Κείμενο του Γιάννη Ναξάκη

Ένα μήνα μετά τη σύλληψη μου παραμένω ακόμα βυθισμένος σε σκέψεις προσπαθώντας να βρω στιγμές ηρεμίας και διαύγεια, για να βάλω επιτέλους το στυλό κάτω να γράψει δυο κουβέντες. Η διάθεση μου αλλάζει με ταχύτητα φωτός, ανεβοκατεβαίνει ασταμάτητα και δυσκολεύεται να βρει ένα σταθερό σημείο για να πιαστεί. Ο απολογισμός της φάσης στη Νέα Φιλαδέλφεια με αρρωσταίνει, τα ανανεωμένα συμπεράσματα που βγαίνουν με πονάνε, η συνειδητοποίηση του τι έγινε ακριβώς με σκοτώνει. Υποτροπιάζω ακούγωντας καθημερινά βαρετές και ατέρμονες συζητήσεις εκτιμήσεων για μήνες, χρόνια, κατηγορίες, ποινές και όλα τα άλλα σχετικά. Ξέρουμε πολύ καλά γιατί είμαστε εδώ μέσα και ο λόγος σίγουρα δεν είναι για κάποιες κοινές εγκληματικές πρακτικές όπως και ξέρουμε ότι από εδώ και πέρα ο χρόνος δεν κυλάει απαραίτητα μαζί μας αντίστροφα για την έξοδο.

Εκείνο το μεσημέρι του Απρίλη, ένα γαμημένο λάθος μας έφτανε και μας περίσσευε για να μας εγκλωβίσει και να μείνει εκεί να στοιχειώνει τα όνειρα μας. Σε μια στιγμή το σύμπαν αποσταθεροποιήθηκε, οι δείκτες των ρολογιών άλλαξαν φορά και η ροή της κίνησης έκανε απότομη αναστροφή. Ένας γαμημένος συνωμοτικός κανόνας δεν τηρήθηκε εκείνη τη μέρα -σε μια σειρά πολλών τηρημένων- και αυτό ήταν υπεραρκετό για τα τσογλάνια της αντιτρομοκρατικής να μας αιχμαλωτίσουν. Σε μια -όσο επιτρέπεται ο όρος- ανυποψίαστη στιγμή οι μπάσταρδοι πήραν το πάνω χέρι. Τέσσερις άνθρωποι, ένας κύκλος αναρχικών, ένα κελί στον Κορυδαλλό. Μια σειρά συλλήψεων που έγιναν τα τελευταία χρόνια μπροστά μας έφταναν για να μας προβληματίσουν αλλά όχι για να μας κάνουν να αντιληφθούμε την χειρουργική ακρίβεια και συνέπεια που απαιτούν οι κινήσεις μας στο πλαίσιο της ασφάλειας. Αυτό που απαιτείται σίγουρα σ’αυτές τις φάσεις είναι η αυστηρή ευθυγράμμιση της επίθεσης με την ασφάλεια και προφανώς δεν μιλάω για έκπτωση στο πρώτο κομμάτι. Βλέπαμε φυλακίσεις, βλέπαμε ένα σωρό διώξεις να σκάνε για κόσμο απ’το πουθενά, γνωρίζαμε πολύ καλά για διακριτικές και αδιάκριτες παρακολουθήσεις αλλά και πάλι η στραβή ήρθε. Ας είμαι εγώ το τελευταίο κοροΐδο που πιάνεται , θα χαρώ, θα το δεχόμουν σα τιμή να καταφέρω να γράψω εγώ τον επίλογο σε μια τέτοια μεγάλη ιστορία. Γι’αυτό λοιπόν και ΄σεις σύντροφοι εκεί έξω, ενώ συνωμοτείτε τα σχέδια σας, κοιταχτείτε μεταξύ σας και πείτε: << Θα τα καταφέρουμε καλύτερα απ’αυτούς. Αυτοί έφτασαν στο αδύνατο, εμείς θα τολμήσουμε το αδιανόητο! >> Και η υπόσχεση αυτή ίσως σας εξασφαλίσει το εισιτήριο για τον ουρανό…

Αυτές οι αποτυπωμένες σκέψεις είναι μια υποχώρηση μπροστά στο συναίσθημα. Μια περισσότερο κατάθεση ψυχής παρά ”υποχρεωτική” κατάθεση λόγου, μια απόπειρα ανεύρεσης ήδη υπαρχόντων κοινών κόσμων και ένας ατομικός επαναπροσδιορισμός πάνω σε εξωτερικούς παράγοντες, τα οποία όλα μαζί και το καθένα ξεχωριστά προσδοκούν το απόλυτο. Οι λέξεις εδώ μέσα θέλουν να επικοινωνήσουν σε απευθείας σύνδεση με την εξεγερμένη καρδιά εκεί έξω. Μια καρδιά που πυροβολήθηκε απ’την εξουσία στην κορύφωση της αθωότητας της και από τότε σημαδεύτηκε μια για πάντα. Κλονίστηκε, πληγώθηκε και αιμορραγούσε ακατάπαυστα αλλά κάτι μυστήριο -που έμελλε να αποκαλυφθεί αργότερα- την έσωσε. Και η καρδιά αυτή δεν έπαψε, αλλά έμεινε μονάχα να μην αισθάνεται, παρά μόνο μίσος. Πέρασε ο καιρός όμως και ξανάρχισε σιγά σιγά να νοιώθει κάποιες εσωτερικές διεργασίες. Μια σκληρή μονομαχία ανάμεσα σε αμέτρητες ανασφάλειες και το ξεπέρασμα τους, εξελισσόταν με την ένταση να αυξάνεται ραγδαία. Δεν άργησε να έρθει το αναπόφευκτο και η καρδιά αυτή έσπασε και ξεχείλισε, απελευθερώνοντας απ΄τα βάθη της μια μυστηριώδη, νέα ουσία σε αφθονία. Σαν αποτέλεσμα ένα πρωτόγνωρο αίσθημα γεννήθηκε που αποκάλυπτε σταδιακά την κρυμμένη ηδονή της ζωής, την άρνηση. Μια νέα συνθήκη ζωής εδραιώθηκε που μεταφράζεται ελεύθερα σε πόλεμο με την εξουσία, συνειδητό και μόνιμο και μια γενικότερη απροθυμία για οτιδήποτε πέρα απ’αυτόν. Η καρδιά αυτή χτυπάει δυνατά ακόμα…

Η υπάρχουσα συνθήκη ανάμεσα μας, παρακαλάει απελπισμένα για ένα μονάχα πράγμα, την καταστροφή. Καμία ανάλυση δεν μπορεί να της προσδώσει μια ακριβή περιγραφή παρά μόνο επιβεβαίωση. Οι κοινωνικοκεντρικές αναλύσεις αγνοούν ένα βασικό γεγονός για την ανάγνωση της ”αντικειμενικής πραγματικότητας”. Αγνοούν δηλαδή από αφέλεια, ότι η εξουσία με τη μορφή της εκμετάλλευσης όπως εννοείται από πολλούς σήμερα, αρχίζει εκεί που τελειώνει το άτομο. Η εξουσία που χαρακτηρίζει το υπάρχον γύρω μας, προυπάρχει στο άτομο σαν βασικό στοιχείο που καθορίζει την υπαρξή του, σαν ένστικτο που καθορίζει την επιβίωση του. Η εξουσία με άλλα λόγια δεν είναι ένα μεταφυσικό στοιχείο που ένα πρωινό είπε να έρθει να μολύνει την ”ελεύθερη” κοινωνία, η εξουσία είναι στοιχείο της φύσης τόσο σίγουρο όσο η ζωή και ο θάνατος. Το κοινωνικοποιημένο άτομο δηλαδή όσο την πολεμάει, τόσο τη φέρει. Η περιβόητη επανάσταση λοιπόν, δεν είναι τίποτα άλλο απ΄το ξεπέρασμα αυτής της αντίφασης. Η επανάσταση είναι ένας ατέλειωτος κύκλος κίνησης, ένα σπιράλ ζωής και το πιο ειλικρινές στοιχείο του ατόμου που αντιπροσωπεύει καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο το γενικότερο οργανωτικό αδιέξοδο του έξω απ’το ίδιο, χωρίς την ύπαρξη κανενός είδους εκμετάλλευσης. Ο μπάτσος, ο δικαστής και όλα τα άλλα σκατά δηλαδή, δεν είναι τίποτα άλλο από ρόλους επιβολής/επιβίωσης που προκύπτουν απ΄την ατομική μας συνέχεια, απ΄τη προέκταση μας στο άλλο άτομο. Η πιθανότητα μιας απελευθερωμένης και χωρίς εξουσία κοινωνίας που προτάσσουν κάποιοι για αύριο είναι ένα φαντασιακό του μυαλού, μια ψευδαίσθηση ελπίδας για τους αφελείς και τους επικίνδυνους που ενώ αντιλαμβάνονται το υπαρξιακό κενό της επαναλαμβανόμενης καθημερινότητας στον κόσμο της εξουσίας και θέλουν να το καλύψουν με κάτι το ουσιώδες, δεν αντιλαμβάνονται την εξουσία του ψέματος, της αισχρότητας και της αθλιότητας που προκύπτει με την εκμετάλλευση της αγνότερης πρόθεσης κάποιου ατόμου που ψάχνει τρόπο να εκφράσει αυθόρμητα, άμεσα και χωρίς αναστολές , τη συσσωρευμένη καταπίεση και σαπίλα που μοιράζει η μαζική κοινωνία, ο αηδιαστικός αυτός κόσμος των συσσωρευμένων εξουσιών. Εξουσία δεν υπάρχει ούτε καλή, ούτε κακή, ούτε μικρή ούτε μεγάλη. Είναι μία και μεταδοτική, διάχυτη σαν τη πλυμμήρα.

Στον πόλεμο των αντιφάσεων και απέναντι στις ηχηρές προσταγές του εξουσιαστικού στρατοπέδου, η άρνηση κρατά μια ξεχωριστή θέση. Μιλάει τη γλώσσα της δικιάς της επιθυμίας που είναι από μόνη της η δικιά της παρέμβαση, η δικιά της αλήθεια και απολυτότητα ανάμεσα στις πολλές.

Πρέπει να λέμε: <<Εγώ είμαι η οργάνωση, εγώ και η κοινωνία. Εγώ η ιδιοκτησία, εγώ και η οικονομία. Και μόνο εγώ μπορώ να τα καταστρέψω.>> Πρέπει κάθε στιγμή να τσιτώνουμε, να οξύνουμε, να προκαλούμε, να δυναμιτίζουμε και να πυροδοτούμε. Την επόμενη πρέπει να μας φτύνουμε που δεν καταφέραμε τίποτα. Δεν υπάρχει κανένα όριο όσο κοιτάμε πάνω, παρά μόνο η γη κάτω απ΄τα πόδια μας.

Πρέπει μαζί με τα μπουκάλια να πέφτουμε και ΄μεις στη φωτιά. Να καιγόμαστε, να λιώνουμε και μέσα απ΄τις στάχτες να ξαναγεννιόμαστε ένα κράμα πιο δυνάτο απ΄τη φωτιά.

Πρέπει να αναζητούμε ζωή πέρα απ΄την πεπατημένη. Πρέπει όταν μια διαδρομή μας φαίνεται γνώριμη να βγαίνουμε απ’αυτή και να αναζητούμε την άγνωστη, την άγρια, την ελεύθερη. Πρέπει να ρίχνουμε ματιές στον ορίζοντα και να λέμε: <<Σου ΄ρχομαι και ας μην συναντηθούμε ποτέ.>>

Πρέπει να γνωρίζουμε το χτες αλλά να μην κοιτάμε ούτε για ένα δευτερόλεπτο πίσω στο χρόνο. Μια στιγμή είναι αρκετή για να κάνει τη ζημιά, για να σε παγιδεύσει σε μια οριοθετημένη ζωή που έχεις ξαναζήσει.

Πρέπει να αμφισβητούμε το δεδομένο, πρέπει να απορρίπτουμε το κεκτημένο. Πρέπει κίνητρο μας για να σηκωνόμαστε τα πρωϊνά να είναι η αποδόμηση της ιδεολογίας. Αλλιώς σάπιους θα μας βρει το αύριο και τελειωμένους η ιστορία.

Πρέπει να ανανεωνόμαστε. Να ξέρουμε τι να πετάμε και τι να κρατάμε. Να βλέπουμε τι έχουμε αποκτήσει μέχρι σήμερα στη διαδρομή μας και να λέμε: << Αυτό που έχουμε, είναι αυτό που είμαστε. Και με σημείο εκκίνησης το τώρα θα κατεδαφίσουμε τα θεμέλια αυτού του κόσμου.>> Και η ανανέωση γίνεται αναγέννηση.

Πρέπει στον αγώνα να έχουμε τον χρόνο για σύμμαχο μας. Με θάρρος να λέμε: <<Μισητέ μου κόσμε δεν θα σου χαρίσω ούτε μια εργατοώρα. Και όταν σε κουράσει η μίζερη ζωή σου, θα βρω την ευκαιρία να σου ”σηκώσω” όλη την υπεραξία.>> Το τέρας, τέρατα γεννάει.

Πρέπει κιόλας ανάμεσα στα άλλα να αναγνωρίζουμε την ειρωνία και τις προκλήσεις της. Όχι τόσο στο κομμάτι που λέει: πολεμάμε τον εξουσιαστικό κόσμο με τα ίδια του τα μέσα και θέλουμε να ισοπεδώσουμε τον ανθρώπινο πολιτισμό με εργαλεία που επινόησε και βρίσκονται στα χέρια μας αλλά στο κομμάτι που λέει: ναι ρε γαμώτο, αυτό επιθυμώ και ας είναι όλο το γαμημένο σύμπαν εναντίον μου. Ειρωνία απ΄τη μία, μπόλικο γαμημένο δίκιο απ΄την άλλη. Όπως και αν το δεις, ο πολιτισμός είναι ένα γιγάντιο έγκλημα. Αν θέλουμε κάτι, αυτό είναι μια άλλη ζωή χωρίς κανένα στοιχείο απ’αυτή. Αν θέλουμε ελευθερία, την θέλουμε άγρια. Όχι πρωτόγονη, πρωτόγνωρη.

Όσες λέξεις και να ειπωθούν, όσοι τόμοι λογοτεχνίας και να γραφτούν περιγράφωντας ρομαντικά την αντίσταση, όσα βιβλία με ηρωικές ιστορίες εξεγέρσεων να τυπωθούν και να ανατυπώνονται εις τους αιώνες, όσα επαναστατικά ποιήματα, όσα κυρήγματα ορθόδοξης αναρχίας, όσες άγριες μισάνθρωπες κραυγές ή όμορφες μελωδίες ενότητας και να ταξιδέψουν ηχητικά στα πέρατα, όσα παθιασμένα και γραφικά συνθήματα και να βροντοφωναχτούν και να ανατριχιάσουν και όσα καθαρά και ξάστερα προτάγματα αγώνα και έτοιμες συνταγές απελευθέρωσης -πόσο μάλλον αφηρημένα μανιφέστα άρνησης- και να γεμίσουν χιλιάδες και χιλιάδες σελίδες προκυρήξεων, ο κόσμος των πράξεων, των βίαιων ενεργειών, του “βρώμικου” πολέμου μπορεί μόνο να νοηματοδοτήσει την όποια θεωρία γύρω απ΄τη σύγκρουση με την εξουσία. Η δυναμική των ενεργειών, των άμεσων και αιφνιδιαστικών παρεμβάσεων στο υπάρχον είναι αυτή που συμβολίζει το αντιεξουσιαστικό δίκαιο και βάζει τους όρους στο ατελείωτο κυνήγι της ελεύθερης ζωής. Άτυπα και αυτόνομα ο αναρχικός αγώνας έχει σφυγμό, εισβάλλει μαχητικά σε εχθρικούς χωροχρόνους καταστρέφοντας δομικά στοιχεία του αντίπαλου κόσμου και μας ενώνει σαν μία πραγματική επαναστατική κοινότητα που έχει καταργήσει φραγμούς και σύνορα θριαμβευτικά, εξελίσοντας έτσι την ατομική συνείδηση στο απρόβλεπτο ως και το μοναδικό ζητούμενο.

Μέσα στη φυλακή πλέον, μέσα σε μια συμπυκνωμένη και σκληρή κοινωνική πραγματικότητα, έρχομαι ακόμα πιο κοντά στις ευθύνες μου αντιμετωπίζοντας τις συνέπειες της επιλογής μου να ακολουθήσω ένα προκλητικά όμορφο και παράξενο ταξίδι στον κόσμο της έμπρακτης άρνησης. Μια νέα δοκιμή, πιο δύσκολη και πιο επικίνδυνη με περιμένει στη γωνία πλέον. Με τη σκέψη μου στους μαχητές που “έφυγαν” νωρίς γιατί τόλμησαν, σ’αυτούς που το τολμηρό ταξίδι τους, περιελάμβανε μια απότομη και μεγάλη στάση στο ίδρυμα της “διόρθωσης”, στους “αδιόρθωτους” εδώ μέσα που δεν περίμεναν να με δουν αλλά στην πραγματικότητα μια χαρά με περίμεναν γιατί έτσι πάνε τα γαμημένα πράγματα, στους πεισματάρηδες που περάσαμε την πύλη του ιδρύματος μαζί, στους πεισματάρηδες έξω που ξεφτιλίζουν τις φοβίες τους καθημερινά και σ’αυτούς που απλά δεν καταλαβαίνουν τι πάει να πει νόμος, αστυνομία, θάνατος και χαμογελώντας προχωράνε στο άγνωστο, σφίγγω τα δόντια μου και μετά από μία βαθιά ανάσα ξαναρχίζω πάλι από το μηδέν…

31/5/13

Γιάννης Ναξάκης

Α’ Πτέρυγα Κορυδαλλού