Η παρέμβαση του Ράμι Συριανού στην εκδήλωση στην ΑΣΟΕΕ ενάντια στις ειδικές συνθήκες

Αυτή τη στιγμή βλέπουμε να εκτυλίσσεται η πιο εκτεταμένη και μεθοδική προσπάθεια αναδιάρθρωσης του συνόλου της κοινωνικής πραγματικότητας στον ελλαδικό χώρο μετά από την επταετία της χούντας. Η χρήση της χουντικής επταετίας ως ιστορικό ορόσημο δεν είναι τυχαία. Σε άμεση αναλογία με το σήμερα, η χούντα του 1967 αυτοπαρουσιαζόταν εξαρχής ως μια πρόσκαιρη εξαίρεση, η οποία νομιμοποιούταν από τους διαμορφωτές της από την αποκαλούμενη κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην οποία βρισκόταν η χώρα. Η χούντα των συνταγματαρχών, σε πλήρη αντίθεση με τις ερμηνείες της κυρίαρχης ιστοριογραφίας, δεν αποτέλεσε μια ανορθολογική ιστορική ασυνέχεια, αλλά κομμάτι μιας διαδικασίας που βρίσκεται σε κίνηση από τη λήξη του 2ου παγκόσμιου πολέμου και συνεχίζεται ως σήμερα. Μια διαδικασία που καθορίζεται από τον ταξικό πόλεμο, από τις αντιστάσεις και τις υπερβάσεις των εκμεταλλευόμενων από τη μια και τη διαρκή ανάγκη  της κυριαρχίας για κάμψη των αντιστάσεων αυτών και τη διάνοιξη νέων πεδίων συσσώρευσης από την άλλη.

Η επταετία λοιπόν, αποτέλεσε μια ιστορική συμπύκνωση, μια κατάσταση εξαίρεσης που ήταν αναγκαία για την επιβολή της τάξης δια πυρός και σιδήρου έπειτα από μια περίοδο έντονων κοινωνικών αναταραχών και ταυτόχρονα απαραίτητος εγγυητής της μεταπολεμικής καπιταλιστικής συσσώρευσης.

Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε ακόμη μια τέτοια ιστορική συμπύκνωση, της οποίας όμως το εύρος και το βάθος, που εκτείνονται σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι πολύ μεγαλύτερα. Αν και η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, δεν μπορούμε να μην διακρίνουμε κάποιες αναλογίες. Αναλογίες που απορρέουν όχι από κάποια μεταφυσική ιστορική κυκλικότητα, αλλά από τις συνθήκες και τη διαρκή ανάγκη του καπιταλιστικού- κρατικού συμπλέγματος για την ανάπτυξη και αναπαραγωγή του.

Τοποθετημένα μέσα σε ένα πλαίσιο το οποίο μένει το ίδιο, τον καπιταλισμό, αλλαγμένα μόνο ως προς κάποιες ιδιαιτερότητες που υπαγορεύονται από την εποχή, τα εργαλεία που διαθέτει η κυριαρχία μένουν στην ουσία τους ίδια. Έτσι γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρη η τάση σε παγκόσμιο επίπεδο προς φαινομενικά προγενέστερα μοτίβα: συγκεντρωτισμός και ολοκληρωτικοποίηση της εξουσίας, υπερενίσχυση των κατασταλτικών μηχανισμών και στρατιωτικοποίηση της δημόσιας σφαίρας, εκμηδένιση της ταξικής κινητικότητας, εθνικοποίηση του κεφαλαίου, ιμπεριαλισμός και διακρατικοί ανταγωνισμοί. Κάποιος θα μπορούσε να πει πως οι αρχές αυτού του αιώνα μοιάζουν όλο και περισσότερο με τις αρχές του προηγούμενου.

Οι συγκεκριμένες αυτές διαφαινόμενες τάσεις δεν εκπορεύονται από κάποια μεταφυσική “κακόβουλη” θέληση του συστήματος για ολοκληρωτισμό, αλλά ως απαντήσεις στις ανάγκες που προκύπτουν από τις ίδιες τις συνθήκες που αυτό παράγει. Ειδικά σήμερα αποτελούν επιμέρους κομμάτια ενός πολιτικού σχεδιασμού του οποίου το διακύβευμα είναι η ίδια η επιβίωση και διαιώνιση του καπιταλιστικού συστήματος.

Μπορεί σε μεγάλο βαθμό εμείς να τοποθετούμε τις απαρχές της συγκεκριμένης κατάστασης που βιώνουμε στο ξέσπασμα της κρίσης, όμως στην πραγματικότητα είναι μια συνεχής διαδικασία που εξελίσσεται καθ’ όλη τη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών και απλώς υπερεπιταχύνθηκε εν όψει της οικονομικής ύφεσης.

Γενικά, οι περιοδικές κρίσεις του καπιταλισμού έχουν μια διττή φύση. Αποτελούν το μεγαλύτερο κίνδυνο για το σύστημα και ταυτόχρονα από τις μεγαλύτερες ευκαιρίες για νέα συσσώρευση. Το ξέσπασμα της κάθε κρίσης και κυρίως των βαθιών κρίσεων, όπως είναι η τωρινή, θα επιφέρουν πάντα μια καθολική δυσλειτουργία στην αναπαραγωγή του συστήματος, αυξάνοντας την κοινωνική εντροπία, κυοφορώντας δυνάμει επαναστατικές δυναμικές. Ταυτόχρονα, όμως, η επιτυχημένη διαχείριση της κρίσης, η απορρόφηση δηλαδή των κοινωνικών κραδασμών και η μετατροπή της έτσι σε ελεγχόμενη, ενισχύει το καθεστωτικό οικοδόμημα στο σύνολό του, ανοίγοντας ταυτόχρονα νέα πεδία εκμετάλλευσης και κερδοφορίας. Η μετάβαση από το ένα στάδιο στο άλλο φυσικά δεν μπορεί να είναι ομαλή και σίγουρα δεν μπορεί να γίνει με ειρηνικούς όρους. Δεν μπορεί, δηλαδή, να γίνει χωρίς ακραία καταστολή, κρατική τρομοκρατία, εθνικιστική προπαγάνδα, νομιμότητα και τάξη στις πιο δολοφονικές μορφές τους.

Σήμερα μπορούμε να διακρίνουμε πως έχει εφαρμοστεί με σχετική επιτυχία μια διαδικασία μετατροπής της συστημικής κρίσης σε ελεγχόμενη, διαδικασία όμως που δεν είναι ούτε συνολική, ούτε ολοκληρωμένη.

Είναι στα πλαίσια αυτής ακριβώς της διαδικασίας που μορφοποιούνται και αναπτύσσονται οι επιμέρους κινήσεις του κράτους και του κεφαλαίου. Είναι βάση αυτής της συνθήκης που βλέπουμε τους κατασταλτικούς μηχανισμούς να γιγαντώνονται, τη στόχευσή τους να διευρύνεται, τη λειτουργία τους να σκληραίνει. Είναι στο πλαίσιο αυτό που οι επιμέρους εξαιρέσεις γενικεύονται, το καθεστώς έκτακτης ανάγκης επιβάλλεται επίσημα και ανεπίσημα.

Αν και το καθεστώς έκτακτης ανάγκης, στο οποίο de facto έχει αυτοπεριέλθει το κράτος, συνδέεται τις περισσότερες φορές με το πεδίο του ελέγχου και της καταστολής, στην πραγματικότητα είναι κάτι πολύ περισσότερο. Η κήρυξη της κατάστασης έκτακτης ανάγκης αποτελεί επί της ουσίας το σάλπισμα μια κατάστασης πολιορκίας για το σύστημα, μιας εσωτερικής πολιορκίας, που επιτρέπει και νομιμοποιεί τη φυσική εξόντωση όχι μόνο των πολιτικών αντιπάλων του καθεστώτος, αλλά και ολόκληρων κοινωνικών υποσυνόλων, που για οποιονδήποτε λόγο ορίζεται ότι δεν μπορούν να ενσωματωθούν ομαλά στην παραγωγική διαδικασία.

Η ίδια η ιστορία της κατάστασης εξαίρεσης και του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, όπως έχει εμφανιστεί ιστορικά τα τελευταία 100 χρόνια και όπως τη βιώνουμε εμείς σήμερα, αποτελεί επί της ουσίας την ιστορία του ολοκληρωτισμού στη σύγχρονη μορφή του. Την τάση δηλαδή για πλήρη οικονομική και πολιτική ενοποίηση του κεφαλαίου, όταν σε τόπους και περιόδους η ανάπτυξη και αναπαραγωγή του συστήματος έχει φτάσει σε τέτοιο οριακό επίπεδο που η διαδικασία για το ξεπέρασμα των ορίων αυτών δεν μπορεί παρά να επιφέρει σοβαρούς κοινωνικούς κραδασμούς.

Σήμερα είναι αδιαμφισβήτητο πως το εύρος και το βάθος των επιχειρούμενων σχεδιασμών της κυριαρχίας έχει επιφέρει μια καθολική αποσταθεροποίηση του κοινωνικού καθεστώτος. Ο κοινωνικός ιστός έχει κατακερματιστεί, οι παραδοσιακοί μηχανισμοί κατασκευής συναίνεσης έχουν καταρρεύσει, η ένταση υποβόσκει συνεχώς σε κάθε πτυχή της κοινωνικής πραγματικότητας. Η εξουσία δεν μπορεί πλέον να προσφέρει καμιά εξασφάλιση, ούτε καν φαντασιακή, καθώς η ίδια η πραγματικότητα του ταξικού πολέμου καθιστά κάτι τέτοιο αδύνατο.

Καθώς η διαδικασία για τη δημιουργία νέων όρων συσσώρευσης προχωρά μέσω της λεηλασίας ολοένα και ευρύτερων κοινωνικών ομάδων, δημιουργείται ένα διαρκώς αυξανόμενο φτωχοποιημένο σύνολο, το οποίο αφού είναι μερικά ή ολικά αποκλεισμένο από την παραγωγική διαδικασία και ως εκ τούτου δυσλειτουργικό γι αυτήν, ορίζεται ως πλεονάζων και δυνητικά επικίνδυνο. Χωρίς δυνατότητα ανακύκλωσης στους μηχανισμούς αναπαραγωγής του συστήματος, αυτό το οποίο μένει για τη διαχείριση του πληθυσμού αυτού είναι αρχικά η τοποθέτησή του σε μια κατάσταση εξαίρεσης, η ποινικοποίησή του και τελικά η διαχείρισή του με αστυνομικο-στρατιωτικούς όρους. Αυτό δηλαδή που αρχικά εφαρμόστηκε ως mondus operandi απέναντι στους πολιτικούς αντιπάλους του καθεστώτος κι έπειτα απέναντι στους μετανάστες, στο πλαίσιο μιας επιμέρους, ειδικής κατάστασης εξαίρεσης κάθε φορά, γενικεύεται σταδιακά για να καθιερωθεί ως ο κανόνας κοινωνικής διαχείρισης.

Ταυτόχρονα, όμως, αυτό που ορίζεται ως καθεστώς έκτακτης ανάγκης σηματοδοτεί και κάτι επιπλέον. Σηματοδοτεί την εξάλειψη ή έστω την υπερσυρρίκνωση των διαύλων διαμεσολάβησης ανάμεσα στα διάφορα κοινωνικά υποσύνολα και τα εκάστοτε κέντρα εξουσίας. Αν δημιουργείται η εντύπωση πως το κράτος αδιαφορεί για το πολιτικό κόστος των επιμέρους σχεδιασμών του, είναι ακριβώς λόγω αυτού του γεγονότος. Του γεγονότος, δηλαδή, ότι επί της ουσίας η εξουσία έχει σηκωθεί από το τραπέζι του διαλόγου.

Οι εκάστοτε σχεδιασμοί εφαρμόζονται πλέον με μοναδικό γνώμονα το μέγιστο αυτό επίπεδο αποσταθεροποίησης που θα επιφέρουν και το κατά πόσο αυτό μπορεί να είναι απορροφήσιμο και διαχειρίσιμο.  Ουσιαστικά η ίδια η έννοια του πολιτικού κόστους, με τον τρόπο που τη συνυπολογίζαμε μέχρι πρότινος, έχει πάψει να υφίσταται. Έχει μετασχηματιστεί σε τέτοιο βαθμό, η κλίμακά του έχει εκτοξευθεί τόσο, που δημιουργείται η εντύπωση πως μόνο δυνάμει εξεγερσιακές καταστάσεις λαμβάνονται υπ’ όψη από την εξουσία.

Η συνολικότερη αυτή κίνηση, ο ολοένα και βαθύτερος διαχωρισμός των κέντρων εξουσίας από τα διάφορα κοινωνικά υποσύνολα, αφήνει ένα κενό. Ένα κενό, καταρχήν, στους μηχανισμούς κατασκευής συναίνεσης, μια απειλή για τη συνοχή και την ομαλότητα του κοινωνικού καθεστώτος. Το καπιταλιστικό- κρατικό σύμπλεγμα στην προδιαγραφόμενη πορεία του προς την απολυταρχία, προς έναν νέου τύπου ολοκληρωτισμό, δεν μπορεί παρά να ορίζει και να αντιμετωπίζει πλέον το σύνολο σχεδόν της κοινωνίας ως έναν δυνάμει εσωτερικό εχθρό. Καθώς όμως η διατήρηση της κοινωνικής συνοχής με όρους καταστολής και μόνο είναι κάτι ανέφικτο, κι αυτό είναι κάτι που κάθε εξουσία γνωρίζει πολύ καλά, πρέπει να δημιουργηθεί μια ιδεολογική βάση, ένας μηχανισμός κατασκευής συναίνεσης που να είναι συμβατός με τις παρούσες συνθήκες.

Αυτό το κενό έρχεται να καλύψει η εφαρμογή των δογμάτων “Νόμος και Τάξη” και ”Μηδενική Ανοχή”. Αν η εγκαθίδρυση του καθεστώτος έκτακτης καθορίζει το συγκεντρωτισμό, την εκτράχυνση και εν τέλει την ολοκληρωτικοποίηση του κράτους, τους όρους δηλαδή με τους οποίους καθορίζονται οι κινήσεις της εξουσίας, συμπεριλαμβανομένων και των κατασταλτικών σχεδιασμών, το ιδεολόγημα της νομιμότητας όπως αυτό προωθείται, είναι αυτό μέσω του οποίου επιχειρείται η συναίνεση, η νομιμοποίηση -κι αν αυτό είναι δυνατόν- η συνενοχή στους σχεδιασμούς αυτούς.

Το δίπτυχο νόμος και τάξη, μαζί με τα δόγματα – υποπροϊόντα, όπως αυτό της «μηδενικής ανοχής», είναι ένα θέμα που σταθερά μπαίνει στις πολιτικές ατζέντες κυβερνήσεων ανά τον κόσμο σε περιόδους που υπάρχει κάποιου είδους αποσταθεροποίηση στη συνοχή του κοινωνικού καθεστώτος. Οι απαρχές του συγκεκριμένου πολιτικού μοτίβου εντοπίζονται στους κύκλους γύρω από τον Reagan στα τέλη της δεκαετίας του ’60 στις ΗΠΑ, σε μια περίοδο δηλαδή έντονων κοινωνικών αναταραχών, κινηματικής έξαρσης και ταυτόχρονα καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Γενικότερα, παρ όλες τις διαφοροποιήσεις στις κατά τόπους εφαρμογές τους, τα δόγματα της νομιμότητας έχουν πάντα ως κοινό παρονομαστή από τη μια την ποινικοποίηση της φτώχειας και της εξαθλίωσης και από την άλλη την προσπάθεια για επαναρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων στη βάση της ασφάλειας, ενώ ταυτόχρονα πάντα συνοδεύονται από αύξηση των κεφαλαίων που ρέουν προς τους μηχανισμούς της αστυνομίας, τη γενίκευση της χρήσης ιδιωτικών υπηρεσιών ασφάλειας και υψηλότερα ποσοστά φυλάκισης.

Στο εδώ και τώρα, η εφαρμογή των δογμάτων αυτών δεν μπορεί παρά να ακολουθεί το διεθνές παράδειγμα προσαρμοσμένο, όμως, ταυτόχρονα στις ειδικές απαιτήσεις της συνθήκης. Και αυτό που φαίνεται να αποτελεί, μεταξύ άλλων, προτεραιότητα για την εξουσία αυτή τη στιγμή είναι η αναπλήρωση του νομιμοποιητικού υπόβαθρου που έχει χαθεί από την έναρξη της συστημικής κρίσης.

Καθώς η συστημική κρίση συνεχίζεται και ενόψει της πτώχευσης των έως τώρα αφηγήσεων, η ιδεολογία που προωθεί η κυριαρχία μετασχηματίζεται. Αν μέχρι πρότινος η επίκληση στη δημοκρατία αποτελούσε την ιδεολογική κατοχύρωση του κοινωνικού συμβολαίου με όρους θετικούς (ελευθερία, δικαιώματα, ίσες ευκαιρίες κτλ), οι νέοι ύμνοι της κοινωνικής συνοχής είναι πολεμικοί. Αν κάποιος παρακολουθεί τις δηλώσεις των διάφορων εγκάθετων στα ΜΜΕ τον τελευταίο καιρό, είναι εύκολο να παρατηρήσει πως ακόμη και σε ρητορικό επίπεδο οι επικλήσεις στη δημοκρατία έχουν αρχίσει σταδιακά να εξαφανίζονται από την κυρίαρχη γλώσσα και να αντικαθιστώνται από εμπόλεμου ύφους επικλήσεις. Στο αόριστο πλαίσιο καθολικής απειλής που αναπτύσσεται ρητορικά γύρω από την οικονομική κρίση, οι επικλήσεις στην ανάπτυξη, τις επενδύσεις, την οικονομική σωτήρια, παίρνουν τη μορφή των ενοποιητικών ανώτατων εθνικών στόχων για τους οποίους οι πάντες θα πρέπει να θυσιαστούν. Με το ιδεολόγημα και το φαντασιακό της συμμετοχικότητας στην καπιταλιστική ουτοπία να φαντάζουν πλέον ως μακρινά παραμύθια, αυτό που μένει είναι ο φόβος και ο τρόμος. Η νέα κατασκευή της συναίνεσης δομείται με τη συνεχή απειλή, τα φοβικά σύνδρομα, την ανάγκη αυτοθυσίας και την εχθρότητα προς ό,τι απειλεί την εύρυθμη ανάπτυξη των σχεδιασμών της εξουσίας.

Το ιδεολόγημα της νομιμότητας, λοιπόν, αποτελεί κάτι πολύ περισσότερο από μια ολοκληρωτική εφαρμογή των νόμων. Αποτελεί πρωτίστως το όχημα εμπέδωσης της τάξης με κοινωνικούς όρους, καθώς η αναγόμενη στο άπειρο μηδενική ανοχή στην κάθε παρέκκλιση από αυτό που ορίζεται ως εύρυθμο, δεν αφορά μόνο το κράτος, αλλά και τους πολίτες του. Η εφαρμογή του ξεκινάει από την εμφύσηση της εχθρότητας απέναντι σε πρακτικές, αξίες και κοινωνικά υποσύνολα που χαρακτηρίζονται ως επιβλαβή για την ομαλότητα και την εξυγίανση της κοινωνίας για να φτάσει τελικά στην συναίνεση στην οργανωμένη τρομοκρατία της αστυνομίας, των παρακρατικών ταγμάτων, των δικαστών και των φυλακών. Επί της ουσίας, αυτό που επιχειρείται είναι η δημιουργία μιας νέας ταυτότητας υπηκόου. Ενός υπηκόου που θα έχει εσωτερικεύσει την αναγκαιότητα των εκάστοτε σχεδιασμών της εξουσίας σε τέτοιο βαθμό που όπου αυτό είναι δυνατόν να συμμετέχει και ο ίδιος στην εξασφάλιση της ομαλής εφαρμογής τους.

Είναι σαφές πως υπάρχει μια συνολικότερη κίνηση του κοινωνικού καθεστώτος προς μια απολυταρχική μορφή, έναν ολοκληρωτισμό ο οποίος παρά τη φαινομενικά νεωτεριστική μορφή του είναι το ίδιο, αν όχι περισσότερο, βάρβαρος από τις έως τώρα ιστορικές εκφάνσεις του.

Φυσικά, το να δηλώνεται αυτό που είναι προφανές από κάθε έκφανση της κοινωνικής πραγματικότητας δεν βοηθάει και πολύ αν δεν διαμορφώνει ταυτόχρονα και τη στρατηγική μας.

Η κλιμάκωση της έντασης είναι ένα δίκοπο μαχαίρι, που παρότι μέχρι στιγμής αξιοποιείται από την εξουσία για να επιτυγχάνει τις εκάστοτε στοχεύσεις της εν μέσω της σύγχυσης και του γενικευμένου σοκ, είναι και μια συνθήκη που είναι γεμάτη προοπτικές για τις επαναστατικές δυνάμεις. Πρακτικές, αντιλήψεις και διαδικασίες που μέχρι πρότινος ήταν πολύ δυσκολότερα οικειοποιήσιμες λόγω της παραπλανητικής φαινομενικότητας της κοινωνικής ειρήνης, σήμερα μπορούν να γίνουν κτήμα μεγαλύτερου κομματιού των εκμεταλλευόμενων. Το γενικευμένο καθεστώς έκτακτης ανάγκης είναι η βάση στην οποία το καπιταλιστικό-κρατικό σύμπλεγμα προωθεί απροσχημάτιστα τους σχεδιασμούς του, όμως αποτελεί ταυτόχρονα και δυσλειτουργικό παράγοντα για ένα μεγάλο κομμάτι μηχανισμών αποσυμπίεσης του συστήματος.

Τα μεγάλα συνδικαλιστικά όργανα και ένα μεγάλο μέρος του κομματικού τόξου έχουν πτωχεύσει γιατί ακριβώς, λόγω αυτού του γεγονότος, ακόμα και η ελεεινή αυτή λειτουργία που επιτελούσαν τόσα χρόνια είναι αναποτελεσματική. Η νέα κατασκευή της συναίνεσης φαντάζει τρομακτική ως προς το περιεχόμενό της, όμως έρχεται να κλείσει το κενό που έχει δημιουργηθεί από την κατάρρευση των έως τώρα μηχανισμών κατασκευής της.

Κάθε κίνηση της κυριαρχίας όσο ζοφερή και αν φαντάζει, έρχεται να καλύψει ρωγμές στη συνοχή και τη μακροβιότητά της. Τώρα περισσότερο από ποτέ υπάρχει η ανάγκη και ταυτόχρονα ένα πρόσφορο έδαφος για τη διεύρυνση των ρωγμών αυτών και την ανάπτυξη αυθεντικά ριζοσπαστικών αγώνων. Αγώνων που, αν και μερικοί, θα κυοφορούν μέσα τους την υπέρβαση και την προοπτική της σύνδεσης του με το όλον. Είτε οι επιμέρους αγώνες αφορούν μια  νέα κατασταλτική μεθόδευση, είτε την εναντίωση στους νέους όρους λεηλασίας,, είτε οποιοδήποτε άλλο στιγμιότυπο του κοινωνικού πολέμου, καθώς τοποθετούνται στο ευρύτερο μωσαϊκό της ταξικής σύγκρουσης δημιουργούν ρήγματα στη συνοχή της ήδη εύθραυστης κοινωνικής συνθήκης. Οι εξεγερσιακές ρωγμές πάντα προκύπτουν από το μερικό και το ελάχιστο, τα ξεπερνούν σαν διαδικασία για να κινηθούν προς το όλο, χωρίς απαραίτητα να  το κατακτούν, δομώντας όμως ψηφίδα τη ψηφίδα την πληρότητας της επαναστατικής διαδικασίας.

Είναι σαφές πως στην παρούσα συνθήκη η έλλειψη ενός επαναστατικού κινήματος είναι εκκωφαντική. Είναι επίσης σαφές πως και το αναρχικό κίνημα έχει πολύ δρόμο να διανύσει ώστε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της εποχής, αλλά και του ίδιου του στοιχήματος που διαχρονικά θέτει.

Το γεγονός όμως ότι αναγνωρίζουμε πως χρειάζονται τα πάντα, πως η εποχή είναι κρίσιμη, πως το διακύβευμα είναι μεγάλο, δεν αναιρεί την αδιαμφισβήτητη σημαντικότητα του να μην πελαγώνουμε μπροστά στο μέγεθος των απαιτήσεων, του να δίνουμε τις δυνάμεις μας στην προσπάθεια για την κατάκτηση των μερικών στόχων.

Η ίδια η διαδικασία των αγώνων είναι πολύ σημαντική ενώ η αξία των επιμέρους νικών όπου μπορούμε να τις πετύχουμε είναι ζωτική.

Ψηφίδα στη ψηφίδα…

Έως ότου καταφέρουμε να δώσουμε τη μόνη απάντηση σε αυτή τη διαρκή κατάσταση εξαίρεσης, που δεν μπορεί να είναι άλλη από την πραγμάτωση της πραγματικής εξαίρεσης: τον εμφύλιο ταξικό πόλεμο.

Διήμερο για τις αυτο-οργανωμένες αντιστάσεις μέσα στις φυλακές

Στις 9 και 10 Μαΐου, στην ΑΣΟΕΕ, θα πραγματοποιηθεί διήμερο για τις αυτο-οργανωμένες αντιστάσεις μέσα στις φυλακές. • Παρασκευή 9/5, στις 18.00 Ειδικές συνθήκες κράτησης και φυλακές υψίστης ασφαλείας παρέμβαση από το Δίκτυο Αγωνιστών Κρατουμένων Εισήγηση σχετικά με την πολιτική αντιμετώπιση από το ελληνικό κράτος των πολιτικών προσφύγων από Τουρκία και Κουρδιστάν Συνθήκες κράτησης και εμπειρίες αγώνα από τα κελιά τύπου F (Τουρκία) εισήγηση από την Επιτροπή αλληλεγγύης για τους πολιτικούς κρατούμενους σε Τουρκία και Κουρδιστάν Προβολή: «Ταινία τύπου F» • Σάββατο 10/5, στις 18.00 Παρουσίαση της δομής αγώνα του Δικτύου Αγωνιστών Κρατουμένων Εμπειρίες αγώνα μέσα στις ισπανικές φυλακές από το ’77 και μετά. Βιβλιοπαρουσίαση: “COPEL” (Συντονιστικό Αγωνιζόμενων Κρατουμένων) εισήγηση από πρώην μέλος του COPEL Συζήτηση: Αυτό-οργάνωση και οριζοντιοποίηση των αγώνων μέσα στις φυλακές Προοπτικές δικτύωσης με τους αγώνες εκτός των τειχών Την Κυριακή 11/5, στις 17.00, στο Πολυτεχνείο (Γκίνη) θα πραγματοποιηθεί η πανελλαδική συνέλευση του ταμείου αλληλεγγύης φυλακισμένων και διωκόμενων αγωνιστών. ΝΑ ΓΚΡΕΜΙΣΟΥΜΕ ΤΑ ΚΑΓΚΕΛΑ ΚΑΙ ΤΑ ΤΕΙΧΗ ΟΡΑΤΑ ΚΑΙ ΑΟΡΑΤΑ afisa teliki 100

H παρέμβαση του Τάσου Θεοφίλου στην εκδήλωση στην ΑΣΟΕΕ

Το κείμενο σε pdf

Η αναδιάρθρωση της ποινικής καταστολής και της φυλακής έχει πολλές προεκτάσεις. Μια από αυτές είναι η οικονομική της διάσταση, που μπορεί να μην είναι η κεντρική, όμως η σημασία της δεν πρέπει να υποτιμάται. Στις ΗΠΑ η αντιμετώπιση της καταστολής ως πεδίου κέρδους έχει πάρα πολύ μεγάλες διαστάσεις και το φαινόμενο ονομάζεται φυλακο-βιομηχανικό σύμπλεγμα.

Οι ΗΠΑ έχουν το μεγαλύτερο πληθυσμό φυλακισμένων στον κόσμο μετά την Κίνα. Η φυλάκιση και η καταστολή στις ΗΠΑ δεν έχουν ενδιαφέρον μόνο επειδή παρέχουν το μοντέλο διαχείρισης πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού, που σταδιακά εξάγεται σε άλλες χώρες  όπως η Ελλάδα, αλλά ότι αυτό το μοντέλο πέρα από διαχειριστικό είναι και κερδοφόρο. Οι ΗΠΑ πάντα είχαν ιδιαιτερότητες σε σχέση με το ποινικό τους σύστημα, την τιμώριση και τη φυλάκιση, όμως είναι οι τελευταίες δεκαετίες που αυτά επιβάλλονται με νέους όρους.

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 αντιστοιχούσαν 110 κρατούμενοι ανά 100.000 κατοίκους, δηλαδή ένα ποσοστό της τάξης του 0,1%. Από τότε το ποσοστό αυτό ξεκίνησε να ανεβαίνει για να διπλασιαστεί τη δεκαετία του 1980 και να ξαναδιπλασιαστεί τη δεκαετία του 1990. Το 1998 η αναλογία ήταν 445 ανά 100.000 κάτοικους (ποσοστό 0,45%), ενώ για τους ενήλικες άντρες έφτανε τους 1100 ανά 100.000 (1,1%). Παρατηρείται επίσης και μια ποιοτική αλλαγή της σύνθεσης των κρατουμένων, καθώς οι κρατούμενοι που το 1998 σχετίζονταν με ναρκωτικά έγιναν υπερδιπλάσιοι από το συνολικό αριθμό κρατουμένων το 1978. Από το 1980 μέχρι το 1997 οι κρατούμενοι από 500.000 εκτινάχθηκαν στο 1,8 εκατομμύρια. Μετά την εικοσαετία 1970-1990 χτίσθηκαν περίπου χίλιες φυλακές, ενώ 150 χτίστηκαν μόνο το 1995.

Σήμερα 2.266.832 άτομα, κάτι λιγότερο του 1% του συνολικού πληθυσμού των ΗΠΑ, βρίσκονται στη φυλακή. Ένας στους τριάντα έναν ενήλικες είναι στη φυλακή ή έχει κάποιου είδους περιοριστικούς όρους, οι περισσότεροι για αδικήματα που σχετίζονται με ναρκωτικά.

Το φυλακο-βιομηχανικό σύμπλεγμα και γενικότερα η αυστηροποίηση και η ιδιωτικοποίηση της ποινικής καταστολής, συνδέονται με την οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1970, τη μεταφορά κεφαλαίου σε χώρες του τρίτου κόσμου, τις αλλαγές στις σχέσεις μισθωτής εργασίας- κεφαλαίου σε διεθνή κλίμακα και την ανάπτυξη της διεθνούς οικονομίας των ναρκωτικών. Είναι κατ’ επέκταση συνδεδεμένο με τον “πόλεμο κατά των ναρκωτικών” που διεξάγουν οι ΗΠΑ σε διεθνές και εσωτερικό επίπεδο. Ένας πόλεμος που στηρίχτηκε από το δόγμα Νόμος και Τάξη.

Το πρώτο κύμα μεταφοράς κεφαλαίου παρουσιάστηκε τη δεκαετία του 1970 με εργοστάσια να μεταφέρονται στις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ, όπως η Νότια Καρολίνα, το Τέννεση και η Αλαμπάμα, όπου δεν υπήρχε οργανωμένος συνδικαλισμός και οι μισθοί ήταν χαμηλότεροι. Τη δεκαετία του 1980 με τις κυβερνήσεις Ρέιγκαν και Μπους του πρεσβύτερου, από τη μια η εργατική τάξη δέχθηκε ακόμα μια επίθεση με την επιβολή του νεοφιλελεύθερου μοντέλου, αλλά το κυριότερο με τη μεταφορά των κεφαλαίων σε αγορές με φθηνότερο εργατικό δυναμικό, όπως το Μεξικό, η Βραζιλία και η Ταϊβάν. Αυτοί που δέχτηκαν το χειρότερο πλήγμα ήταν οι Αφροαμερικάνοι κι άλλοι ημι-ειδικευμένοι εργάτες που έχασαν τη θέση τους στη βιομηχανία. Συγχρόνως, μέσα στην οικονομική παρακμή άρχισε να αναδύεται η οικονομία των ναρκωτικών.

Ως αρχή του φυλακοβιομηχανικού συμπλέγματος μπορεί να θεωρηθεί ο Γενάρης του 1973, όταν άρχισε η αυστηροποίηση της νομοθεσίας περί ναρκωτικών. Πλέον όσοι σχετίζονταν με αδικήματα σχετικά με ναρκωτικά αντιμετώπιζαν ποινές από 25ετή κάθειρξη ως και ισόβια χωρίς αναστολή. Από αυτήν την αυστηροποίηση δεν εξαιρέθηκαν ούτε οι ανήλικοι παραβάτες. Έτσι, η κατοχή 120gr ναρκωτικών για προσωπική χρήση ή 60gr για πώληση μπορούσαν πια να επισύρουν ακόμα και την ποινή της ισόβιας κάθειρξης.

Λίγα χρόνια αργότερα ο πρόεδρος Ρέιγκαν κήρυξε τον “πόλεμο κατά των ναρκωτικών” ανοίγοντας ένα διεθνές μέτωπο. Ο “πόλεμος κατά των ναρκωτικών” ήταν από τη μία ένας κυνικός τρόπος για την κυβέρνηση των ΗΠΑ να συγκαλύψει την εμπλοκή της στο διεθνές εμπόριο ναρκωτικών και να αιτιολογήσει την στρατιωτική της εμπλοκή για τον έλεγχο του Τρίτου Κόσμου. Από την άλλη εκτός από την διάσταση της εξωτερικής πολιτικής, εξυπηρετούσε και την πολιτική της ατζέντα στο εσωτερικό. Την επιβολή κατάστασης ηθικού πανικού και την προπαγάνδιση του δόγματος Νόμος και Τάξη.

Το δόγμα Νόμος και Τάξη δεν είναι αφηρημένη έννοια. Είναι μια στοχευμένη και μακροχρόνια σχεδιασμένη πολιτική καμπάνια. Ένας πολιτικός σχεδιασμός κερδοφόρας διαχείρισης και καταστολής των αποκλεισμένων. Το εισηγήθηκε ο Reagan το 1960 ως κυβερνήτης της Καλιφόρνια και ο Nixon το 1968 ως υποψήφιος πρόεδρος των ΗΠΑ. Χρησιμοποιήθηκε για να συντηρητικοποιήσει τη λευκή μεσοαστική κοινωνία και να την ενώσει γύρω από τον φόβο των συμμοριών και των ναρκωτικών ώστε να χτυπήσει εκλογικά και πολιτικά το Δημοκρατικό Κόμμα, κατηγορώντας το ότι είναι επιεικές απέναντι στο έγκλημα και τις ταραχές.

Η πρακτική εφαρμογή του ξεκινάει με την εκλογική νίκη του Ρέιγκαν το 1981 παράλληλα με την κήρυξη του “πολέμου κατά των ναρκωτικών”, που άρχισαν να διορίζονται συντηρητικοί αυστηροί δικαστές μετατρέποντας την ποινική δικαιοσύνη σε ένα υπερόπλο κατά των αποκλεισμένων. Η καμπάνια Νόμος και Τάξη είναι η πρώτη συντεταγμένη προσπάθεια να τοποθετηθούν τόσο οι αποκλεισμένοι όσο και τα διάφορα πολιτικά κινήματα που ανθούσαν τις δεκαετίες  60’ και 70’ αγκαλιάζοντας εργάτες, νεολαίας και λούμπεν, κάτω από τον κοινό παρανομαστή της εγκληματικότητας και να γίνουν έτσι πιο εύκολα διαχειρίσιμοι.

Έτσι χάρη στο Δόγμα Νόμος και Τάξη, ο “πόλεμος κατά των ναρκωτικών” σε εσωτερικό- εθνικό επίπεδο έγινε πόλεμος κατά των αποκλεισμένων, κατά βάση φτωχών Αφροαμερικάνων των αστικών κέντρων, αφού οι αστυνομικές επιχειρήσεις στόχευαν στους μικροδιακινητές και τους χρήστες των κοινοτήτων των Μαύρων. Οι συνέπειες ήταν πέρα από την εκτίναξη του πληθυσμού των φυλακών και η διεθνοποίησή του, με ένα 25% να είναι υπό απέλαση μετά την έκτιση της ποινής του, αφού οι συλλήψεις πέρα από τις κοινότητες των Μαύρων γινόταν επίσης και σε βάρος αναλώσιμων χαμηλόβαθμων διακινητών από χώρες τις Λατινικής Αμερικής που προσπαθούσαν να εισάγουν ναρκωτικά στη χώρα.

Καθώς το δόγμα Νόμος και Τάξη βάθαινε την επιβολή του, οι δικαστές άρχισαν να στέλνουν περισσότερο κόσμο στη φυλακή για περισσότερο καιρό. Ο πληθυσμός των κρατουμένων άρχισε να μεγαλώνει. Οι δικαστικές αποφάσεις άρχισαν να έχουν επιπτώσεις στον προϋπολογισμό των πολιτειών, όπου επέτρεπε να συντηρούν τους κρατούμενους και αδυνατούσαν να ανταπεξέλθουν. Εκατοντάδες νόμοι ψηφίζονταν που αυστηροποιούσαν τη νομοθεσία χωρίς να λαμβάνεται μέριμνα για το πώς θα συντηρηθεί αυτός ο πληθυσμός που επηρεαζόταν από την αυστηροποίηση.

Έτσι άρχισε να προωθείται η ιδέα της ιδιωτικοποίησης των φυλακών από τις κυβερνήσεις Ρέιγκαν και Μπους του πρεσβύτερου, στη λογική της ιδιωτικοποίησης των δημόσιων υπηρεσιών. Με την γνωστή επιχειρηματολογία ότι τα κρατικά μονοπώλια είναι δυσλειτουργικά και ζημιογόνα οικονομικά ενώ ο ιδιωτικός τομέας είναι πιο αποτελεσματικός λόγω ανταγωνισμού και μπορεί να παρέχει καλύτερες υπηρεσίες με λιγότερο κόστος. Στη λογική, λοιπόν, της άντλησης κέρδους και από τον τομέα της καταστολής, στα μέσα της δεκαετίας του 1980  άνοιξαν οι πρώτες ιδιωτικές φυλακές. Η κυβέρνηση Κλίντον το προχώρησε ένα βήμα ακόμη ενθαρρύνοντας το Υπουργείο Δικαιοσύνης να τοποθετεί παράνομους μετανάστες και κρατούμενους για ελαφριά αδικήματα σε ιδιωτικές φυλακές με την δικαιολογία ότι ανακουφίζεται  η ομοσπονδιακή αστυνομία από το φόρτο εργασίας. Σήμερα τουλάχιστον 27 πολιτείες έχουν ιδιωτικές φυλακές με 95.000 κρατούμενους περίπου.

Αυτή η αλλαγή, το πέρασμα της φυλακής στον ιδιωτικό τομέα άλλαξε το τοπίο καθώς τα διάφορα λόμπυ που έχουν κέρδος από αυτήν την κατάσταση πιέζουν για αυστηροποίηση της νομοθεσίας ώστε να αυξάνονται οι κρατούμενοι και κατ’ επέκταση τα κέρδη τους. Η αυστηροποίηση δηλαδή της καταστολής έφερε την  “ανάγκη” για ιδιωτικοποίησή της και η ιδιωτικοποίηση με τη σειρά της άνοιξε τον δρόμο για εκ νέου αυστηροποίηση.

Λόμπι

Οι φορείς που έχουν συμφέροντα από το φυλακοβιομηχανικό σύμπλεγμα αποτελούν ένα λόμπι που πιέζει για χάραξη συγκεκριμένης πολιτικής που αυστηροποιεί την νομοθεσία. Παράδειγμα η CCPOA, το σωματείο των σωφρονιστικών υπαλλήλων της Καλιφόρνια, αποτελεί σημαντικό παράγοντα στη διαμόρφωση της ποινικής νομοθεσίας της Πολιτείας. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η CCA (correction corporation of America) και η GEO Group, οι δυο μεγαλύτερες ιδιωτικές εταιρείες των ΗΠΑ, οι οποίες προωθούν την αυστηροποίηση της ποινικής δικαιοσύνης και πολιτικές που στοχεύουν στη συνέχιση του “πολέμου κατά των ναρκωτικών”.

Αυτές οι επιχειρήσεις ξοδεύουν μεγάλη χρηματικά ποσά προς τα λόμπι που επηρεάζουν τη νομοθεσία σε ομοσπονδιακό και πολιτειακό επίπεδο. Η CCA ξόδεψε 17,4 εκατομμύρια δολάρια σε χορηγίες προς τα σχετικά λόμπι από το 2002 ως το 2012, ενώ η GEO Group ξόδεψε 2,5 εκ. δολάρια από το 2004 ως το 2012. Επίσης, η CCA ξόδεψε 1,9 εκ. δολάρια για να υποστηρίξει πολιτικούς που προωθούν την ατζέντα της, ενώ η GEO Group 2,9 εκ. κατά την ίδια περίοδο.

Η CCA ισχυρίζεται ότι οι ιδιωτικές φυλακές είναι ένα μοναδικό επενδυτικό πεδίο με μικρό ανταγωνισμό και σίγουρα κέρδη. Το να φυλακίζεις ανθρώπους για κέρδος είναι ένα σίγουρο στοίχημα καθώς ο αριθμός των φυλακισμένων συνεχώς αυξάνεται και όταν αυξάνονται οι φυλακισμένοι, αυξάνονται και τα κέρδη. Με το να είναι κανείς αυστηρός απέναντι στο έγκλημα, είναι ένας τρόπος να βγάλει κέρδος. Η CCA καταλαβαίνει ότι δεν έχει όφελος από την πτώση της εγκληματικότητας και προειδοποιεί τους επενδυτές ότι ενδεχομένη αποποινικοποίηση δραστηριοτήτων όπως η χρήση μαριχουάνας μπορεί να έχει επιπτώσεις στα έσοδα.

Το φυλακοβιομηχανικό σύμπλεγμα μπορεί να μεγεθύνεται μόνο αν αυξάνονται οι κρατούμενοι, ανεξάρτητα εάν τα ποσοστά της εγκληματικότητας ανεβαίνουν ή πέφτουν. Τις τελευταίες δεκαετίες έχουν ψηφιστεί εκατοντάδες νόμοι που αυστηροποιούν τις ποινές για κακουργήματα και πλημμελήματα, οι οποίοι δεν έφεραν κάποιο αποτέλεσμα στην μείωση της εγκληματικότητας, αλλά προσέφεραν μια τόνωση στην βιομηχανία του εγκλεισμού. Κυριότερο παράδειγμα νομικής υποδομής που εγγυάται ότι ο πληθυσμός των φυλακών  θα αυξάνεται συνεχώς είναι ο three strikes out.

 Ο Three Strikes out είναι ένας δρακόντειος νόμος που εφαρμόστηκε πρώτη φορά στην Ουάσιγκτον το 1993, στην Καλιφόρνια το 1994 και σήμερα εφαρμόζεται σε 26 πολιτείες των ΗΠΑ και προβλέπει πως αν κάποιος καταδικαστεί για τρίτη φορά, ακόμα και αν η τρίτη είναι για πλημμελήματα, θα πρέπει να εκτίσει ποινή από 25 χρόνια ως πραγματική ποινή ισόβιας  χωρίς αναστολή.

Φυσικά δε λείπει και η διάσταση της παραοικονομίας και της διαφθοράς. Το 2009 αποκαλύφθηκε ένα σκάνδαλο. Δύο δικαστές ανηλίκων είχαν στείλει πολλά από τα 500 άτομα που δίκαζαν σε ιδιωτικές φυλακές για ασήμαντα αδικήματα, όπως κλοπές DVD. Όπως αποκαλύφθηκε οι δικαστές αυτοί είχαν πάρει το προηγούμενο διάστημα μίζες ύψους 2,6 εκατομμυρίων δολαρίων από ιδιωτικές φυλακές προκειμένου να τις προμηθεύουν με πελάτες. Για την ιστορία πέσανε στον λάκκο που σκάβανε, αφού καταδικάστηκαν σε 17,5 χρόνια ο ένας και σε 28 ο άλλος.

Ταξικότητα- ρατσισμός

Η ποινική καταστολή, η επιτήρηση, η αστυνόμευση, η φυλάκιση εμφανίζονται ως βάση σε προβλήματα που στην πραγματικότητα είναι κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά.

Ένα εργαλείο για να εμφανιστεί αυτή η λύση ως πειστική είναι η εγκληματοποίηση των χαμηλόβαθμων κοινωνικών και οικονομικών στρωμάτων. Η εγκληματικοποίηση είναι ένα εργαλείο που κάνει εφικτό για την αστυνομία και την δικαιοσύνη να στοχεύουν όχι σε συγκεκριμένες πράξεις, αλλά σε συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες που εγκληματοποιώντας τες δημιουργούν την εικόνα της κοινωνικής απειλής.

Η εγκληματοποίηση συντηρεί το μύθο ότι τα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα είναι προβλήματα ελλιπούς εφαρμογής του νόμου κι ότι μπορούν να λυθούν με την εντονότερη επιτήρηση και φυλάκιση των κοινωνικών ομάδων που στενάζουν κάτω από το ζυγό της οικονομικής εξαθλίωσης και του ρατσισμού.

Εγκαθιδρύοντας την εικόνα του εγκληματία μέσω των μίντια και των κυβερνητικών πολιτικών, το φυλακοβιομηχανικό σύμπλεγμα πετυχαίνει κοινωνικό και φυσικό έλεγχο απέναντι στους ανθρώπους που ορίζονται ως εγκληματίες, τους φτωχούς, τους έγχρωμους, γενικά τους μη πολίτες. Δύο εκατομμύρια άνθρωποι βρίσκονται στη φυλακή και 6,6 είναι συνολικά  φυλακισμένοι ή υπό καθεστώς δικαστικής επιτήρησης. Κράτος και μίντια δημιουργούν την εικόνα ότι σε κάθε γωνία παραμονεύει ένας κίνδυνος ώστε να δικαιολογήσουν την κατασπατάληση δημόσιου χρήματος προκειμένου να καταπιεστεί και να φυλακιστεί ένα μεγάλος μέρος των χαμηλότερων κοινωνικών και οικονομικών στρωμάτων.

Στην πραγματικότητα οι περισσότεροι από τους “εγκληματίες” που κλειδώνονται στη φυλακή είναι φτωχοί που έχουν διαπράξει μη βίαια αδικήματα, όπως κατοχή και μικροδιακίνηση ναρκωτικών. Ενδεικτικά τα βίαια αδικήματα αντιπροσωπεύουν ένα 14% των συνολικών, ενώ οι ανθρωποκτονίες και οι βαριές σωματικές βλάβες δεν είναι καν στα πρώτα δέκα.

Έτσι ο μαζικός εγκλεισμός έχει πάρει στις ΗΠΑ πρωτοφανείς διαστάσεις. Είναι το αντίστοιχο πρόβλημα για την εποχή μ’ αυτό που ήταν η δουλεία στα μέσα του 19 αιώνα. Οι Αφροαμερικάνοι που βρίσκονται υπό τον έλεγχο της ποινικής καταστολή είναι περισσότεροι από ότι οι σκλάβοι.

Το υλικό της βιομηχανίας της καταστολής είναι οι κρατούμενοι. Οι φτωχοί, οι άστεγοι, οι αλκοολικοί, οι μικροδιακινητές ναρκωτικών, οι τοξικομανείς, οι αποκλεισμένοι. Περίπου το 70% είναι αναλφάβητοι. Οι συλλήψεις για ναρκωτικά είναι πενταπλάσιες στους μαύρους από ότι στους λευκούς, παρότι μαύροι και λευκοί κάνουν χρήση ναρκωτικών σε ίδιο επίπεδο. Επιπλέον οι Αφροαμερικάνοι φυλακίζονται σε μεγαλύτερα ποσοστά αναλογικά με τις συλλήψεις τους από ότι οι λευκοί. Ως αποτέλεσμα, πάνω από τους μισούς κρατούμενους είναι οι αφροαμερικάνοι,  περίπου 1 στους 14 μαύρους βρίσκεται στη φυλακή και 1 στους 4 είναι πιθανόν να φυλακιστεί μια φορά στη ζωή του.

Η διαφοροποίηση στην επιβολή ποινών για την κοκαΐνη και το κρακ είναι ενδεικτική του δομικού ρατσισμού της ποινικής δικαιοσύνης στις ΗΠΑ. Περίπου το 90% των συλλήψεων για κρακ είναι μαύροι ενώ το 75% για κανονική κοκαΐνη είναι λευκοί. Η ομοσπονδιακή νομοθεσία χρειάζεται 5 γραμμάρια κρακ για να επιβάλλει μια μίνιμούμ ποινή 5 ετών, ενώ χρειάζεται 500 γραμμάρια κανονικής κόκας για την επιβολή της ίδιας ποινής! Νομοθεσία που δεν άλλαξε ακόμα και μετά από διαπολιτειακή στάση σε ομοσπονδιακές φυλακές με αίτημα την εξισορρόπηση των ποινών.

Η ταξικότητα   της αμερικάνικης δικαιοσύνης γίνεται έτσι εντελώς απροκάλυπτη. Ενδεικτικό είναι ότι ανά τους καταδικασθέντες σε θάνατο, το 95% δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να προσλάβει δικηγόρο. Είναι λοιπόν πιο πιθανό για κάποιον φτωχό να καταλήξει στη φυλακή, γεγονός που επηρεάζει την ταξικής της σύνθεση.

Από τη μια πλευρά η παραβατική οικονομία γίνεται η μόνη λύση των αποκλεισμένων για να επιβιώσουν και από την άλλη εντείνεται η καταστολή που στοχεύει στις οικονομικά και κοινωνικά χαμηλότερες τάξεις. Καθώς το κεϋνσιανικό μοντέλο εγκαταλείπεται η καταστολή και η φυλακή αντικαθιστούν το ρόλο του κοινωνικού κράτους.

Πεδίο κέρδους

Ένας από τους λόγους που νομιμοποιήθηκε κοινωνικά το φυλακοβιομηχανικό σύμπλεγμα στις ΗΠΑ είναι ότι διάφορες απελπισμένες οικονομικά περιοχές της αμερικάνικης υπαίθρου είδαν στις φυλακές μια ευκαιρία για ανάπτυξη.

Στην αμερικάνικη ύπαιθρο η φυλακή παίζει σημαντικότερο ρόλο στην ανάπτυξη απ’ ότι η αγροτική οικονομία. Με την παραδοσιακή αγροτική οικονομία να παρακμάζει λόγω των μεγάλων επιχειρήσεων, πολλοί αγρότες πέρασαν δύσκολες οικονομικές στιγμές. Οικονομικά καταπιεσμένες περιοχές ανταγωνίζονται για το ποια θα λειτουργήσει κάποια φυλακή. Οι φυλακές αντιμετωπίζονται ως πηγές θέσεων εργασίας, τόσο για την κατασκευή τους, όσο και για τη λειτουργία τους. Μια μέση φυλακή έχει προσωπικό εκατοντάδες υπαλλήλους και ετήσιες πληρωμές μερικά εκατομμύρια δολάρια. Η φυλακή θεωρείται μια επένδυση που δε μολύνει το περιβάλλον, σημαντική προϋπόθεση για τις αγροτικές περιοχές. Μια καθαρή βιομηχανία που φέρνει προνόμια, ανάπτυξη και θέσεις εργασίας στις απελπισμένες οικονομικά περιοχές. Μια ευκαιρία για άντρες και γυναίκες της επαρχίας να εξασφαλίσουν μια μεσοαστική ζωή.

Ωστόσο αυτή η ανάπτυξη περισσότερο φαινομενική είναι. Για παράδειγμα ο μικρός δήμος της Καλιπάτρια στην Καλιφόρνια. Το 1993 έφερε 1100 θέσεις εργασίας για την φύλαξη χιλίων κρατουμένων, μετατρέποντας τη φυλακή στο μεγαλύτερο εργοδότη της περιοχής. Η φυλακή έφερε μια φαινομενική ανάπτυξη στην περιοχή καθώς άνοιξαν καινούρια καταστήματα και ανακαινίστηκαν κάποια σημεία της πόλης. Όμως τις περισσότερες υψηλόβαθμες θέσεις τις κάλυψαν εργαζόμενοι εκτός περιοχής με αποτέλεσμα να ανέβει η αξία των ακινήτων κατά 2/3, κάτι που συμφέρει τους μεσίτες και τους ιδιοκτήτες, όχι όμως τις ντόπιες φτωχιές οικογένειες.

Η φυλάκιση είναι μια μεγάλη επιχείρηση. Όπως και το στρατιωτικό- βιομηχανικό σύμπλεγμα, έτσι και το φυλακο-βιομηχανικό παραπαίει ανάμεσα σε ιδιωτικές επιχειρήσεις και κυβερνητικό συμφέρον. Ο διπλός σκοπός του είναι το κέρδος και ο κοινωνικός έλεγχος. Η δημόσια αιτιολόγηση είναι η μάχη κατά του εγκλήματος.

Κάποτε το αμερικάνικο ποινικό σύστημα εμφανίζονταν κάτω από την ιδέα ότι οι επικίνδυνοι κακοποιοί πρέπει να κλειδώνονται πίσω από τα κάγκελα για να προστατευτεί η κοινωνία. Σήμερα στην προσπάθεια του κράτους να κερδίσει χρήματα μετατρέποντας τις φυλακές σε ιδιωτικές εταιρείες, η αμερικάνικη ποινική δικαιοσύνη γίνεται πεδίο κέρδους.

Είναι δύσκολο να φανταστούμε μεγαλύτερη αναντιστοιχία μεταξύ δημοσίου συμφέροντος και ιδιωτικού κέρδους. Η σημασία των ιδιωτικών φυλακών εγγυάται στο ότι καταργείται το προφανές. Το να προσπαθεί δηλαδή μια κοινωνία να διατηρεί τον χαμηλότερο αναγκαίο αριθμό κρατουμένων, αλλά αντίθετα λειτουργώντας ως επιχείρηση να επιδιώκει το μεγαλύτερο δυνατό αριθμό κρατουμένων με τα λιγότερα δυνατά έξοδα.

Είναι ενδεικτικό επίσης ότι κάποιες εταιρίες ιδιωτικών φυλακών έχουν συνάψει συμβόλαιο με κάποιες πολιτείες, όπως η Αριζόνα, όπου ορίζεται ότι  η πολιτεία δεσμεύεται να διατηρεί ένα ποσοστό πληρότητας από 90 ως 100% και σε αντίθετη περίπτωση να αποζημιώνει τις εταιρίες για κάθε αχρησιμοποίητο κρεβάτι. Αυτές οι συμφωνίες είναι κοστοβόρες για τις πολιτειακές και τις τοπικές κυβερνήσεις. Ουσιαστικά οι πολιτείες πληρώνοντας πρόστιμο για τα αχρησιμοποίητα κρεβάτια είναι σα να τιμωρούνται για τα χαμηλά ποσοστά εγκληματικότητας. Έτσι για να ανταπεξέλθουν πρέπει συνεχώς να αυστηροποιούν τη νομοθεσία και να εντείνουν την καταστολή.

Οι ιδιωτικές εταιρίες βλέπουν το ζήτημα του υπερπληθυσμού των φυλακών ως μια επενδυτική ευκαιρία. Η CCA χτίζει φυλακές πριν κάνει συμβόλαια. Είναι βέβαιη πως αν τις χτίσει στο κατάλληλο μέρος θα βρεθεί τρόπος να γεμίσει με κρατούμενους. Τα άδεια κρεβάτια των φυλακών είναι ένας πειρασμός στον οποίον οι νομοθέτες δύσκολα θα μπορέσουν να αντισταθούν.

Το χτίσιμο και η λειτουργία φυλακών είναι κερδοφόρες δουλειές. Ένας από τους πιο αναπτυσσόμενους τομείς του φυλακοβιομηχανικού συμπλέγματος είναι οι ιδιωτικές σωφρονιστικές εταιρίες. Κατασκευαστικές, αρχιτεκτονικές, τράπεζες που δανειοδοτούν σχετικές επενδύσεις,, υποστηρικτικές (όπως επισιτισμού, ιατρικές, επίπλων), όλοι μπορούν να κερδίσουν από την επέκταση των φυλακών. Μια ακόμα εξειδικευμένη βιομηχανία που εμπορεύεται χειροπέδες, ναρκοτέστ, αλεξίσφαιρα γιλέκα, αλεξίσφαιρες κάμερες σε διάφορα χρώματα και πολυθρόνες καθήλωσης και συρματόπλεγμα με ξυράφια για τα πιο σαδομαζοχιστικά γούστα.

Εξοπλισμός που κάποτε πουλιόταν μόνο στο στρατό, όπως γυαλιά νυχτερινής όρασης, ηλεκτροφόρους φράχτες και γενικά η τεχνογνωσία που ξέμεινε από τον πόλεμο του Κόλπου, τώρα χρησιμοποιείται από την ποινική καταστολή. Στην Ελλάδα είναι χαρακτηριστικό πως διαφημίστηκε αυτός ο εξοπλισμός από τα δελτία των ειδήσεων στην καταδίωξη του δραπέτη Μαριόν Κόλα το καλοκαίρι του 2013.

Από το 1980 οι επενδύσεις στον τομέα των φυλακών έχουν πενταπλασιαστεί σε τεχνικό, πολιτειακό και ομοσπονδιακό επίπεδο. Αυτό που ήταν κάποτε ζήτημα κάποιων εξειδικευμένων εταιριών έχει γίνει τώρα μια βιομηχανία δισεκατομμυρίων με  εκθέσεις σε επίσημα sites στο διαδίκτυο, καταλόγους προϊόντων και στρατηγική μάρκετινγκ. Το 1994 εκδίδεται το Correctional Building News , μια εφημερίδα που ασχολείται με τη βιομηχανία του σωφρονισμού και τις γύρω απ΄ αυτήν εξελίξεις, τόσο τις τεχνολογικές όσο και τις επενδυτικές.

Εταιρίες τηλεπικοινωνιών, όπως η ΑΤ&Τ, η Sprint και η MCA, μπαίνουν στο παιχνίδι χρεώνοντας τους κρατούμενους με εξωφρενικά ποσά για τις υπερπολύτιμες τηλεφωνικές κλήσεις, πολλές φορές μέχρι και με εξαπλάσια χρέωση.  Κάθε payphone στη φυλακή μπορεί να φέρει μέχρι και 15.000 δολάρια κέρδος κάθε χρόνο, πενταπλάσιο δηλαδή από ενός αντίστοιχου στο δρόμο. Οι δουλειές πηγαίνουν τόσο καλά που οι εταιρίες αναλαμβάνουν δωρεάν την εγκατάσταση υποδομών. Πολλοί κρατούμενοι μη μπορώντας να ανταπεξέλθουν στο οικονομικό βάρος παραιτούνται από την επικοινωνία με τον έξω κόσμο.

Μικρότερες εταιρίες, όπως η Correctional Communication Corporation, εξειδικεύονται αποκλειστικά στις τηλεφωνικές επικοινωνίες εντός των φυλακών παρέχοντας και τον πλήρη εξοπλισμό για τη συστηματική παρακολούθηση των κλήσεων των κρατουμένων. Η American Express και η General Electrics έχουν επενδύσει στην κατασκευή ιδιωτικών φυλακών στην Οκλαχόμα και το Τέννεση. Η CCA έχει 48 εγκαταστάσεις φυλακών σε έντεκα πολιτείες των ΗΠΑ , στο Ηνωμένο Βασίλειο, στο Πόρτο Ρίκο και στην Αυστραλία.

Οι ιδιωτικές φυλακές κόβουν τη μια παροχές από τους κρατούμενους προκειμένου να περιορίσουν το κόστος και να αυξήσουν τα καθαρά κέρδη τους, με αποτέλεσμα τον υπερπληθυσμό και τον υποσιτισμό. Από την άλλη η οικονομική λειτουργία τους θυμίζει ξενοδοχείο, αφού στην ουσία ενθαρρύνουν τους πελάτες τους να καθίσουν το μεγαλύτερο δυνατό διάστημα. Το μεγαλύτερο ποσοστό πληρότητας, το μεγαλύτερο κέρδος. Ανάλογα με τις υπηρεσίες που προσφέρει κάποια ιδιωτική φυλακή ο κρατούμενος πληρώνει κάποιο ποσό, παράδειγμα ποσό διαφορετικό για μονόκλινο, δίκλινο ή τρίκλινο κελί. Στην ουσία θεσμοθετείται η ταξική διαίρεση των κρατουμένων, που στις ελληνικές φυλακές υπάρχει μέσω των υπογείων διαδρομών της διαφθοράς.

Καθώς κάποιες φυλακές χρεώνουν όχι μόνο την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και τα είδη πρώτης ανάγκης, αλλά ακόμα και την πρόσβαση στη βιβλιοθήκη, οι κρατούμενοι είναι αναγκασμένοι να εργάζονται περίπου για 20 σεντς την ώρα. Στις κρατικές είναι 50 σεντς την ώρα και μπορεί να φτάσει τα 2 δολάρια για τις high shill jobs …

Πολλές επιχειρήσεις έχουν καταλάβει ότι η εργατική δύναμη των κρατούμενων μπορεί να είναι τόσο κερδοφόρα όσο η εργατική δύναμη του τρίτου κόσμου. Πολλές γνωστές εταιρείες όπως η Motorola, η Compaq, η Microsoft, η Boeing  και η Victoria secrete χρησιμοποιούν την εργατική δύναμη των φυλακισμένων.

Η εργατική δύναμη τω ν κρατουμένων είναι πολύ συμφέρουσα αφού δεν υπάρχει κανένα εργασιακό δικαίωμα, δεν υπάρχει συνδικαλισμός, δεν υπάρχουν απεργίες, δεν υπάρχουν αποζημιώσεις. Επιπλέον οι κρατούμενοι γίνονται μία τάξη σκλάβων ανταγωνιστική στην εργατική, η οποία με αυτόν τον τρόπο χάνει ακόμη περισσότερο την διαπραγματευτική της ισχύ. Η εργατική τάξη μετατρέπεται σε κάστα κρατούμενων σκλάβων.

Εκπαίδευση- φυλακές

Ενδεικτική αυτής της καστοποίησης είναι η μετατόπιση του βάρους στο επίπεδο του κρατικού προϋπολογισμού από την εκπαίδευση στον σωφρονισμό. Είναι κοινός τόπος ότι ο ρόλος τόσο των σχολείων όσο και της φυλακής είναι η πειθάρχηση των ατόμων στην καπιταλιστική λειτουργία. Τα ποσά που διατίθενται στο σωφρονισμό από την πολιτεία της Καλιφόρνια, για παράδειγμα, αφαιρούνται από τα χρήματα που θα επενδύονταν στην εκπαίδευση. Ενδεικτικό είναι ότι τις τελευταίες δεκαετίες χτίστηκαν στην Καλιφόρνια 19 φυλακές και μόνο ένα πανεπιστήμιο, ενώ οι προσλήψεις για το υπουργείο σωφρονισμού είναι περίπου τριπλάσιες τω προσλήψεων που σχετίζονται με την εκπαίδευση. Η μαύρη νεολαία του Λος Άτζελες και του Όκλαντ έχει διπλάσιες πιθανότητες να καταλήξει στη φυλακή απ’ ότι στο πανεπιστήμιο.

Είναι προφανές ότι η καστοποίηση δίνει τη θέση της στην ταξική κινητικότητα και ως εκ τούτου τα ιδρύματα πειθάρχησης για τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα παύουν να είναι τα σχολεία, τα κολέγια και τα πανεπιστήμια και γίνονται οι φυλακές.

Αυστηροποίηση εντός

Όμως πέρα από τους κρατούμενους-σκλάβους υπάρχουν και κρατούμενοι που είναι καταδικασμένοι στην απόλυτη απραγία.

Η αυστηροποίηση της ποινικής καταστολής και η διεύρυνσή της δε θα μπορούσε παρά να αντανακλάται και στην εσωτερική λειτουργία της φυλακής. Υπάρχει έτσι μια διαβάθμιση της φυλάκισης προς το αυστηρότερο. Το πρώτο βήμα έγιανε το 1989 με τις πτέρυγες SHU (Security House Units), οι οποίες είχαν καταργηθεί το 1963 μαζί με το κλείσιμο του Αλκατράζ. Στην αρχή επανήλθαν στις φυλακές του Pelican Bay για χίλιους κρατούμενους, ενώ σήμερα είναι αρκετά διευρυμένες. Ενδεικτικά το καλοκαίρι του 2013 30.000 κρατούμενοι έκαναν απεργία πείνας για την κατάργησή τους.

Οι πτέρυγες SHU είναι πτέρυγες πλήρους απομόνωσης, όπου επιτρέπεται μόνο μια ώρα προαυλισμού σε ένα προαύλιο το οποίο είναι κλειστό από παντού. Ουσιαστικά είναι κι αυτό μέρος της αισθητηριακής απομόνωσης. Οι κρατούμενοι δεν έχουν πρόσβαση σε καμιά δραστηριότητα. Τα αναγνώσματα είναι εξαιρετικά περιορισμένα και δεν επιτρέπεται καμιά φυσική επαφή με τους επισκέπτες.

Δεν υπάρχει καμιά εγγύηση εξόδου από τη SHU καθώς τα κριτήρια εισόδου κι εξόδου είναι ρευστά και βασίζονται στη “καλή θέληση” της διεύθυνσης. Ο μέσος χρόνος παραμονής είναι τα 7,5 χρόνια, ενώ συχνά ξεπερνά και τα 10.

Οι πτέρυγες SHU είναι Αλκατράζ υψηλής τεχνολογίας κι έχουν δεχθεί κριτική ακόμα και από ομοσπονδιακό δικαστή. Θεωρούνται από τους υποστηρικτές τους το αναγκαίο κακό προκειμένου να απομονωθούν από το σύνολο του πληθυσμού οι αρχηγοί των συμμοριών και οι υποκινητές ταραχών (η “ένταξη σε συμμορία” είναι στην ουσία ένας σωφρονιστικός τρομονόμος. Ένα πολύ ελαστικό και εσωτερικό ιδιώνυμο).  Είναι σχεδιασμένες για να απομονώσουν και να μινιμάρουν κατά το δυνατόν την επαφή μεταξύ κρατουμένων, ώστε να μην αλληλεπιδρούν με άλλους ανθρώπους. Αυτό έχει ως συνέπεια την απανθρωποποίηση των κρατουμένων. Αυτές οι συνθήκες συνεχώς διευρύνονται σε ένα ολοένα και μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού των κρατουμένων.

Η ύπαρξή τους έχει επηρεάσει και τις κανονικές φυλακές προς το αυστηρότερο. Η ριζική κατάργηση της ιδιωτικότητας είναι σαφής στόχος των περισσότερων φυλακών νέας γενιάς. Στόχος είναι η συνεχής παρακολούθηση της συμπεριφοράς των κρατουμένων. Ένα μοντέλο πανοπτισμού υποβοηθούμενο από την τεχνολογία.

*

Στην Ελλάδα η αντιεγκληματική ρητορική ξεκινάει να συστηματοποιείται στα μέσα της δεκαετίας του 90’, με αιχμή την αντιαλβανική – αντιμεταναστευτική υστερία. Η καμπάνια Νόμος και Τάξη σε γενικές γραμμές ακολουθεί παρόμοια διαδρομή μ’ αυτήν που ακολούθησε στις ΗΠΑ αλλά με τρεις δεκαετίες καθυστέρηση. Τα πρώτα βήματα, όμως, για την ιδιωτικοποίηση της ποινικής καταστολής στην ουσία γίνονται το 2008.

Το 2008 ψηφίζεται ο νόμος 3707/2008 βάσει του οποίου για να έχει κάποιος το δικαίωμα να δουλέψει ως σεκιούριτι σε κάποια πιστοποιημένη εταιρεία θα πρέπει να έχει αποφοιτήσει από κάποια σχετική σχολή και να έχει περάσει με επιτυχία τις αντίστοιχες εξετάσεις. Με 105 ώρες διδασκαλίας ακόμα και μέσω skype και κόστος 350-480 ευρώ συν 150 ευρώ για εξέταστρα, μπορεί κάποιος να λάβει το πιστοποιητικό ΚΕΜΕΑ (κέντρο μελετών ασφάλειας) του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, που του εξασφαλίζει τα εργασιακά του δικαιώματα ως σεκιούριτι.

Στόχος είναι η δημιουργία ενός θεσμού βοηθητικού της ΕΛΑΣ και ελεγχόμενου απ’ αυτή, με πολύ φθηνότερο προσωπικό. Σε αυτά τα πλαίσια η ΕΛΑΣ για τα δύο επόμενα χρόνια δε θα κάνει προσλήψεις, ώστε να ρίξει το προσωπικό της από τους 60.000 στους 40.000. Στην πραγματικότητα όμως το προσωπικό που θα ελέγχεται από την ΕΛΑΣ μέσω ιδιωτικών εταιρειών σεκιούριτι προβλέπεται να ξεπεράσει τους 100.000, δεδομένου επίσης ότι είναι κοντά στο να επιτραπεί η άδεια οπλοφορίας- οπλοχρησίας από σεκιούριτι.

Έτσι στις 20 Μαρτίου του 2010 ο Χρυσοχοΐδης ως υπουργός Δημόσιας Τάξης εισήγαγε σχέδιο νόμου με πράξη νομοθετικού περιεχομένου, βάσει του οποίου εκτός από τη δημιουργία κέντρων κράτησης για μετανάστες ρυθμίζεται και η παράμετρος ότι η φύλαξη τους μπορεί να ανατίθεται σε ιδιώτες. Συγκεκριμένα  προβλέπεται ότι την ευθύνη φύλαξης την έχει η αστυνομία ενώ με απόφαση του υπουργού δημόσιας τάξης “η φύλαξη μπορεί να ανατίθεται και σε κατάλληλο εκπαιδευμένο προσωπικό ιδιωτικής εταιρείας παροχής υπηρεσιών ασφάλειας”. Με την ίδια απόφαση “καθορίζεται το είδος ,το περιεχόμενο και η διάρκεια της εκπαίδευσης καθώς και οι υπηρεσίες της Ελληνικής αστυνομίας”.

Στις 13 Ιανουαρίου 2014 διεξήχθη  ο ανοιχτός διαγωνισμός για την ανάθεση και την φύλαξη των προαναχωρησιακών κέντρων κράτησης αλλοδαπών ,στην Κόρινθο, το Παρανέστι Δράμας και την Ορεστιάδα. Είναι φυσικά το πρώτο βήμα προς την ιδιωτικοποίηση των φυλακών να γίνει στο πιο ευάλωτο τμήμα τους, αυτό των κέντρων κράτησης, όμως αυτή η προσπάθεια αφορά και τα καταστήματα κράτησης.

 Όπως γίνεται μετά από κάθε απόδραση τα τελευταία χρόνια, έτσι και μετά από την δεύτερη απόδραση Παλαιόκωστα -Ριτζάι από τα πειθαρχεία της Γ πτέρυγας Κορυδαλλού, ο Δένδιας άνοιξε το θέμα της ιδιωτικοποίησης των φυλακών ως υπουργός δικαιοσύνης εκείνη την περίοδο. Σύμφωνα με την εφημερίδα  Ημερησία στις 24/2/2009 ανάμεσα στα μέτρα που θα έπαιρνε η κυβέρνηση για να αποτρέψει αποδράσεις θα ήταν και μια “νομοθετική ρύθμιση για πρόσληψη διευθυντών φυλακής με ειδικά προσόντα εντός του υπάρχοντος πλαισίου. Η κυβέρνηση προχωράει στο σχεδιασμό αποκρατικοποίησης και των φυλακών με ιδιώτες μάνατζερς”. Για άγνωστους λόγους αυτοί οι σχεδιασμοί προσωρινά πάγωσαν.

Συγχρόνως προχωράει στην εφαρμογή του μέτρου του βραχιολιού -GPS με πρόσχημα την αποσυμφόρηση. Βέβαια δεν υπάρχει κάποιος τόσο αφελής ώστε να πιστέψει πως αυτή η κυβέρνηση μπορεί να κάνει έστω και μισό βήμα προς την επιεικέστερη αντιμετώπιση των φυλακισμένων. Το βραχιολάκι -GPS έχει πολλές προεκτάσεις

και η κυβέρνηση πολλούς λόγους να επιδιώκει την εφαρμογή του. Καταρχήν είναι ένα ακόμη βήμα προς την ιδιωτικοποίηση της φυλακής ή γενικότερα της τιμωρίας και της καταστολής, καθώς τον έλεγχο των φορέων θα αναλαμβάνουν ιδιωτικές εταιρείες security με έξοδα του ίδιου του φορέα του (με 2000-3000ευρώ).Δεύτερον, δίνει τη δυνατότητα διερεύνησης της γκάμας των ανθρώπων που μπαίνουν στον έλεγχο της δικαστικής επιτήρησης, καθώς αν μέχρι τώρα ήταν σχεδόν αδύνατον να φυλακίζεται κάποιος για πλημμελήματα, δεν θα είναι καθόλου υπερβολικό να μπαίνει υπό ηλεκτρονική-αστυνομικοδικαστική επιτήρηση. Τρίτον, αν συνδυαστεί με την εναλλακτική ποινή της κοινωφελούς -άμισθης εργασίας που τα τελευταία χρόνια προωθούν τα μίντια, θα ανοίξει τον δρόμο για νια νέα τάξη σκλάβων, στα πρότυπα των Η.Π.Α, ανταγωνιστική στην τάξη των εργαζόμενων μειώνοντας ακόμα περισσότερο τους μισθούς και την διαπραγματευτική της δύναμη. Με λίγα λόγια όσοι χρωστάνε σε τράπεζες και στο δημόσιο επειδή απολύθηκαν ως πλεονάζον εργατικό δυναμικό είναι πιθανόν να συλλαμβάνονται, να τους επιβάλλεται η ποινή της κοινωφελούς εργασίας και να δουλεύουν αμισθί υπό την μορφή τιμωρίας, ενδεχομένως ακόμη και στις θέσεις από τις οποίες απολύθηκαν ως πλεονάζοντες.

*

Ο ρόλος της φυλακής είναι πολύ σημαντικός για τη λειτουργία του καπιταλισμού. Από την μία είναι ο τρόπος για να ελέγχει και να παροπλίζει τους αγωνιστές και τους κολασμένους και από την άλλη ο τρόπος να πειθαρχεί το προλεταριάτο. Είναι συγχρόνως ο χώρος που η παραβατική οικονομία οργανώνεται κάθετα και με τρόπο τέτοιο ώστε να εξυπηρετεί κοινωνικά και οικονομικά τα συμφέροντα του Κεφαλαίου. Η φυλακή ως βασικός θεσμός για την λειτουργία του καπιταλισμού συντονίζεται με την μισθωτή εργασία και την οικονομία. Στα πλαίσια της συνολικότερης καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης η φυλακή δεν θα μπορούσε να μείνει εκτός αυτής. Έτσι η φυλακή και η καταστολή αναδιαρθρώνονται με προοπτική τόση την αυστηροποίηση και την διεύρυνση των κοινωνικών πεδίων που απευθύνονται όσο και την ιδιωτικοποίηση τους.

Το ζήτημα της αναδιάρθρωσης -ιδιωτικοποίησης των φυλακών δεν αφορά μόνο τους κρατούμενους ή μόνο τους αναρχικούς. Δεν αφορά μόνο αυτούς που ως τώρα ήταν το υποκείμενο της καταστολής, ακτιβιστές και παραβατικούς. Αφορά όλους (τους αποκλεισμένους, τους απεργούς, τους επισφαλείς εργαζόμενους) όσους δεν έχουν να χάσουν τίποτα παρά τις αλυσίδες τους: σιδερένιες, πλαστικές ή με GPS.