Κείμενο του Κώστα Γουρνά που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Το Ποντίκι” στις 21 Νοεμβρίου 2013

Νεοφιλελεύθερος φασισμός ή επανάσταση είναι το δίλημμα

Για να κατανοήσουμε τι έχει συμβεί στην ελληνική κοινωνία τα τελευταία έξι χρόνια και για να ερμηνεύσουμε την ακραία κατασταλτική πολιτική ως στρατηγικό εργαλείο όλων των κυβερνήσεων από το 2009 κι έπειτα, θα πρέπει να σταθούμε σε μια πρόσφατη ομιλία του σημερινού πρωθυπουργού και αρχιτέκτονα του δόγματος «νόμος και τάξη». Στην ομιλία αυτή προσκάλεσε το ακροατήριο να αναρωτηθεί πώς θα εκτυλισσόταν ένας νέος «Δεκέμβρης» στις σημερινές συνθήκες της οικονομικής εξαθλίωσης και βαρβαρότητας. Μια ρεαλιστική απάντηση, που θα εξέφραζε ολόκληρη την κοινωνική και ταξική διαστρωμάτωση, θα ήταν η εξής: Μια πολεμική αντιπαράθεση εκτός ορίων.

Το τι ακριβώς συνέβαινε στα ελληνικά think tanks αμέσως μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη του ’08, είναι αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως προετοιμασία ενός καθεστώτος εκτάκτου ανάγκης. Είναι ήδη γνωστό ότι τα κόμματα εξουσίας που είχαν τη διαχείριση της οικονομικής κρίσης το 2009 ήταν γνώστες των οικονομικών στοιχείων και της βραχυπρόθεσμης πορείας της ελληνικής οικονομίας τόσο από την κεντρική τράπεζα της Ελλάδος όσο και από θεσμικούς παράγοντες της παγκόσμιας οικονομίας. Με την ελληνική οικονομία να βρίσκεται με έναν ελλειμματικό προϋπολογισμό 16,5%, μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον ύφεσης όπου το χρηματοπιστωτικό σύστημα κατέρρεε κι έχοντας ξεπεράσει μόλις μία εξέγερση που σημάδεψε ανεξίτηλα τα πολιτικά πεπραγμένα, η ελληνική ελίτ έστρεψε το στρατηγικό δόγμα της κρατικής διαχείρισης στον παλιό και δοκιμασμένο σε πάμπολλες χώρες νεοφιλελεύθερο φασισμό.

Η ελληνική κοινωνία βασανίζεται από ένα φαινομενικά παράδοξο ερώτημα. Πώς συνέβη μια εξέγερση πριν αρχίσουν τα βαθιά συμπτώματα της κρίσης και όχι τώρα που η κατάσταση είναι χειρότερη από απελπιστική και η οργή έκδηλη; Η απάντηση είναι τόσο απλή όσο και η νεότερη ελληνική ιστορία. Η εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 ήταν η έκφραση δυσαρέσκειας και οργής της μετα-μεταπολιτευτικής κοινωνίας – ιδίως της νεολαίας – για το διαπλεκόμενο και διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα, όπως αυτό εγγράφηκε στη συλλογική συνείδηση με τα απανωτά σκάνδαλα της διακυβέρνησης Καραμανλή στη μεταολυμπιακή Ελλάδα.

Πλαστή εικόνα

Η εικόνα ότι στην Ελλάδα της ευημερίας της δεκαετίας του 2000 δεν υπήρχαν φτωχοί είναι πλαστή. Ο Δεκέμβρης ήταν η εξέγερσή τους. Κατά τη διάρκεια αυτής της εξέγερσης συγκρούστηκαν δύο κατασταλτικές γραμμές. Η «αμυντική», η οποία προκρίθηκε, δεν ήθελε απαραίτητα άλλους νεκρούς. Η «επιθετική» εισηγούνταν την κήρυξη καθεστώτος εκτάκτου ανάγκης και κάθοδο του στρατού στον δρόμο. Αυτή η δεύτερη γραμμή είναι το δόγμα «νόμος και τάξη» που βιώνουμε σήμερα.

Μπροστά στο φάσμα της πολιτικής και οικονομικής χρεοκοπίας και με μια εξέγερση που γεννούσε καθημερινά κινηματικά εγχειρήματα, η ελληνική ελίτ έστρεψε το στρατηγικό δόγμα διακυβέρνησης. Ενεργοποίησε τον ακροδεξιό βραχίονα του καθεστώτος, φασιστικοποιώντας την κρατική διαχείριση και προωθώντας συστηματικά τους ναζί στο πολιτικό προσκήνιο, με στόχο να δημιουργήσει το αντίπαλο δέος στο ευρύτερο ριζοσπαστικό κίνημα και τη διαφαινόμενη άνοδο της καθεστωτικής αριστεράς.

Η Χρυσή Αυγή, που αποτέλεσε τον κύριο εκφραστή του παρακράτους τις περασμένες δεκαετίες, χρησιμοποιείται τώρα ως το πολιτικό αντίβαρο, αλλά και μαγνήτης στις αντισυστημικές τάσεις του πιο καθυστερημένου πολιτικά κομματιού της κοινωνίας και παράλληλα ως εγκληματικός μηχανισμός τρομοκράτησης. Η Χ.Α. αυτονομήθηκε καθώς απέκτησε κοινοβουλευτική δύναμη και επέβαλε τη δική της ατζέντα. Κινήθηκε πολιτικά δίνοντας επικοινωνιακά (με τη βοήθεια των ΜΜΕ) την εικόνα ότι καλύπτει τους τομείς από τους οποίους αποχωρούσε το μνημονιακό κράτος.

Όσο οι νεοφιλελεύθερες μνημονιακές πολιτικές κατέστρεφαν κι εξαθλίωναν τον ελληνικό λαό, οι αντισυστημικές και αντιμνημονιακές τάσεις ενός κομματιού της κοινωνίας μαζί με την πλήρη απαξίωση του πολιτικού συστήματος εκτόξευσαν δημοσκοπικά τη Χ.Α. με αποτέλεσμα να απειλεί να αναλάβει την ηγεμονία ολόκληρου του δεξιού χώρου. Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα από τη Χρυσή Αυγή αποτέλεσε την αφορμή για τη συστημική επίθεση εναντίον της. Μια επίθεση που κρίθηκε αναγκαία και επιτακτική τόσο από το εγχώριο κεφάλαιο, που αντελήφθη ότι αποκομίζει περισσότερη ζημία απ’ ό,τι κέρδη, όσο και από το υπερατλαντικό, που απαίτησε κοινωνική σταθερότητα για να επενδύσει στη χώρα.

Η Χ.Α. διεκδίκησε μερίδιο εξουσίας αφού κατάφερε να προσεταιριστεί τον παραδοσιακό ακροδεξιό χώρο που ενυπήρχε στη Ν.Δ. και τον ΛΑΟΣ, ένα κομμάτι φτωχών και ανέργων που εξέφρασαν αντισυστημικές τάσεις, με συντηρητικά όμως αντανακλαστικά, κι ένα κομμάτι της πατριωτικής δεξιάς, που είδε ότι η παραδοσιακή του στέγη ξεπούλησε την εθνική κυριαρχία της χώρας στην τρόικα. Η προφυλάκιση των ηγετικών στελεχών της Χ.Α., που συνοδεύτηκε από μια ευρεία καθεστωτική αντιναζιστική προπαγάνδα, είχε στόχο την προσωρινή καθήλωση της πολιτικής της ισχύος. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τις εξευτελιστικές απολογίες τους στους ανακριτές, οδήγησε στην προσωρινή απομάκρυνση ψηφοφόρων του ναζιστικού κόμματος.

Νεοφιλελεύθερος φασισμός

Όσοι τρομοκρατήθηκαν από την ιδέα ότι μπορεί να κυβερνήσουν οι ναζί δεν έχουν κατανοήσει τη φύση του μνημονιακού κράτους. Στην Ελλάδα κυβερνάει ήδη το διαπλεκόμενο βαθύ κράτος του νεοφιλελεύθερου φασισμού. Οι ίδιοι που προώθησαν τη Χ.Α. είναι οι ίδιοι που τσαλαπάτησαν το ήδη κουρελιασμένο τους σύνταγμα για να την ανακόψουν. Μια κυβέρνηση «υπηρεσιακής υφής» που ακολουθεί απαρέγκλιτα τη γερμανική οικονομική πολιτική, έχοντας όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά μιας – οριακά κοινοβουλευτικής – δικτατορίας.

Η δίωξη κατά της Χ.Α. υπήρξε το όχημα για να αναθεωρηθεί η ποινική καταστολή με τη διεύρυνση του άρθρου 187. Υπήρξε μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να αποκτήσει ο κρατικός «αντιφασισμός» τη νομιμοποίηση και τη συναίνεση για να επεκτείνει την αντιτρομοκρατική νομοθεσία. Η επέκταση αυτή στρέφεται στην πραγματικότητα ενάντια στους πραγματικούς εχθρούς του νεοφιλελεύθερου φασισμού, αυτούς για τους οποίους οι «φίλοι» αυτής της κυβέρνησης κρατούν τις σφαίρες τους.

Η θεωρία των δύο άκρων υπήρξε για μήνες το κύριο τακτικό προπαγανδιστικό δόγμα του «σαμαρικού» επιτελείου. Η θεωρία αυτή εξασφάλιζε στην κυβέρνηση το πλεονέκτημα να επιτίθεται πολιτικά τόσο στη Χ.Α. όσο και στον ΣΥΡΙΖΑ, τοποθετώντας την ίδια στον ρόλο του εφαρμοστή του νόμου και του ρυθμιστή της ομαλότητας στον τόπο.

Η θεωρία αυτή, που εξομοιώνει τα χειρότερα αποβράσματα της κοινωνίας και της ιστορίας με ένα κόμμα της αριστεράς, έχει χρεοκοπήσει, αφού είναι γελοίο να κατηγορείς ιδίως τον ΣΥΡΙΖΑ ως ανατροπέα του πολιτεύματος. Αφενός γιατί μπροστά στη θέα της φυλακής η Χ.Α. αποκήρυξε το «υψηλό της φρόνημα» και οι οπαδοί της κρύφτηκαν στα λαγούμια τους κι αφετέρου γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί ούτε καν να κινητοποιήσει πια τον κόσμο στους δρόμους. Δεν μπορεί μια κυβέρνηση που έχει καταπατήσει το ίδιο το σύνταγμα στο οποίο πιστεύει να πείσει ότι είναι ο εγγυητής της δημοκρατίας. Και μάλιστα απέναντι σε κόμματα που έδωσαν διαπιστευτήρια πια ότι μπορούν να αναλάβουν την εξουσία εξασφαλίζοντας την ομαλή συνέχιση του κράτους και φυσικά μη θίγοντας τα συμφέροντα της ελληνικής ελίτ.

Η θεωρία των δύο άκρων έχει, όμως, μια δόση αλήθειας. Τα δύο άκρα είναι υπαρκτά, αλλά όχι όπως τα σχηματοποιεί το «σαμαρικό» επιτελείο. Το ένα άκρο απαρτίζεται από τους εμπνευστές αυτής της θεωρίας, την κυβέρνηση και όσους τη στηρίζουν, το βαθύ κράτος και τους ναζί της Χ.Α., το ντόπιο κεφάλαιο και όσους υφαρπάζουν τα εναπομείναντα κομμάτια του κοινωνικού πλούτου και τους βορειοευρωπαίους διαχειριστές της ελληνικής οικονομίας. Όλους όσοι έχουν βάψει τα χέρια τους με το αίμα αυτής της, πραγματικά, ακραίας πολιτικής λιτότητας που αφήνει χιλιάδες προλετάριους στην ανέχεια και την απελπισία. Αυτοί βρίσκονται στο ένα άκρο και είναι αυτοί που θα καταγραφούν ιστορικά ως ακραίοι.

Στο άλλο άκρο βρίσκεται ο ελληνικός λαός που αντιστέκεται και ελπίζει. Βρίσκεται το ριζοσπαστικό αντικαπιταλιστικό και επαναστατικό κίνημα που αντιστέκεται με κάθε μέσο που διαθέτει. Οι «μερικές χιλιάδες» για τους οποίους ο υπουργός δημόσιας τάξης επισήμανε την ανάγκη να αντιμετωπιστούν, χρίζοντάς τους ως τον πραγματικό εχθρό του καθεστώτος. Όλοι αυτοί που βρίσκονται στο άλλο άκρο δεν είναι οι ακραίοι της ιστορίας. Η αντίσταση στον νεοφιλελεύθερο φασισμό της τρόικας και της ντόπιας ελίτ δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ακραία, αλλά ως αναγκαία και ρεαλιστική.

Αστειότητες

Η μόνη σύγκρουση που έγινε με την τρόικα ήταν αυτή του μοτοσικλετιστή κάτω από το υπουργείο Οικονομίας. Οι αστειότητες του «σαμαρικού» επιτελείου για σύγκρουση με την τρόικα, που περιφερόταν από τα παπαγαλάκια της διαπλεκόμενης μιντιοκρατίας εδώ και καιρό, απέδειξαν για ακόμη μια φορά ποιος πραγματικά ελέγχει την πολιτική και οικονομική ζωή αυτού του τόπου: η τρόικα. Απέδειξαν πόσο θρασύδειλη είναι η ελληνική κυβέρνηση, που συμπεριφέρεται ακριβώς όπως η Χρυσή Αυγή. Όταν έχει να αντιμετωπίσει διαδηλωτές και εργαζόμενους ή ανέργους που διαμαρτύρονται, τους καταστέλλει βίαια και τους λοιδορεί, ενώ όταν πρέπει να αντιμετωπίσει τους δανειστές γίνεται πειθήνια πόρνη.

Η συνέχεια του καθεστώτος

Το επόμενο διάστημα, όταν θα σχηματιστεί ο συνασπισμός των κομμάτων που θα κυβερνήσουν τη Γερμανία και την ευρωζώνη, θα είναι πολύ σημαντικό για τις εξελίξεις σε ολόκληρη την Ευρώπη. Στο πλαίσιο της προγραμματικής συμφωνίας του CDU με το SPD οριοθετήθηκε η οικονομική πολιτική έναντι των «προβληματικών» λαών του Νότου. Αποφασίστηκε η αυστηρή συνέχιση των δημοσιονομικών προγραμμάτων λιτότητας, καθώς και η διακοπή της ανακεφαλαιοποίησης χρεοκοπημένων πιστωτικών ιδρυμάτων μέσω του EFSF και του ΕΤΧΣ. Εφεξής οι τράπεζες θα σώζονται από τους μετόχους τους, στους οποίους συγκαταλέγονται και οι καταθέτες. Ένα κούρεμα καταθέσεων είναι βέβαιο στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, καθώς η τελευταία ανακεφαλαιοποίηση δεν μπορεί να καλύψει στο ελάχιστο την έκθεση σε κόκκινα δάνεια.

Επίσης η εξαγγελία ότι η ελληνική οικονομία θα επιτηρείται μέχρι να αποπληρωθεί το 75% των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο τόπος θα βρίσκεται υπό ένα διαρκές μνημόνιο για τις επόμενες δεκαετίες. Στην ίδια εκτίμηση συγκλίνουν και οι κινήσεις της Γερμανίας για μη κούρεμα του χρέους και σπρώξιμο της αποπληρωμής των ομολόγων μέσα στην επόμενη πεντηκονταετία, κάτι που προωθεί και ο αγαπημένος τους Έλληνας υπουργός Οικονομικών.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η δικομματική κυβέρνηση συνεχίζει τη μνημονιακή πολιτική προγραμματίζοντας χιλιάδες απολύσεις για το 2014, ανοίγοντας τους πλειστηριασμούς της πρώτης κατοικίας και κάνοντας μία άνευ προηγουμένου φοροεπιδρομή στην ακίνητη περιουσία και τα αγροτεμάχια. Αυτή η τελευταία έχει καταγραφεί από το σύνολο της κοινωνίας – ακόμα και από τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους της Ν.Δ. – ως μια καθαρή ληστεία, αφού επιβάλλει φόρο επί των αντικειμενικών αξιών προ κρίσης και ενώ οι εμπορικές και το εισόδημα έχουν καταβαραθρωθεί. Το νομοσχέδιο για τα ακίνητα προσμετράται στις πολιτικές αποτυχίες της κυβέρνησης, που από το κλείσιμο της ΕΡΤ κι έπειτα μετράει ζημιές.

Η μνημονιακή πολιτική έχει χρεοκοπήσει παρασύροντας πρώτα απ’ όλους το ΠΑΣΟΚ στο καλάθι απορριμμάτων της Ιστορίας. Μια ομαλή μετάβαση σε μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είναι η πιο πιθανή λύση για τη συνέχεια του καθεστώτος. Μία λύση που αργά ή γρήγορα θα απαιτήσουν και οι δανειστές αντιλαμβανόμενοι την πλήρη απονομιμοποίηση της τρέχουσας κυβέρνησης. Μέχρι και τις επόμενες εκλογές, οι οποίες δεν μπορεί να αργήσουν, η Ν.Δ. θα συνεχίσει την πολιτική της θεωρίας των δύο άκρων με τη συνεργασία της Δικαιοσύνης, στοχεύοντας το ριζοσπαστικό κίνημα, αφού δεν μπορεί να αντιπαρατεθεί και να αποκομίσει οφέλη στην ατζέντα της οικονομίας.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, που έχει κάνει τη θεαματικότερη κωλοτούμπα στη νεότερη ελληνική Ιστορία μόλις μέσα σε έναν χρόνο (από το «καμία θυσία για το ευρώ» στο «οπωσδήποτε μέσα στο ευρώ», από την «κατάργηση του μνημονίου» στο «αναστολή του μνημονίου»), έχει δώσει τις εγγυήσεις που απαιτούνται για τη «συνέχιση του κράτους». Θα συνεχίσει να στέλνει προς πάσα κατεύθυνση το μήνυμα της κυβερνησιμότητας. Η Χρυσή Αυγή θα επιχειρήσει να αστικοποιηθεί αποναζιστικοποιώντας το κόμμα, έτσι ώστε να συνεχίσει να εκφράζει το κομμάτι κοινωνίας που έχει παγιωθεί στα ακροδεξιά.

Ο επαναστατικός πόλος

Ενδοσκοπώντας στο παράδοξο της μη εξέγερσης της ελληνικής κοινωνίας, θα ήταν χρήσιμο να κοιτάξουμε 70 χρόνια πίσω παραλληλίζοντας τις δύο εποχές. Το 1940-41 ήταν η χρονιά που ο ελληνικός λαός αντιστάθηκε στην προέλαση του ιταλικού φασισμού και των ναζί. Έπειτα, ήρθε η κατοχή και χρειάστηκε ο απαραίτητος χρόνος προσαρμογής και οργάνωσης της μετέπειτα αντίστασης (ΕΑΜ, ΕΛΑΣ). Κατ’ αντιστοιχία το 2010-2011 ήταν η χρονιά που ο ελληνικός λαός αντιστάθηκε στην προέλαση του μνημονίου με τις μαζικές διαδηλώσεις και τις συγκρούσεις έξω από το Βουλή. Έπειτα, υπήρξε σιγή και απογοήτευση.

Ο κόσμος που κατέβηκε τότε στο Σύνταγμα απογοητεύτηκε τόσο από την καταστολή των ΜΑΤ και την αδυναμία αποτελεσματικής αντιμετώπισής της όσο και από τις λαϊκές συνελεύσεις, που δεν κατάφεραν ούτε να πείσουν ούτε να δώσουν πρακτική διέξοδο σε καθημερινά προβλήματα. Ένα κομμάτι αυτού του κόσμου, που έχει σαφώς αντισυστημικές και αντιμνημονιακές τάσεις, έχει στραφεί προς την ακροδεξιά και στηρίζει ακόμα και σήμερα τη Χ.Α. σχηματίζοντας έναν συντηρητικό και φασίζοντα πόλο στην ελληνική κοινωνία. Ένα δεύτερο έχει εναποθέσει όλες του τις ελπίδες στην κοινοβουλευτική μετάβαση της εξουσίας στον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι, όμως, σίγουρο ότι θα απογοητευτούν, αφού δεν διαφέρει πια σε τίποτα από τις βασικές διακηρύξεις της συγκυβέρνησης για παραμονή με κάθε θυσία στο ευρώ.

Ακριβώς γιατί το επόμενο διάστημα θα είναι το επίκεντρο μεγάλων ανακατατάξεων στο πολιτικό σκηνικό, είναι τώρα η στιγμή που το ευρύτερο αντικαπιταλιστικό και επαναστατικό κίνημα πρέπει να θέσει το ζήτημα της ανασυγκρότησής του μέσα, ουσιαστικά, από την ανασυγκρότηση της κοινωνίας. Η κοινωνία σήμερα απαιτεί άμεσες λύσεις στα στοιχειώδη καθημερινά προβλήματα. Εκεί ακριβώς που το κράτος έχει «κουρέψει» τις υπηρεσίες του. Στο πεδίο αυτό, της αυτοοργάνωσης από τα κάτω της οικονομικής ζωής μέσα στις γειτονιές των πόλεων, θα πρέπει να ανοίξει μια συζήτηση μέσα στο κίνημα.

Παράλληλα με τις μαζικές διαδηλώσεις και τη δυναμική αντιπαράθεση θα πρέπει να επενδύσει και στις στοιχειώδεις ανάγκες που στερείται η κοινωνία. Θα πρέπει να οργανώσει εκείνες τις δομές που θα παράσχουν και στο ίδιο το κίνημα, αλλά και στις τοπικές κοινωνίες στοιχειώδη πρωτοβάθμια ιατρική περίθαλψη, συσσίτια για άπορους και ανέργους, φροντιστήρια για παιδιά και δίκτυα ανεύρεσης εργασίας. Θα πρέπει να αναλάβει πρωτοβουλίες για να αναπτύξει δίκτυα παραγωγής τροφίμων στην ύπαιθρο. Θα πρέπει να αναλάβει το ξεπέρασμα της κρίσης μέσα από την εφαρμογή – σε μικροκλίμακα – ενός νέου μοντέλου οργάνωσης της παραγωγής και της οικονομίας.

Έτσι θα αποδείξει ότι μπορεί να υπάρξει ζωή εκτός της ευρωζώνης και των μνημονίων, εκτός του καπιταλισμού και των αφεντικών. Θα αποδείξει ότι η αυτοοργάνωση των προλετάριων και η λαϊκή αυτοδιαχείριση μπορεί να αποτελέσει βιώσιμη διέξοδο από τον καπιταλισμό και τις κρίσεις του. Ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας που στέκεται μακριά από τα κόμματα εξουσίας και τους ναζί, μακριά από τις χρεοκοπημένες συνδικαλιστικές ηγεσίες και τις μικροδιεκδικήσεις τους περιμένει τη δημιουργία ενός ριζοσπαστικού – επαναστατικού πόλου που θα το εκφράσει, που θα του δώσει ελπίδα.

Αυτό το μέτωπο πρέπει να φτιάξουμε, αυτούς τους ανθρώπους πρέπει να βρούμε. Ένα μέτωπο που θα διώξει την τρόικα και την ντόπια ελίτ, που θα σταθεί απέναντι στον εκφασισμό της κοινωνίας και τους ναζί, που θα υπερασπιστεί την κοινωνική επανάσταση. Το μόνο ρεαλιστικό δίλημμα σήμερα δεν είναι ευρώ ή δραχμή, αλλά νεοφιλελεύθερος φασισμός ή επανάσταση. Μια επανάσταση που θα έχει δοκιμαστεί κοινωνικά και θα έχει αποδείξει τη βιωσιμότητά της.