25 Οκτωβρίου του ‘13
Είναι κοινός τόπος πως η συνολικότερη πολιτική και κοινωνική κατάσταση έχει αλλάξει άρδην τα τελευταία χρόνια. Αυτό που συντίθεται σε ένα συλλογικό επίπεδο από θραύσματα διαδικασιών, αδιεξόδων, υπερβάσεων και αναλύσεων είναι η αντίληψη πως πλέον υπάρχει μια αναντιστοιχία της συνολικότερης πολιτικής μας ύπαρξης με τις ευρύτερες συνθήκες.
Το κοινωνικό καθεστώς έχει αλλάξει τους όρους της μηχανικής του. Η κυριαρχία επιβάλλεται και προωθεί τις επιδιώξεις της σε διαφορετικό μοτίβο, οι κοινωνικοί συσχετισμοί μεταβλήθηκαν και συνεχίζουν να μεταβάλλονται ραγδαία.
Η κοινωνική συνθήκη διαμορφώνεται από την κλιμάκωση του κοινωνικού πολέμου.
Μέσα σε αυτήν την έκρυθμη κατάσταση, οι όροι της κοινωνικής διαχείρισης μετασχηματίζονται στη βάση του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης. Η αναγνώριση αυτή δεν αποτελεί απλώς ένα ζήτημα ερμηνείας ή παράταιρης ανάλυσης του σήμερα. Ο προσδιορισμός αυτός, το καθεστώς έκτακτης ανάγκης ως κεντρικός πυλώνας της υπάρχουσας συνθήκης, είναι καθοριστικής σημασίας στην κατανόηση των συσχετισμών του κοινωνικού πολέμου και της στρατηγικής της κυριαρχίας.
Είναι ακριβώς βάση αυτού που το αστυνομικό-δικαστικό σύμπλεγμα αναβαθμίζει το ρόλο του και από συμπληρωματικός θεσμός ανάγεται στο πλέον αιχμιακό εργαλείο της κοινωνικής και πολιτικής μηχανικής. Η ποινική καταστολή επεκτείνει και βαθαίνει το ρόλο της, επιφυλάσσοντας για τον εαυτό της το πόστο του μοναδικού διασφαλιστή και ρυθμιστή της κοινωνικής συνοχής. Η αποκαλούμενη ‘‘δημοκρατία με πυγμή’’, επί της ουσίας ο καπιταλιστικός κρατικός ολοκληρωτισμός στην πιο σύγχρονη μορφή του, αρθρώνεται με ολοένα και πιο στρατιωτικούς όρους και αντιμετωπίζει πλέον ένα ευρύτατο κοινωνικό σύνολο ως εν δυνάμει εσωτερικό εχθρό. Οι ανατρεπτικές δυνάμεις κατηγοριοποιούνται μαζί με τα αποκλεισμένα κοινωνικά κομμάτια στο ίδιο πλαίσιο, αυτό των αποσταθεροποιητικών παραγόντων που αντιμετωπίζονται με μηδενική ανοχή.
Σε αυτά τα πλαίσια ακραίας εκτράχυνσης του καθεστώτος, η απόπειρα για υπαγωγή του συνόλου της ανατρεπτικής πολιτικής δράσης στη σφαίρα της ποινικής διαχείρισης έρχεται ως φυσικό επακόλουθο. Φυσικά, το κράτος, προς το παρόν τουλάχιστον και με ελάχιστες εξαιρέσεις, δε διώκει ιδέες αλλά πράξεις. Πράξεις που στρέφονται κατά της Νομιμότητας, πράξεις βίας. Όμως απέναντι σε μια νομιμότητα που αποτελεί την κυρίαρχη ιδεολογία του κεφαλαίου και του κράτους του, κάθε ανατρεπτική πολιτική δράση ορίζεται ως παράνομη. Ακόμα και φαινομενικά ανώδυνες πρακτικές όπως μια αφισοκόλληση εμπεριέχουν από δυο, τρία πλημμελήματα και ως εκ τούτου είναι στη διάθεση του κράτους να τις διαχειριστεί μέσω του ποινικού συστήματος.
Έτσι, καθώς τα όρια ανοχής της ποινικής καταστολή τείνουν στο μηδέν, ο αφοπλισμός της αναρχικής κοινότητας μέσω του εξοβελισμού της στη σφαίρα του ποινικού εγκλήματος διαμορφώνεται ως συγκεκριμένη στρατηγική.
Όλο αυτό έχει διαμορφώσει μια νέα συνθήκη για την αναρχική κοινότητα. Η εκτράχυνση της καταστολής μαζί με την κλιμάκωση της δράσης από πλευράς μας, μας έχουν φέρει σε μια κατάσταση που για πρώτη φορά αντιμετωπίζουμε. Εκατοντάδες έχουν βρεθεί στο στόχαστρο της καταστολής και αντιμετωπίζουν διώξεις. Δεκάδες έχουν περάσει την πύλη της φυλακής.
Η αναρχικοί πολιτικοί κρατούμενοι αποτελούν εδώ και καιρό μια απτή πραγματικότητα.
Είναι μάλλον δεδομένο πως η βάση στην οποία αντιμετωπίζεται το ζήτημα των αναρχικών κρατουμένων έχει αλλάξει και αυτήν τα τελευταία χρόνια. Ο μεγάλος αριθμός συντρόφων που πέρασαν τις πύλες των φυλακών, ο ακόμα μεγαλύτερος αριθμός όσων έχουν βρεθεί στο στόχαστρο της καταστολής με μικρότερες συνέπειες και η συνεπακόλουθη ‘εξοικείωση’ των αναρχικών τόσο με τη συνθήκη του εγκλεισμού όσο και με τη παραβατική πολιτική δράση, έχουν επιφέρει μία απαραίτητη απομυθοποίηση της έννοιας του αναρχικού κρατουμένου. Οι κρατούμενοι δεν αποτελούν πλέον μια κατά περίπτωση ιδιαιτερότητα, ένα παράταιρο σύμπτωμα της πραγματικής ουσίας ενός καθεστώτος που θέλει να διατηρεί μια φαινομενικότητα κοινωνικής ειρήνης, αλλά το αιχμάλωτο κομμάτι της τάξης μας. Αποτελούν ένα κομβικό κομμάτι της πολιτικής συνθήκης και ενεργό παράγοντα εντός της, σε συνεχή αλληλεπίδραση με το υπόλοιπο κίνημα. Οι κρατούμενοι έχουν λόγο, τοποθετούνται στα κοινά, εκφράζουνε πολιτικές τάσεις. Ντε φάκτο λοιπόν μιλάμε για μια διαφορετικού είδους σχέση των μέσα με τους έξω, η οποία όμως δεν έχει ωριμάσει πλήρως ακόμη. Τα αντιληπτικά όρια, οι προβληματικές και οι αντιφάσεις αυτού που ονομάζεται ‘‘αλληλεγγύη στους κρατούμενους’’ έχουν αναδειχθεί επαρκώς, όμως η υπέρβαση σε αυτό που αναλογεί στις νέες συνθήκες δεν έχει γίνει ακόμα σε συλλογικό επίπεδο. Η σταδιακή παρακμή των παραδοσιακών συνελεύσεων αλληλεγγύης αποτελεί ένα ξεκάθαρο σημάδι ακριβώς αυτού του τέλματος. Αναμφίβολα ένα κομμάτι της παρακμής αυτής οφείλεται στο ότι η καταστολή έχει εισχωρήσει μέσα μας, κάνοντας μας να αποδεχόμαστε τις επιπτώσεις της ως κομμάτι μιας ‘‘φυσιολογικής’’ συνθήκης. Οφείλεται επίσης και στη διαχείριση του ζητήματος από ένα κομμάτι των ίδιων των κρατουμένων οι οποίοι σε περιπτώσεις αξίωσαν πως η αλληλεγγύη θα πρέπει να έχει αυστηρά καθορισμένα από τους ίδιους χαρακτηριστικά ή αλλιώς να μην υπάρχει, προωθώντας με αυτόν τον τρόπο το σεχταρισμό.
Ταυτόχρονα όμως το έλλειμμα σύνδεσης των, μέσα με τους έξω είναι αποτέλεσμα και των διαφορετικών απαιτήσεων που έχουνε διαμορφωθεί. Παραδοσιακές έννοιες όπως η ‘‘ανάδειξη των υποθέσεων’’ ή οι ‘‘καμπάνιες αλληλεγγύης’’ έχουν χάσει τη δυναμικότητα τους για μια πληθώρα παραγόντων, αν και ίσως όχι τη σημαντικότητα τους. Από το να προσπαθούμε όμως να επαναφέρουμε τις διαδικασίες αυτές στη δυναμική που είχαν στο παρελθόν, με αμφίβολα αποτελέσματα, μεγαλύτερη αξία έχει να ανταποκριθούμε στη συγκυρία που προκύπτει. Και αυτά που προκύπτουν ως αναγκαιότητα είναι οι πολύ μεγάλες και άμεσες υλικές ανάγκες των κρατουμένων μαζί με την εύρεση των διαδικασιών αυτών που θα μας επιτρέψουν να έχουμε μια όσο το δυνατόν πιο ενεργή δράση και διαδραστική σχέση με το συνολικότερο πολιτικό γίγνεσθαι.
Αναμφίβολα ισχύει ότι η καλύτερη αλληλεγγύη είναι η συνέχιση της δράσης. Ταυτόχρονα όμως η ίδια η φύση του εγκλεισμού δημιουργεί πολύ πραγματικές ανάγκες οι οποίες για να καλυφθούν χρειάζεται υποστήριξη από κόσμο εκτός φυλακής. Η επικοινωνία με τον έξω κόσμο και τα είδη πρώτης ανάγκης απαιτούν χρήματα τα οποία οι κρατούμενοι δε μπορούν να βρουν από μόνοι τους. Η έκδοση ενός εντύπου που έχει γραφτεί εντός περά από τα έξοδα, απαιτεί κόσμο που θα επιμεληθεί για την τύπωση και τη διακίνηση του. Η φαινομενικά απλή διαδικασία της παροχής έντυπου υλικού και ενημέρωσης απαιτεί χρόνο και ενασχόληση. Κάθε ένα από αυτά τα ζητήματα είναι ουσιαστικά για να μπορεί κάποιος να ζει εντός των τειχών με αξιοπρέπεια. Είναι ταυτόχρονα απαραίτητα για τη διατήρηση μιας πολιτικής εγρήγορσης και δραστηριοποίησης, στο βαθμό που αυτό είναι εφικτό λόγω των συνθηκών.
Η ανάγκη της συνέχισης της πολιτικής δραστηριοποίησης και μετά την αιχμαλωσία μας δεν προκύπτει απλώς από μια υπαρξιακή αναγκαιότητα του να γεμίζει ο νεκρός χρόνος της φυλακής. Η συνέχιση της πολιτικής δραστηριοποίησης εντός των τειχών είναι ένα στοίχημα και ένας αγώνας απέναντι στο βασικότερο στόχο που προσπαθεί να επιτύχει το κράτος με τον εγκλεισμό μας: αυτόν της πολιτικής αδρανοποίησης και της χρήσης μας ως τρόπαιου κατασταλτικής αποτελεσματικότητας.
Τα μέσα που διαθέτουμε είναι αδιαμφισβήτητα ελάχιστα όμως ακόμα και οι λέξεις μπορούν να γίνουν ένα όπλο όταν μεταφέρουν το μήνυμα της μη υποταγής, της μη παραίτησης, της συνέχισης του αγώνα.
Η φυλακή εκ των πραγμάτων αποτελεί ένα μεγάλο χωνευτήρι ετερόκλητων στοιχείων, κάτι φυσικά που ισχύει και για τους αναρχικούς κρατούμενους. Σύντροφοι με διαφορετικές διαδρομές βρεθήκαμε σε μια κοινή συνθήκη εντός της οποίας καλούμαστε να υπάρξουμε. Από τη μια ένα στοίχημα αποτελεί λοιπόν η εύρεση της φόρμουλας αυτής μέσω της οποίας θα μπορέσουμε να υπερπηδήσουμε τις διαφορές αυτές, να ανακαλύψουμε και να συνδιαμορφώσουμε τα κοινά σημεία ώστε να αποτελέσουμε μια συλλογική ενεργή πολιτική ύπαρξη εντός της φυλακής. Και πράγματι τον τελευταίο καιρό έχουν γίνει βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση. Παρεμβάσεις με κείμενα τα οποία είτε αφορούν τη φυλακή είτε όχι, συμμέτοχη και πυροδότηση κινητοποιήσεων εντός, προσπάθεια για τη δημιουργία ενός οργανωμένου δικτύου που μεταξύ άλλων στοχεύει στη διάδοση του ανατρεπτικού λόγου εντός και εκτός φυλακής μέσω της έκδοσης μια σταθερής εφημερίδας.
Από την άλλη στόχος και επιδίωξη είναι η σύνδεση αυτού του υπό διαμόρφωση δικτύου των αναρχικών κρατουμένων με άλλες δομές, όπως το ταμείο (και χωρίς απαραίτητα η λειτουργία αυτών να αφορά αποκλειστικά τις φυλακές), ως ένα οργανωτικό πρόταγμα στη πράξη το οποίο θα προωθεί πρωτίστως μια βάση διαλόγου, αλληλοτροφοδότησης και αλληλεγγύης, δίνοντας μας ισχύ εν τη ενώση χωρίς να εξαλείφει την εκάστοτε αυτονομία, ιδιαιτερότητα και διαφορετικότητα.
Έτσι θεωρούμε πως αναπτύσσονται οι προϋποθέσεις για να (ξανά)ανακαλύψουμε τα θεωρητικά και πρακτικά εργαλεία αυτά τα οποία θα είναι σε αντιστοιχία με τις υπάρχουσες συνθήκες.
Έτσι θεωρούμε πως χτίζονται ουσιαστικές σχέσεις αλληλεγγύης και δημιουργούνται οι διαδικασίες για τη σύνδεση των επιμέρους αγωνιζόμενων κομματιών.
Το ότι βρισκόμαστε σε εμπόλεμη συνθήκη σημαίνει πως πρέπει να είμαστε έτοιμοι να περάσουμε τις πόρτες των αστυνομικών τμημάτων, των δικαστηρίων και των φυλακών. Το να βρισκόμαστε σε κατάσταση μάχης σημαίνει πως εκτός του εχθρού αντιμαχόμαστε κάθε στιγμή και τον εαυτό μας. Πόλεμος με τον εαυτό μας σημαίνει μια συνεχή μάχη ενάντια στο φόβο, τη ματαιότητα, την ηττοπάθεια, την παραίτηση, την εξατομίκευση.
Θα μπορούσαμε ίσως να έχουμε επιλέξει μια άλλη ασχολία, λιγότερο επώδυνη και εξουθενωτική, όμως πήραμε την απόφαση να αλλάξουμε τον κόσμο και αυτό σημαίνει πως θα βρισκόμαστε στα χαρακώματα απέναντι στον ήδη υπάρχοντα.
Το να βρισκόμαστε σε μια τέτοια συνθήκη σημαίνει αναπόφευκτα απώλεια ανθρώπων και πραγμάτων.
Χώρος για παραίτηση δεν υπάρχει, χώρος για θρήνο δεν υπάρχει.
Μόνο η πεισματάρικη κίνηση προς τα εμπρός.
Ούτε βήμα πίσω.
Τάσος Θεοφίλου,
Ραμί Συριανός,
Φυλακή Δομοκού