλλου ότι η όξυνση της καταστολής τόσο απέναντι στους αναρχικούς και τους αγωνιζόμενους ανθρώπους όσο και απέναντι στους καταπιεσμένους συνολικότερα και τις άγριες δυναμικές που όλο και πιο έντονα φαίνεται να αναπτύσσουν, είναι αποτέλεσμα ενός πολέμου που απαριθμεί την ύπαρξη δύο στρατοπέδων. Ο Δεκέμβρης, οι πέτρες, οι μολότωφ, οι καταλήψεις, οι απαλλοτριωμένες τράπεζες, τα ανατιναγμένα κτίρια, οι ένοπλες επιθέσεις, οι απεργίες, οι πορείες που πολιορκούν τη Βουλή, ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ που προπηλακίζεται σε εργατικές κινητοποιήσεις, οι πολιτικοί που γιουχάρονται άγρια στις δημόσιες εμφανίσεις τους, δεν είναι τυχαία γεγονότα, απομονωμένα μεταξύ τους που απλά συνέβησαν. Ούτε είναι τυχαία η καθημερινότητα του αγώνα, των συντροφικών σχέσεων, των συλλογικών διαδικασιών, των αυτοοργανωμένων εγχειρημάτων, που σφυρηλατείται και απλώνεται έξω και κόντρα στις προσταγές της κυρίαρχης καθημερινότητας. Είναι η ολοένα και εντονότερη αίσθηση της συλλογικής δύναμης που οφείλει να αναμετρηθεί.

Από τη δυσαρέσκεια στην αναταραχή, από τις διαδηλώσεις στις συγκρούσεις, από τις επιθέσεις στην εξέγερση, το κράτος πρέπει να κερδίσει χώρο, να δείξει τα δόντια του. Να επιβάλει τη φτώχεια, τη “σοσιαλιστική” διανομή του πλούτου από κάτω προς τα πάνω. Αδιαμαρτύρητα. Με τους δημοσιογράφους σε ρόλο κυβερνητικού εκπροσώπου, τους δικαστές και τους ανακριτές απελευθερωμένους από κάθε νομικό περιορισμό, τις φυλακές σε κατάσταση υψίστης ασφαλείας, τους μπάτσους περισσότερους από ποτέ και με το όπλο στο χέρι.

Αντιλαμβανόμαστε τη φυλάκιση των αναρχικών αγωνιστών ως κομμάτι του στρατοπέδου εκείνου που διαμορφώνεται δυναμικά μέσα από τις αντιφάσεις του, οργανώνεται προσπαθώντας να τις συνθέσει και να τις υπερβεί, επιτίθεται στον κόσμο της εξουσίας, απολογίζεται τις ήττες του και σχεδιάζει τις νίκες που θα έρθουν.

Η αλληλεγγύη, η αίσθηση δηλαδή της πολιτικής εγγύτητας και η σχέση που αυτή διαμορφώνει, είναι δεδομένη. Εκφράζεται εδώ και δεκαετίες από τους αναρχικούς και τους αντιεξουσιαστές στους ομήρους του κοινωνικού-ταξικού πολέμου που ανά τα χρόνια έχουν γεμίσει τις ελληνικές φυλακές. Η ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου έγκειται στο αυτονόητο. Το μεγάλο αριθμό των κρατουμένων, τα πολλά χρόνια φυλάκισης που έχουν ήδη επιβληθεί ή που ενδέχεται με σοβαρές πιθανότητες να επιβληθούν για υποθέσεις που δεν έχουν ακόμα εκδικαστεί.

Η οργάνωση μιας υλικής υποδομής, η οποία θα αναλάβει σε βάθος χρόνου να καλύπτει τις βιοποριστικές ανάγκες των κρατουμένων καθώς και τα δικαστικά έξοδα που διαρκώς θα προκύπτουν (δικαστικά παράβολα, αιτήσεις αποφυλάκισης, εγγυήσεις…), αποτελεί ανάγκη ζωτικής σημασίας για την αξιοπρεπή διαβίωση των κρατουμένων συντρόφων, καθώς και πρόταση αγώνα απέναντι σε όσους καλούνται να το οργανώσουν, να το στηρίξουν, να καταστήσουν την ύπαρξή του στέρεη και καθοριστική υπερβαίνοντας κατά πολύ τα χαρακτηριστικά του βραχυπρόθεσμου και εσωστρεφούς εγχειρήματος.

Κινούμενοι λοιπόν στο σκεπτικό ενός ταμείου, το οποίο προσδοκεί όχι μόνο να κατακτήσει τη θέση του μέσα στο χρόνο, αλλά και να επεκτείνει τα όρια των συνεισφορών και της διαχείρισής του σε όσο το δυνατόν περισσότερους και διευρυμένους χώρους, εγχειρήματα, ομάδες, συλλογικότητες, παρέες και άτομα, θα πρέπει να τεθούν τα ελάχιστα εκείνα χαρακτηριστικά που θα εξασφαλίζουν την αποτελεσματικότερη πολιτική και λειτουργική υπόσταση και προοπτική του.

Ένα από τα βασικότερα ερωτήματα που ενδεχομένως να προκαλεί κάποια αμηχανία καθώς φαίνεται να επιφορτίζει όσους καλούνται να το απαντήσουν με το ρόλο του κριτή και του αρμόδιου να αποφασίζει, είναι το ποιοι θα είναι οι αποδέκτες των χρημάτων που θα συγκεντρώνονται. Ένα ερώτημα που μπορεί να βρει την απάντησή του στην ίδια τη συνθήκη που έκανε την ανάγκη του συγκεκριμένου εγχειρήματος επιτακτική. Τον πρωτοφανή για τα σύγχρονα ελληνικά δεδομένα μεγάλο αριθμό αγωνιστών που βρίσκονται φυλακισμένοι, επικηρυγμένοι, σε καθεστώς παρανομίας ή φυγοδικίας. Και βάσει αυτής της συνθήκης θα πρέπει να οργανώσουμε τα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου ταμείου.

Γνωρίζουμε ότι η φυλακή αποτελεί το μεγαλύτερο έγκλημα εις βάρος της ανθρώπινης ύπαρξης και ως τέτοια το μόνο που της αξίζει είναι το συθέμελο γκρέμισμά της. Γνωρίζουμε επίσης ότι η οριστική κατάργηση των φυλακών, η εκ βαθέων με διαφορετικά λόγια αλλαγή του κόσμου, δεν θα μας χαριστεί ούτε θα συμβεί ξαφνικά, τυχαία, με όρους μεταφυσικής. Θα συμβεί με τον αγώνα, τη διαρκή σύγκρουση με ό,τι παράγει εκμετάλλευση, καταπίεση, αλλοτρίωση. Θα συμβεί τελικά από τα ίδια τα υποκείμενα που με τη στάση και την πράξη τους συγκρούονται και αγωνίζονται για την καταστροφή κάθε εξουσίας, για την ελευθερία.

Μακριά από διαχωρισμούς ποινικών-πολιτικών, κομμουνιστών-αναρχικών, ενόπλων-κινηματικών, η ύπαρξη του συγκεκριμένου ταμείου αφορά ανθρώπους που διώκονται για την ανατρεπτική τους δράση ή εξαιτίας γενικότερα της συμμετοχής τους στους αγώνες (χωρίς βέβαια να αναζητούμε τεκμήρια ενοχής ή αθωότητας) και που υπερασπίζονται τον εαυτό τους από τη στιγμή της σύλληψής τους με τρόπο τέτοιο που να μη στρέφεται ενάντια στο κίνημα (ειδωμένου σαν μία σύνθεση αντιλήψεων, πρακτικών και μέσων που εναντιώνονται στο υπάρχον και όχι σαν κομματική προσδοκία επιβολής της μοναδικής επαναστατικής αλήθειας). Καθώς και ανθρώπους που η στάση τους μέσα στην καθημερινότητα της φυλακής διαπνέεται από την αξιοπρέπεια, την αλληλεγγύη, τον αγώνα. Δεν είναι βέβαια οι προϋποθέσεις που από μόνες τους τυπικά και απρόσωπα κινούν τη λειτουργία του συγκεκριμένου ταμείου, είναι και ό,τι συνεπάγεται κάθε κυριολεκτική σχέση αλληλεγγύης, η αμοιβαία πολιτική αναγνώριση και η αμφίδρομη πρόθεση για επικοινωνία.

Βάσει αυτού του μπούσουλα και πέρα από τους 18 αναρχικούς που βρίσκονται αυτή τη στιγμή σε καθεστώς ομηρίας, τα έσοδα του ταμείου θα αφορούν τους αμετανόητους επαναστάτες της 17Ν που βρίσκονται φυλακισμένοι από το 2002 στις ειδικές πτέρυγες του Κορυδαλλού, καθώς και ανθρώπους που ενώ η δίωξή τους δεν οφείλεται σε κάποια προηγούμενη ανατρεπτική δράση ή συμμετοχή σε αγώνες, η στάση τους και οι αγώνες τους εντός των τειχών συμβάλλουν με καθοριστικό τρόπο στην εμπέδωση της αλληλεγγύης και την όξυνση του κοινωνικού-ταξικού ανταγωνισμού.

Εδώ, θα έπρεπε να διευκρινιστεί ότι η χρήση της λέξης μπούσουλας για την περιγραφή των χαρακτηριστικών εκείνων που θα κατευθύνουν τη διαχείριση του ταμείου, δεν είναι τυχαίος, αλλά αποτυπώνει τη σχετικότητα και ρευστότητα που διακρίνουν -ή θα μπορούσαν να διακρίνουν- ορισμένες υποθέσεις. Εξάλλου η γραφειοκρατία, τα τελεσίδικα και τα καταστατικά είναι έννοιες που εκ θέσεως εχθρευόμαστε. Οι συνελεύσεις λοιπόν στις οποίες θα συζητιέται η οικονομική ή όχι στήριξη κάποιου κρατούμενου, είναι αυτές που θα αποφασίζουν για υποθέσεις που δεν υπάρχει ομοφωνία ή πρέπει να τεθούν στο τραπέζι λόγω ειδικών χαρακτηριστικών που ενδεχομένως να φέρουν.

και από την ιδέα στην πράξη

Το εγχείρημα για να δημιουργηθεί και να υπάρξει θα πρέπει η πρόταση μας να περιλαμβάνει και το “γιατί” και το “πώς”. Την αναγκαιότητα του ελπίζουμε να την καταστήσαμε εμφανή παραπάνω. Οι προτάσεις μας για την λειτουργία του ταμείου 1ον) δεν παύουν να αποτελούν κι αυτές έναν “μπούσουλα” για να ξεκινήσει και 2ον) αν και δεν έχουν καταστατικό χαρακτήρα, είναι προτάσεις οι οποίες είναι αποτέλεσμα συλλογικής διαδικασίας. Είναι ξεκάθαρο όμως ότι οποιαδήποτε πρόταση η οποία θα συντελέσει στην βελτίωση του εγχειρήματος όχι μόνο είναι ευπρόσδεκτη αλλά και αναγκαία.

Προτείνουμε ένα δίκτυο το οποίο ο σκοπός του θα είναι η οικονομική αλληλεγγύη στους κρατούμενους αγωνιστές. Αυτό το δίκτυο θα μπορούσαμε να το περιγράψουμε ως εξής: Ομάδες και συλλογικότητες όπως και πόλεις ή περιοχές, οι οποίες θα συλλέγουν την οικονομική βοήθεια και μέσω ενός υπεύθυνου για την επικοινωνία ατόμου θα έρχονται σε άμεση επαφή με τη διαχειριστική συνέλευση. Το άτομο αυτό θα συμμετέχει στην διαχειριστική συνέλευση του ταμείου και θα ενημερώνει για το ποσό που συλλέχθηκε όπως και για οτιδήποτε έχει προκύψει. Η διαχειριστική συνέλευση είναι πασιφανές ότι θα είναι ανοιχτή διαδικασία οπότε οποιοσδήποτε θα μπορεί να συμμετέχει.

Επιλέξαμε να προτείνουμε η διαχειριστική συνέλευση του ταμείου να πραγματοποιείται στην Αθήνα στις αρχές κάθε μήνα. Η επιλογή της πόλης έχει να κάνει με πρακτικούς λόγους. Οι κοντινοί άνθρωποι των περισσότερων φυλακισμένων αγωνιστών έχουν μόνιμη κατοικία εντός της Αττικής και επίσης πιστεύουμε ότι είναι πιο εφικτό να βρεθεί ο κόσμος που θα συμμετέχει σε πανελλαδικό επίπεδο στην Αθήνα παρά σε κάποια άλλη πόλη. Πιστεύουμε ότι η ύπαρξη μιας κεντρικής διαχειριστικής συνέλευσης απομακρύνει τον φόβο και την πιθανότητα να γίνουν μπερδέματα στην μεταφορά χρημάτων από τις πόλεις/ ομάδες προς στους φυλακισμένους. Ο ρόλος της θα είναι καθαρά να συντονίσει και να μοιράσει, σύμφωνα με τις ανάγκες που θα υπάρχουν, τα χρήματα που θα έχουν συλλεχθεί.

Η δική μας ανάγνωση για τις προτεραιότητες των παρόντων συνθηκών, είναι ότι θα πρέπει το ταμείο να στηρίζει τις καθημερινές ανάγκες των αγωνιστών που κρατούνται στις ελληνικές φυλακές και να συλλέγει χρήματα για τις επερχόμενες δίκες. Θα πρέπει ακόμα στο μέλλον να κινηθεί έτσι ώστε να υπάρχει η ευχέρεια και η δυνατότητα να καλύπτονται και οι εγγυήσεις που επιβάλλονται σε διωκόμενους αγωνιστές, με την αυτονόητη προϋπόθεση της επιστροφής τους μετά το πέρας της ομηρίας τους. Σε ποιους άλλους τομείς θα συνεισφέρει το ταμείο (πχ δικαστικά έξοδα κτλ) εξαρτάται από την πετυχημένη ή μη λειτουργία του και τα οικονομικά περιθώρια που θα αποκτήσει.

Ένα τέτοιο εγχείρημα για να έχει μια συνέχεια στον χρόνο θα πρέπει να διακατέχεται από συνέπεια. Για τον λόγο αυτό άποψη της πρωτοβουλίας μας είναι ότι η συμμετοχή στο εγχείρημα πρέπει να συνεπάγεται και την ατομική ευθύνη του καθένα σε ό,τι προτίθεται να αναλάβει. Κατ’ αρχήν προτείνουμε μια τακτική συνεισφορά (της τάξης για παράδειγμα των 10 ευρώ μηνιαίως) ώστε το ταμείο να μπορεί να εκπληρώνει σταθερά τους σκοπούς του και να μην αποτελέσει εν τέλει ένα εγχείρημα-πυροτέχνημα. Επιπλέον η υπευθυνότητα των ατόμων που αναλαμβάνουν τις επαφές ανάμεσα στις ομάδες/ πόλεις και τη διαχειριστική συνέλευση θα πρέπει να θεωρείται απαιτούμενη. Από την υπευθυνότητά τους εξαρτάται η ακεραιότητα της μεταφοράς των χρημάτων καθώς και η ποιότητα της αμφίδρομης ενημέρωσης και της επικοινωνίας των ζητημάτων που προκύπτουν. Η υπευθυνότητά τους θα συμβάλλει καθοριστικά στην αξιοπιστία και τη διαφάνεια του εγχειρήματος, στην εμπιστοσύνη με την οποία θα το περιβάλλουν οι άνθρωποι που θα το στηρίζουν.

Το όλο εγχείρημα αναμένουμε ότι θα βελτιωθεί με την συμμετοχή κι άλλων ατόμων οπότε διάφορες παραλήψεις αλλά και προβλήματα θα επιλυθούν. Η διάρκεια του ταμείου θα επιτευχθεί μέσω της βελτίωσης και της εναρμόνισης του με τις ανάγκες του μέλλοντος -που ελπίζουμε να αρχίσουν να μειώνονται.

Πρωτοβουλία συντρόφων/ισσών