Στις 11 Νοεμβρίου, μετά από πεντάμηνη αναβολή ξεκινάει η δίκη μου στο Εφετείο της Λουκάρεως, όπου αντιμετωπίζω μια δέσμη κατηγοριών που αφορά στην υποτιθέμενη συμμετοχή μου στην ΣΠΦ και μια δέσμη που αφορά στην υποτιθέμενη συμμετοχή μου στη ληστεία της Πάρου.
Μια δίκη με εμφανή χαρακτηριστικά πολιτικής σκοπιμότητας και δικονομικής αυθαιρεσίας, με στοιχεία από ανεπαρκή έως κατασκευασμένα και γεγονότα παραμορφωμένα στην προκρούστεια κλίνη της αντιτρομοκρατικής και των ειδικών ανακριτών. Μια υπόθεση που αναδεικνύει την ενορχηστρωμένη από τα μίντια αστυνομικό- δικαστική διαχείριση των αποκλεισμένων και των αντιστεκόμενων. Είναι ένα πολιτικό πείραμα, καθώς συνδυάζεται ο από μηχανής Θεός της αστυνομικής καταστολής, το επιστημονικοφανές DNA, με το πασπαρτού της δικαστικής καταστολής άρθρο 187Α , τον λεγόμενο τρομονόμο.
Έχει επίσης μια σημασία από νομικής άποψης ότι από την μια δεν υπάρχει εναντίον μου ούτε μισό αξιόπιστο στοιχείο και ότι από την άλλη ως συνέπεια αυτής της ανυπαρξίας, παραβιάζεται οποιαδήποτε έννοια τεκμήριου αθωότητας. Καλείται ο κατηγορούμενος να αποδείξει την αθωότητα του και όχι το δικαστήριο την ενοχή του, σύμφωνα με τις εγγυήσεις που υποτίθεται ότι παρέχει η επηρεασμένη από τον Διαφωτισμό Ποινική Δικαιοσύνη. Ακόμα χειρότερα στην περίπτωση μου καλούμαι να ανασκευάσω τις εναντίον μου κατηγορίες χωρίς να αντιμετωπίζω απτά στοιχεία, αλλά ένα σκεπτικό βασισμένο σε ψεύδη και αυθαίρετα συμπεράσματα για τον τρόπο ζωής μου και όχι για συγκεκριμένες πράξεις.
Πέρα όμως από τη δικαστική υπάρχει και η αστυνομική διάσταση που έχει μεγάλη σημασία, καθώς προκύπτουν πολλά ερωτήματα. Με βασικότερο από όλα το γιατί η αντιτρομοκρατική και όχι η ασφάλεια να ασχοληθεί με μία ληστεία. Πολύ απλά γιατί υπήρχε νεκρός και μάλιστα πολίτης. Μια πρώτης τάξης ευκαιρία να συνδεθεί ο αναρχικός χώρος με ενέργειες που δεν στρέφονται κατά κρατικών και καπιταλιστικών στόχων, αλλά κατά πολιτών. Μια προσπάθεια που ξεκίνησε το 2009 (;) με την περίεργη υπόθεση έκρηξης βόμβας και του θανάσιμου τραυματισμού νεαρού Αφγανού μετανάστη και συνεχίστηκε με τα τραγικά γεγονότα της marfin. Μίντια και αντιτρομοκρατική πασχίζουν να πείσουν ότι οι αναρχικοί αποτελούν κίνδυνο για τον οποιονδήποτε και όχι για την εξουσία.
Επίσης, έχει σημασία το τι είναι η Αντιτρομοκρατική και ποιος είναι ο ρόλος της. Ο ρόλος της φυσικά δεν είναι να εξιχνιάζει ληστείες και ανθρωποκτονίες. Αυτό είναι δουλειά της Ασφάλειας. Ο ρόλος της αντιτρομοκρατικής είναι να διαλύσει τον αναρχικό χώρο και οποιαδήποτε κοινότητα αγώνα, με πρόσχημα την “εξάρθρωση” των ένοπλων οργανώσεων. Έτσι, οι “λάθος” συλλήψεις δεν είναι αποτέλεσμα ανικανότητας, αλλά αντίθετα της ικανότητας να δημιουργούν ένα κλίμα τρόμου και πανικού ανάμεσα στους αγωνιζόμενους ανθρώπους. Στη σύγχρονη δημοκρατία υποτίθεται πως δε διώκονται οι ιδέες, διώκονται οι πράξεις. Και όταν δεν υπάρχουν αξιόποινες πράξεις, εφευρίσκονται.
Έτσι, κάποιος στις 14 Αυγούστου κάποιος “άγνωστος” τηλεφωνεί στην Αντιτρομοκρατική και τους “ενημερώνει” ότι οι δράστες της ληστείας στην Πάρο έχουν σχέση με την τρομοκρατία και μάλιστα ένας εξ αυτών ονομάζεται Τάσος, έχει τα χαρακτηριστικά μου και διαμένει στη συγκεκριμένη διεύθυνση, δηλαδή στο πατρικό μου. Στις 18 Αυγούστου ξανατηλεφωνεί και ενημερώνει ότι βρίσκομαι στα σκαλάκια του Μετρό Κεραμεικού, όπου και συλλαμβάνομαι. Ο “άγνωστος” άντρας φυσικά ποτέ δεν εντοπίστηκε από την αντιτρομοκρατική.
Με αυτόν τον τρόπο γέμισε η κενή θέση που η Αντιτρομοκρατική μου είχε ετοιμάσει από τον Δεκέμβρη του 2010. Στις 4 Δεκέμβρη του 2010 συλλαμβάνονται 6 αναρχικοί σύντροφοι μετά από “μεγαλειώδη” επιχείρηση της αντιτρομοκρατικής. Μια επιχείρηση που εξελίσσεται σε φιάσκο, καθώς από τους 6 συλληφθέντες που κατηγορήθηκαν ως μέλη της ίδιας ομάδας, κάποιοι δεν γνωρίζονται καν μεταξύ τους, κάτι που επικυρώνεται και δικαστικά λίγους μήνες μετά, με την απαλλαγή δύο εξ αυτών από τις κατηγορίες. Αλλά και για τους υπόλοιπους τέσσερις, παρά τις θριαμβολογίες του τότε υπουργού Προ.Πο. Χρήστου Παπουτσή, δεν προκύπτει παρά οπλοκατοχή και χωρίς μια σειρά δικαστικών αλχημειών θα ήταν αδύνατο να προστεθεί η κατηγορία της συμμετοχής στη ΣΠΦ.
Οι τρεις κατηγορούμενοι για την υπόθεση (Κώστας Σακκάς, Αλέξανδρος Μητρούσιας και Γιώργος Καραγιαννίδης) αναλαμβάνουν την ευθύνη της οπλοκατοχής με σκοπό την αναρχική δράση, ενώ η αναρχική Στέλλα Αντωνίου βρίσκεται στο στόχαστρο των διωκτικών αρχών εξαιτίας της συντροφικής της σχέσης με τον Κώστα Σακκά, αλλά και για τη βοήθεια που παρείχε στον Αλέξανδρο Μητρούσια.
Η αντιτρομοκρατική φυσικά γνώριζε και την δική μου συντροφική και φιλική σχέση με τον Κώστα Σακκά, με τον οποίον ήμασταν συμφοιτητές από το 2002 στη θεολογική σχολή Θεσσαλονίκης. Και κάπως έτσι έχει τοποθετήσει στις παρακολουθήσεις της ένα άγνωστο, υποτίθεται, πρόσωπο που όλως τυχαίως έχει τα χαρακτηριστικά μου και το παρουσιάζει σε υπαρκτές και ανύπαρκτες συναντήσεις. Στην πραγματικότητα καθόλου άγνωστο δεν τους ήταν αυτό το πρόσωπο για το οποίο άφησαν μια κενή θέση στη δικογραφία για την κατάλληλη στιγμή. Και η κατάλληλη στιγμή για τις επικοινωνιακές τους σκοπιμότητες ήρθε τον Αύγουστο του 2012. Κάνει εντύπωση φυσικά, πως αυτό το “άγνωστο” πρόσωπο το οποίο δε συνέλαβαν τότε, τον Δεκέμβρη του 2010 επειδή δε θεώρησαν ότι έχει μεγάλη σημασία, μπόρεσαν και το αναγνώρισαν, παρά τη μικρή του σημασία δύο χρόνια μετά.
Η αντιτρομοκρατική επέλεξε να καλύψει αυτή τη κενή θέση που μου είχε φυλάξει, με τον πιο παταγώδη αλλά και αναξιόπιστο τρόπο. Επέλεξε να με εμφανίσει ως εμπλεκόμενο σε μια ληστεία με ανθρωποκτονία, στηριζόμενη σε dna που “βρέθηκε” σε κάποιο καπέλο που υποτίθεται ότι έπεσε από τον δράστη, τη στιγμή που μια σειρά υπόπτων παρατυπιών, αντιφάσεων και παραλήψεων τόσο στη διαδικασία περισυλλογής του όσο και στην εργαστηριακή του εξέταση καταδεικνύουν πως ως στοιχείο είναι ανύπαρκτο, αν όχι κατασκευασμένο.
Η περίπτωση μου δεν αποτελεί εξαίρεση, είναι μια τυπική περίπτωση στο σύγχρονο καθεστώς εξαίρεσης. Είναι κοινός τόπος πως με την εκδήλωση της συστημικής κρίσης πολλά έχουν αλλάξει σε οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό επίπεδο. Το Κεφάλαιο αλλάζει τους όρους επιβολής του και το καθεστώς έκτακτης ανάγκης επιβάλλεται ως μόνιμο. Το αστυνομικό- δικαστικό σύμπλεγμα αναβαθμίζει το ρόλο του και από συμπληρωματικός θεσμός ανάγεται σε αιχμιακό εργαλείο της εξουσίας.
Η ποινική καταστολή επεκτείνει και βαθαίνει τον ρόλο της, επιφυλάσσοντας για τον εαυτό της το πόστο του μοναδικού διασφαλιστή και ρυθμιστή της κοινωνικής συνοχής. Ενώ ταυτόχρονα η εξουσία επιδιώκει την όποια κοινωνική συναίνεση μέσω της μιντιακής δαιμονοποίησης και του ποινικού κολασμού των αντιστεκόμενων και των αποκλεισμένων, συσπειρώνοντας τα πιο συντηρητικά κομμάτια της κοινωνίας γύρω από το ιδεολόγημα της νομιμότητας.
Ο καπιταλιστικός ολοκληρωτισμός στη πιο σύγχρονη μορφή του αρθρώνεται με ολοένα πιο στρατιωτικούς όρους αντιμετωπίζοντας ένα ευρύτατο κοινωνικό σύνολο ως εν δυνάμει εσωτερικό εχθρό. Ο αναρχικός χώρος κατηγοριοποιείται μαζί με τα αποκλεισμένα κοινωνικά κομμάτια στο ίδιο πλαίσιο, αυτό τον αποσταθεροποιητικών παραγόντων και αντιμετωπίζεται με μηδενική ανοχή.
Από τη μια η αστυνομία καταλαμβάνει με την ασφυκτική παρουσία της κάθε εκατοστό δημοσίου χώρου, οι τηλεφωνικές υποκλοπές δεν εκπλήσσουν κανέναν και οι κάμερες παρακολούθησης ανά δέκα μέτρα περάνανε πλέον απαρατήρητες. Ενώ από την άλλη οι πολιτικοί χώροι και αποκλεισμένα κοινωνικά κομμάτια περνάνε στη σφαίρα της ποινικής διαχείρισης. Επιστρατεύσεις εργαζομένων, παράνομες απεργίες, τρομονόμος σε διαδηλώσεις, Σκουριές, μαθητικές καταλήψεις, ξένιος Ζευς, οροθετικές, Ρομά. Οι ιεροεξεταστές των μίντια, της δικαιοσύνης, της αστυνομίας επιβάλλουν τη νομιμότητα ως έννοια ιερή. Ως δόγμα. Η νομιμότητα πρέπει να τηρηθεί με θρησκευτική ευλάβεια, αν όχι με κατάνυξη. Σαν προσευχή που θα φέρει την αγία ανάπτυξη. Οι επιστημονικές δυστοπίες όπως αποτυπωθήκαν στην λογοτεχνία και τον κινηματογράφο κοιτάζουν με δέος τη σύγχρονη πραγματικότητα.
Η ιστορία δεν κάνει κύκλους ούτε όμως πηγαίνει ευθεία. Η ιστορία πηγαίνει όπου την πάμε. Και αν το ένα άκρο, αυτό των θιασωτών του καπιταλιστικού ολοκληρωτισμού (είτε εκφράζεται με τον μνημονιακό κουτσαβακισμό του Σαμαρά είτε με τον ναζιστικό τραμπουκισμό του Μιχαλολιάκου), επιμένει να την σπρώχνει στο πιο βαθύ σκοτάδι και στην απόλυτη βαρβαρότητα, το άλλο άκρο, εμείς οι αναρχικοί , οι κομμουνιστές, οι αποκλεισμένοι, πρέπει με πείσμα και παρά τις μικρές μας ακόμα δυνάμεις να τη σπρώξουμε προς την επανάσταση, τη χειραφέτηση του προλεταριάτου, την απελευθέρωση της ανθρώπινης δραστηριότητας από την σχέση κεφαλαίου- μισθωτής εργασίας, την αναρχία και τον κομμουνισμό.
Αναστάσιος Θεοφίλου
Φυλακές Δομοκού
4 Νοεμβρίου 2013