Αυτό το γράμμα σύντροφοι είναι μια πρώτη προσπάθεια να μιλήσω και να σχολιάσω γεγονότα και καταστάσεις που διαδραματίστηκαν και βίωσα με αφορμή την συμμετοχή μου στη ληστεία της Έθνικής Τράπεζας στο κέντρο της Αθήνα στις 16 Ιανουαρίου. Πριν όμως επεκταθώ σε αυτά καθαυτά τα γεγονότα, θα ήθελα να πω μερικά πράγματα όσον αφορά στα κίνητρα για την επιλογή μου να προβώ σε μια τέτοια ενέργεια και τι σημαίνει για μένα.
Η σημερινή κοινωνία θεωρώ ότι δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια άμαξα σε προδιαγεγραμμένη διαδρομή, που οδεύει στην πλήρη αποκτήνωσή της. Τον ρόλο των επιβατών, των τροχών αλλά και των αλόγων, της κινητήριας δύναμης δηλαδή, τον παίζουμε εμείς οι ίδιοι οι άνθρωποι. Οδηγό της έχει το σκληρό πρόσωπο του καπιταλισμού και συνοδηγό της ένα απρόσωπο και νεφελώδες κράτος. Ο δρόμος φυσικά δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα και άνθη αλλά με άιμα και ανθρώπινα κορμιά. Με ατόμα ή ομάδες που θέλησαν είτε να αντισταθούν και να αλλάξουν αυτήν την ξέφρενη πορεία της, είτε να σταθούν εμπόδιο μπροστά της και είναι μεγάλος ο κατάλογος αυτών. Αντιφρονούντες, ανυπάκουοι, ανυπότακτοι, αριστεροί, αντιεξουσιαστές και αναρχικοί γεμίζουν αρκετές αιματηρές σελίδες στο βιβλίο της ιστορίας αυτής της διαδρομής. Κάπου ανάμεσα στις δύο τελευταίες ομάδες θεωρώ ότι ανήκω και εγώ.
Στο βαθμό συνειδητοποίησης λοιπόν που μου προσφέρει η κοσμοθεωρία μου και η αντίληψη μου, αυτό που μπορώ να διακρίνω έυκολα είναι ότι η σημερινή κοινωνία δεν στηρίζεται πουθενά αλλού παρά στη βία, στην καταπίεση και στην εκμετάλλευση. Μια κοινωνία όπου η προσπάθεια της είναι η καταρράκωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας με κάθε τρόπο και μέσο. Και αυτό το βιώνει και το εισπράττει ο καθένας μας στην καθημερινότητά του, είτε με την εξαναγκαστική συναναστροφή του με κρατικούς θεσμούς-φορείς, είτε στην εργασία του και από αυτούς που την διαχειρίζονται και την καρπώνονται. Εργασία, δουλειά: έννοιες που στην ουσία σημαίνουν μισθωτή σκλαβιά και δουλεία. Η εργασία και η υπεραξία της αποτελούν για το σημερινό οικονομικό σύστημα τους στυλοβάτες για το ίδιο, ενώ τα άτομα που την διεκπεραιώνουν, και με τις συνθήκες που γίνεται αυτό, επιβεβαιώνεται ότι οι άνθρωποι αντιμετωπίζονται σαν αναλώσιμα είδη, σαν σύγχρονοι σκλάβοι. Βλέπουμε εργάτες να σαπίζουν απο αρρώστιες που οφείλονται στην πολύχρονη έκθεσή τους σε βλαβερές ουσίες, να πεθαίνουν είτε απο πτώσεις είτε απο εκρήξεις στους καπιταλιστικούς ναούς που κατασκευάζουν, να χάνουν την ορμή, τη ζωντάνια, τον αυθορμητισμό που χαρακτηρίζουν ένα εν δυνάμει ελεύθερο άτομο. Δουλεύοντας εξαντλητικά ωράρια και απασχολούμενοι σε δυό και τρείς δουλειές ταυτόχρονα για λίγα ψίχουλα. Όταν για τις πιο στοιχειώδεις ανάγκες του ανθρώπου αναγκάζεται το άτομο να υποθηκεύει σε αυτούς τους στυγνούς δυνάστες που ακούν στο όνομα τράπεζες με αποτέλεσμα υπο το βάρος αυτής της οικονομικής ευθύνης να παρουσιάζει σημάδια δουλικότητας και υποταγής, ενώ αν τελικά δεν ανταπεξέλθει και οδηγηθεί σε οικονομική κατάρρευση, να καταλήξει στην αυτοκτονία ή στην δημόσια διαπόμπευσή του απο τα ΜΜΕ ως ένα ακόμα ανθρώπινο ναυάγιο, μας οδηγεί σε ένα μόνο συμπέρασμα.
Το κράτος και το κεφάλαιο για να διατηρήσουν την ύπαρξή τους κατασκευάζουν σύγχρονους είλωτες που η σύγκριση τους με τους αντίστοιχους Σπαρτιάτες δεν είναι καθόλου ατυχής. Ένα σύστημα που στο βωμό του κέρδους θυσιάζει αλόγιστα και με θρασύτητα ανθρώπινες ζωές. Φυσικά όπως προανέφερα ένας απο τους βασικούς συνένοχους σε όλα αυτά είναι και η τράπεζα που δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας νόμιμος τοκογλύφος και έχει μερίδιο ευθύνης για το μεγάλο πλιάτσικο που γίνεται σε βάρος της εργασίας των ανθρώπων.
Λαμβάνοντας υπόψιν λοιπόν τα παραπάνω καταλαβαίνουμε τον Μακί στην «Οπερέτα της Πεντάρας» του Μπρέχτ όταν ρωτά: «Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυση μιας τράπεζας;». Αλλά ίσως και εμένα που θέλοντας να αντισταθώ σε ατομικό επίπεδο (γιατί σε μαζικό όσοι με ξέρουν προσωπικά γνωρίζουν πως έχω συμμετάσχει όσο περισσότερο μπορούσα) στο μελλοντικό μου ζυγό, να ορίσω εγώ τις συνθήκες και την ποιότητα διαβίωσης μου, να ασκήσω έμπρακτα την άρνησή μου να «εργαστώ» αλλά και να παίξω τον ρόλο μιας ακόμα παραγωγικής μονάδας, ένας ακόμη τροχός της άμαξας, θέλοντας να επιτεθώ σε αυτό το τερατούργημα που ονομάζεται τράπεζα (μην έχοντας καμμιά ψευδαίσθηση πως θα επιφέρω σημαντικά πλήγματα σε αυτό το οικονομικό οικοδόμημα), επιλέγοντας να χαραξω μια αξιοπρεπή διαδρομή μέσα στην ζωή αποφάσισα να ληστέψω μια τράπεζα. Πράξη που τη θεωρώ ανάμεσα σε πολλές άλλες άκρως επαναστατική και διεκδικεί επάξια τον δικό της χώρο μέσα σε αυτές.
Έχοντας οδηγό μου την ειλικρίνεια πρέπει να πω πως τα χρήματα που θα αποκτούσα απο τη ληστεία θα είχαν τελικό αποδέκτη τους εμένα. Όμως ταυτόχρονα σαν αναρχικός και άτομο που θέλει να δείχνει έμπρακτα την αλληλεγγύη του θα ήμουνα απο τους πρώτους και θα χαιρόμουν να βοηθήσω να καλυφθούν χρηματικές ανάγκες που μπορεί να προέκυπταν μέσα σε αυτό το χώρο που ανήκω. Κλείνοντας θέλω να τονίσω πως σε καμμία περίπτωση με τα γραφόμενα μου δεν υποστηρίζω ότι όποιος είναι αναρχικός πρέπει να είναι ληστής ή ότι όσοι εργάζονται είναι υποδουλωμένοι. Όλα τα παραπάνω εκφράζουν και ορίζουν εμένα και δεν αποτελούν κανόνα για κανέναν.
Ξεκινώντας να αφηγηθώ γεγονότα, παίρνω ως αφετηρία την σκηνή όπου είμαι τραυματισμένος κάτω στην άσφαλτο απο τα πυρα των μπάτσων και πλέον αναγκαστικά αφήνομαι στην «ζεστή» αγκαλία του κράτους. Το καλωσόρισμα είναι τουλάχιστον εντυπωσιακό σαν εικόνα όπως θα είδαν οι περισσότεροι, αλλά και παραδειγματικό για αυτούς που σκέφτονται να δράσουν με παρόμοιο τρόπο.
Μια αγέλη κυνηγών με μπλέ στολές, εγώ περιτριγυρισμένος στον ρόλο του πληγωμένου θηράματος, να δέχομαι φιλικές κλωτσιές που εκ των υστέρων έμαθα ότι ήταν στα πλαίσια του αφοπλισμού μου αλλά και κουβέντες του στυλ «σας γαμήσαμε ρε!» ή «είσαι μάγκας τώρα ρε πούστη;!» και άλλα τέτοια γενναιόψυχα σχόλια. Οι χειροπέδες πισθάγκωνα παρά το γεγονός ότι δεν μπορούσα να κουνηθώ ή να ανασάνω έχοντας σφαίρες στα πνευμόνια, στο συκώτι και τον αγκώνα, απλά συμπληρώνουν το όλο σκηνικό. Αυτά τα αναφέρω χωρίς κανένα ίχνος πίκρας, παραπόνου ή απογοήτευσης γιατί έτσι και αλλοιώς δεν περίμενα τίποτα λιγότερο απο τους εχθρούς μου στην περίπτωση που θα έπεφτα στα χέρια τους. Ούτως ή άλλως παρόμοιες συμπεριφορές έχουν επιδείξει σε λιγότερο «επικίνδυνους» κακοποιούς, και ενδεικτικά θα επαναφέρω εικόνες, όπως οι συλλήψεις διαδηλωτών, μεταναστών, ή σε πογκρόμ σε καταυλισμούς τσιγγάνων και πολλά άλλα. Τα αναφέρω όμως γιατι κατα ένα τραγικό και παράλογο τρόπο αυτοί είναι που στη δίκη μου θα έρθουν ώς υπερασπιστές και τιμητές της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας ενώ εγώ θα έχω το ρόλο του ανήθικου, του σκληρού, βίαιου και στυγνού εγκληματία.
Στο διάστημα κράτησής μου στο ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ Αθηνων, βίωσα στην κυριολεξία τι σημαίνει καταστρατήγηση κάθε ανθρώπινου δικαιώματος σαν συλληφθέντας και αργότερα ως κρατούμενος. Από την αρχή φάνηκαν σημάδια για το ποιά θα ήταν η αντιμετώπισή τους απέναντί μου, όταν στο πρώτο επισκεπτήριο απο τους γονείς μου στην Μ.Ε.Θ. (Μονάδα Εντατικής Θεραπείας) και ενώ υπάρχει αυστηρός κανόνας για περιορισμένο αριθμό επισκεπτών, ακόμα και αν αυτό είναι για συγγενείς, εισβάλλει μαζί τους ένας πάνοπλος αστυνομικός και ακροβολίζεται σε μια γωνία με αποτέλεσμα να ισοπεδωθεί κάθε έννοια προσωπικών στιγμών. Γιατί έτσι και αλλοιώς απο τα φάρμακα ούτε το στόμα μου δεν μπορούσα να ανοίξω, πόσο μάλλον να κάνω συζήτηση. Στη συνέχεια, σε ανύποπτη χρονική στιγμή, μέσα σε μια νεφελώδη ατμόσφαιρα απο την βαριά φαρμακευτική αγωγή που ακολουθούσα λόγω των πόνων που είχα απο τα τραύματα, και κολυμπώντας σε διάφορα σωληνάκια που βγαίναν απο το σώμα μου, αντιλαμβάνομαι ότι πλέον έχει εγκατασταθεί μόνιμα ένας φρουρός μέσα στο δωμάτιο ακριβώς δίπλα μου. Γεγονός που με εκνευρίζει και δεν με αφήνει να ξεκουραστώ και το οποίο το ανακοινώνω. Παραδόξως βγαίνει απο το δωμάτιο και στέκεται ακριβώς έξω απο αυτό. Φυσικά όταν ήρθαν οι γιατροί και ο διευθυντής της ΜΕΘ να με εξετάσουν, ανέφερα αυτό το περιστατικό και πραγματικά έκπληκτοι και σαφώς εκνευρισμένοι έδιωξαν τον μπάτσο απορώντας για το ποιός τον είχε αφήσει να μπεί.
Εδώ πραγματικά αξίζουν ένα μεγάλο ευχαριστώ απο πλευράς μου όλοι αυτοί που ασχολήθηκαν μαζί μου απο τους γιατρούς μέχρι τις νοσηλεύτριες/νοσηλευτές, που ασχέτως των πολιτικών τους πεποιθήσεων με φρόντισαν όσο καλύτερα γινόταν, ενώ και κάποιοι απο αυτούς αντιστάθηκαν όσο μπορούσαν στις διάφορες πιέσεις που δέχτηκαν απο τις διωκτικές αρχές, είτε για την φρούρησή μου είτε για τη μεταφορά μου και έξοδό μου από τη ΜΕΘ.
Την τρίτη ή τέταρτη μέρα νοσηλείας μου πληροφορούμαι ότι πρός το απόγευμα θα έρθει να με δεί ο εισαγγελέας Διώτης. Ομολογώ ότι στην αρχή προβληματίστηκα για το αν στην κατάσταση που βρισκόμουν θα μπορούσα να τον αντιμετωπίσω, αλλά ο διευθυντής της ΜΕΘ με διαβεβαίωσε ότι θα ήταν δίπλα μου κατά την διάρκεια της ανάκρισης και μου γνωστοποίησε ότι είχα το δικαίωμα λόγω της κατάστασής μου να διακόψω την διαδικασία οποιαδήποτε στιγμή, πράγμα που εγώ δεν ήξερα. Έτσι έγινε τελικά, ήρθε ο Διώτης μαζί με κάποιον «διευθυντή» ασφαλείας και άλλο ένα ατομο που δεν θυμάμαι ποιά ήταν ακριβώς η αρμοδιότητα του, μάλλον όμως ήταν ο ανακριτής και αφού άφησε τον καθένα να μου μιλήσει 1-2 λεπτά, έκανα νόημα στον γιατρό μου ότι θέλω να αποχωρήσουν. Φεύγοντας ο Διώτης μου είπε πως ούτως ή άλλως θα βρούν ποιοί ήταν μαζί μου και πως το να μιλήσω τώρα και να τους βοηθήσω απλώς θα ελαφρύνει τη θέση μου. Φυσικά οι κουβέντες του έπεσαν στο κενό. Τη δεύτερη φορά που ήρθε μου δόθηκε η ευκαιρία να καταλάβω ποιός πραγματικά είναι ο κ. Διώτης όταν σε μια στιχομυθία με τον διευθυντή της ΜΕΘ του ξέφυγε μια φράση ομολογουμένως περίεργη. Αφού έχει τελειώσει ένα μονόλογο του και μου παραδίδει το ένταλμα σύλληψης μου και τις κατηγορίες που μου αποδίδονται, μου ζητά να υπογράψω. Ο γιατρός όμως του λέει πως είμαι ανίκανος για κάτι τέτοιο και τον παρακαλεί να φύγει γιατί είχαν αρχίσει οι δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν. Και τότε ο κ. Διώτης πρός έκπληξη και των δύο μας απαντά: «Σαφώς και σέβομαι την κατάσταση του παιδιού και δεν σκοπεύω να τον ταλαιπωρήσω άλλο, γιατι αν ήθελα θα μπορούσα να του τραβήξω λίγο τα σωληνάκια και του πάω την πίεση στο 50». Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα τι θα γινόταν μες στο δωμάτιο αν οι γιατροί δεν ήταν άνθρωποι με σθένος και αξίες, αλλά απλά υποχείρια του. Σίγουρα θα ανακάλυπτα τις «περίφημες» μεθόδους ανάκρισης του εισαγγελέα Διώτη που έχει εφαρμόσει και στο παρελθόν.
Μετά απο αυτό το περιστατικό οι συνθήκες κράτησης πραγματικά επιδεινώθηκαν. Μέσα στη ΜΕΘ εγκαταστάθηκαν μόνιμα δύο ένοπλοι φρουροί, ασκήθηκαν πιέσεις στην διεύθυνση για να βγώ απο εκεί νωρίτερα και το πέτυχαν, με μετέφεραν σε ένα ειδικά διαμορφωμένο δωμάτιο στην Οφθαλμιατρική κλινική με τη δικαιολογία της καλύτερης φρούρησής μου. Μέσα στο νέο χώρο που κοιμόμουν είχα δίπλα μου δύο ασφαλίτες, άλλους δύο μόνιμα έξω απο την ανοιχτή πόρτα, ένας τύπος ανα μισή ώρα μπαινόβγαινε σαν τον τσολιά για έλεγχο, στον προθάλαμο του δωματίου 5-6 ακόμα μπάτσοι και έξω στο διάδρομο άγνωστος αριθμός ατόμων.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών ποιό ήταν; Να είμαι 3-4 μέρες άϋπνος μιας και είχε μετατραπεί ο χώρος σε χαύρα Ιουδαίων, ενώ εγώ ένοιωθα αξιοθέατο, αφού ο κάθε τυχάρπαστος μπάτσος έμπαινε μέσα και με περιεργαζόταν εν μέσω κουβεντούλας στο κινητό του ή με τους συναδέλφους του. Να έχουν φτάσει τα νεύρα μου σε οριακές καταστάσεις και όταν διαμαρτύρομαι στον υπεύθυνο ασφαλείας να μου απαντά ότι τώρα πια είμαι κρατούμενος και αυτοί θα κρίνουν πως πρέπει να φρουρούμαι και ότι με προστατεύουν απο το να κάνω κακό στον εαυτό μου, εννοώντας, αν είναι δυνατόν, ότι με πρόσεχαν να μην αυτοκτονήσω. Να εκτυλίσσονται σκηνές απείρου κάλλους, με εμένα ακόμα κατάκοιτο να κάνω τις φυσικές μου ανάγκες μπροστά τους και αυτοί ατάραχοι να παρακολουθούν και πόσα άλλα παρόμοια περιστατικά. Όπως το δέσιμο των χεριών μου στο κρεβάτι της ΜΕΘ πάλι με τη δικαιολογία της αποτροπής αυτοκτονίας ή την απόπειρα απαγωγής μου απο την Οφθαλμιατρική και μεταγωγή μου στο νοσοκομείο Κορυδαλλού, έχοντας ακόμη τα ράμματα στις χειρουργικές τομές, ισχυριζόμενοι ψευδώς ότι πήραν την άδεια των γιατρών? όμως τελικά πρόσκαιρα απετράπη μετά απο ειδοποίηση των γιατρών απο την οικογένεια μου.
Μοναδικό σκοπό πιστεύω όλα αυτά είχαν να με ταπεινώσουν, να χάσω κάθε ίχνος αυτοεκτίμησης και γενικώς να εμπεδώσω το γεγονός ότι πλέον ήμουν στα χέρια τους αιχμάλωτος και δεν είχα πια κανένα δικαίωμα. Καταστάσεις που με οδηγούσαν να σκέφτομαι το νοσοκομείο και τις φυλακές Κορυδαλλού ως παραδείσους ψυχικής και νοητικής ηρεμίας.
Στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι να μεταβώ στις φυλακές Κορυδαλλού, είδαμε όλοι μας πιστεύω μια ενορχηστρωμένη προσπάθεια των διωκτικών αρχών να κατασκευάσουν ενόχους με μοναδικές ενδείξεις ότι ανήκουν στο φιλικό μου περιβάλλον αλλά και στον αναρχικό χώρο. Είμαι σίγουρος πια ότι το χορό των προσαγωγών-απαγωγών, της δημοσιοποίησης ονομάτων και έκδόσεων ενταλμάτων, το ξεκίνησε η εύρεση κάποιων προσωπικών φωτογραφιών μου, κλήσεις από ή στο κινητό μου ή οποιοδήποτε έγγραφο που αποδείκνυε την φιλική σχέση που είχα με αυτά τα άτομα. Θέλω να εκφράσω την αλληλεγγύη μου σε όλους αυτούς.
Σύμφωνα με τα αστυνομικά και δημοσιογραφικά σενάρια απαρτίζουμε μια άγνωστη τουλάχιστον σε εμένα «συμμορία με τα μαύρα» όπου την αποτελούν 10-15 άτομα, αντιεξουσιαστές και αναρχικοί (αφήνονται έτσι ενδεχόμενα εμπλοκής και άλλων ατόμων), η οποία συμμορία έχει διαπράξει άλλες έξι ληστείες τραπεζών, πηγαίνει διακοπές σε πανάκριβα θέρετρα, έχει σχέσεις με τον Πάσσαρη και πολλά άλλα. Όσον αφορά τα χρήματα που είχαν μαζευτεί απο διαφόρους συντρόφους για ανάγκες του αναρχικού χώρου και τα είχα σε θυρίδα, βαφτίστηκαν προϊόν ληστειών.
Με αυτά και με αυτά όμως κατέληξα να απολογούμαι στον ανακριτή για συνολικά εφτά ληστείες, για απόπειρες ανθρωποκτονίας, για ξέπλυμα χρήματος και να τα συνοδεύει όλα αυτά ο αντι-τρομοκρατικός νόμος.
Το ότι το κράτος και τα σκυλιά του χρόνια τώρα έχουν πάγια τακτική να σπιλώνουν πρόσωπα, να διογκώνουν δικογραφίες, να κατασκευάζουν ενόχους, να οργανώνουν δίκες παρωδίες και γενικώς με κάθε είδους μεθοδεύσεις να επιδεικνύουν μίσος και εκδικητικότητα σε όσους αντιστέκονται είναι γνωστό. Ένα ερώτημα προκύπτει όμως λαμβάνοντας σοβαρά υπόψην μας όλα τα παραπάνω. Τι αντιμετώπιση και ποιές μεθόδους θα εφαρμόσει πάνω τους το κράτος σε περίπτωση που συλληφθούν ή παρουσιαστούν αυτοβούλως οι τρείς σύντροφοι, ώστε να αποσπάσει μια ομολογία τους για να τους παραπέμψει σε δίκη αλλά και πώς τελικά θα διασφαλιστεί μια «δίκαιη δίκη» για όποιον φτάσει σε αυτή τη διαδικασία;
Τελειώνοντας ένα έχω να πώ σε όλους αυτούς που σχεδιάζουν την φυσική, ηθική και πολιτική εξόντωση μας και να το βάλουν καλά στο μυαλό τους: Όσα βρώμικα και ανήθικα μέσα και να χρησιμοποιήσουν, όσο και να μας κυνηγήσουν και να μας φυλακίσουν, ποτέ δεν πρόκειται να μας εξουθενώσουν και να μας δαμάσουν. Γιατί το ΔΙΚΙΟ ΤΟ ΕΧΟΥΝ ΟΙ ΕΞΕΓΕΡΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΟΧΙ ΟΙ ΡΟΥΦΙΑΝΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΕΝΟΙ.
Επίσης θέλω να πώ και ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όσους επέλεξαν, επιλέγουν ή θα επιλέξουν να σταθούν αλληλλέγγυοι στο πρόσωπο μου, με οποιοδήποτε τρόπο, παρόλο που απο την φύση της η υπόθεσή μου είναι, θεωρώ, αρκετά δύσκολη.
Με αγωνιστικούς χαιρετισμούς,
Γιάννης Δημητράκης
Φυλακές Κορυδαλλού
5 Ιούνη ’06