Αυτή τη στιγμή βλέπουμε να εκτυλίσσεται η πιο εκτεταμένη και μεθοδική προσπάθεια αναδιάρθρωσης του συνόλου της κοινωνικής πραγματικότητας στον ελλαδικό χώρο μετά από την επταετία της χούντας. Η χρήση της χουντικής επταετίας ως ιστορικό ορόσημο δεν είναι τυχαία. Σε άμεση αναλογία με το σήμερα, η χούντα του 1967 αυτοπαρουσιαζόταν εξαρχής ως μια πρόσκαιρη εξαίρεση, η οποία νομιμοποιούταν από τους διαμορφωτές της από την αποκαλούμενη κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην οποία βρισκόταν η χώρα. Η χούντα των συνταγματαρχών, σε πλήρη αντίθεση με τις ερμηνείες της κυρίαρχης ιστοριογραφίας, δεν αποτέλεσε μια ανορθολογική ιστορική ασυνέχεια, αλλά κομμάτι μιας διαδικασίας που βρίσκεται σε κίνηση από τη λήξη του 2ου παγκόσμιου πολέμου και συνεχίζεται ως σήμερα. Μια διαδικασία που καθορίζεται από τον ταξικό πόλεμο, από τις αντιστάσεις και τις υπερβάσεις των εκμεταλλευόμενων από τη μια και τη διαρκή ανάγκη της κυριαρχίας για κάμψη των αντιστάσεων αυτών και τη διάνοιξη νέων πεδίων συσσώρευσης από την άλλη.
Η επταετία λοιπόν, αποτέλεσε μια ιστορική συμπύκνωση, μια κατάσταση εξαίρεσης που ήταν αναγκαία για την επιβολή της τάξης δια πυρός και σιδήρου έπειτα από μια περίοδο έντονων κοινωνικών αναταραχών και ταυτόχρονα απαραίτητος εγγυητής της μεταπολεμικής καπιταλιστικής συσσώρευσης.
Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε ακόμη μια τέτοια ιστορική συμπύκνωση, της οποίας όμως το εύρος και το βάθος, που εκτείνονται σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι πολύ μεγαλύτερα. Αν και η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, δεν μπορούμε να μην διακρίνουμε κάποιες αναλογίες. Αναλογίες που απορρέουν όχι από κάποια μεταφυσική ιστορική κυκλικότητα, αλλά από τις συνθήκες και τη διαρκή ανάγκη του καπιταλιστικού- κρατικού συμπλέγματος για την ανάπτυξη και αναπαραγωγή του.
Τοποθετημένα μέσα σε ένα πλαίσιο το οποίο μένει το ίδιο, τον καπιταλισμό, αλλαγμένα μόνο ως προς κάποιες ιδιαιτερότητες που υπαγορεύονται από την εποχή, τα εργαλεία που διαθέτει η κυριαρχία μένουν στην ουσία τους ίδια. Έτσι γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρη η τάση σε παγκόσμιο επίπεδο προς φαινομενικά προγενέστερα μοτίβα: συγκεντρωτισμός και ολοκληρωτικοποίηση της εξουσίας, υπερενίσχυση των κατασταλτικών μηχανισμών και στρατιωτικοποίηση της δημόσιας σφαίρας, εκμηδένιση της ταξικής κινητικότητας, εθνικοποίηση του κεφαλαίου, ιμπεριαλισμός και διακρατικοί ανταγωνισμοί. Κάποιος θα μπορούσε να πει πως οι αρχές αυτού του αιώνα μοιάζουν όλο και περισσότερο με τις αρχές του προηγούμενου.
Οι συγκεκριμένες αυτές διαφαινόμενες τάσεις δεν εκπορεύονται από κάποια μεταφυσική “κακόβουλη” θέληση του συστήματος για ολοκληρωτισμό, αλλά ως απαντήσεις στις ανάγκες που προκύπτουν από τις ίδιες τις συνθήκες που αυτό παράγει. Ειδικά σήμερα αποτελούν επιμέρους κομμάτια ενός πολιτικού σχεδιασμού του οποίου το διακύβευμα είναι η ίδια η επιβίωση και διαιώνιση του καπιταλιστικού συστήματος.
Μπορεί σε μεγάλο βαθμό εμείς να τοποθετούμε τις απαρχές της συγκεκριμένης κατάστασης που βιώνουμε στο ξέσπασμα της κρίσης, όμως στην πραγματικότητα είναι μια συνεχής διαδικασία που εξελίσσεται καθ’ όλη τη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών και απλώς υπερεπιταχύνθηκε εν όψει της οικονομικής ύφεσης.
Γενικά, οι περιοδικές κρίσεις του καπιταλισμού έχουν μια διττή φύση. Αποτελούν το μεγαλύτερο κίνδυνο για το σύστημα και ταυτόχρονα από τις μεγαλύτερες ευκαιρίες για νέα συσσώρευση. Το ξέσπασμα της κάθε κρίσης και κυρίως των βαθιών κρίσεων, όπως είναι η τωρινή, θα επιφέρουν πάντα μια καθολική δυσλειτουργία στην αναπαραγωγή του συστήματος, αυξάνοντας την κοινωνική εντροπία, κυοφορώντας δυνάμει επαναστατικές δυναμικές. Ταυτόχρονα, όμως, η επιτυχημένη διαχείριση της κρίσης, η απορρόφηση δηλαδή των κοινωνικών κραδασμών και η μετατροπή της έτσι σε ελεγχόμενη, ενισχύει το καθεστωτικό οικοδόμημα στο σύνολό του, ανοίγοντας ταυτόχρονα νέα πεδία εκμετάλλευσης και κερδοφορίας. Η μετάβαση από το ένα στάδιο στο άλλο φυσικά δεν μπορεί να είναι ομαλή και σίγουρα δεν μπορεί να γίνει με ειρηνικούς όρους. Δεν μπορεί, δηλαδή, να γίνει χωρίς ακραία καταστολή, κρατική τρομοκρατία, εθνικιστική προπαγάνδα, νομιμότητα και τάξη στις πιο δολοφονικές μορφές τους.
Σήμερα μπορούμε να διακρίνουμε πως έχει εφαρμοστεί με σχετική επιτυχία μια διαδικασία μετατροπής της συστημικής κρίσης σε ελεγχόμενη, διαδικασία όμως που δεν είναι ούτε συνολική, ούτε ολοκληρωμένη.
Είναι στα πλαίσια αυτής ακριβώς της διαδικασίας που μορφοποιούνται και αναπτύσσονται οι επιμέρους κινήσεις του κράτους και του κεφαλαίου. Είναι βάση αυτής της συνθήκης που βλέπουμε τους κατασταλτικούς μηχανισμούς να γιγαντώνονται, τη στόχευσή τους να διευρύνεται, τη λειτουργία τους να σκληραίνει. Είναι στο πλαίσιο αυτό που οι επιμέρους εξαιρέσεις γενικεύονται, το καθεστώς έκτακτης ανάγκης επιβάλλεται επίσημα και ανεπίσημα.
Αν και το καθεστώς έκτακτης ανάγκης, στο οποίο de facto έχει αυτοπεριέλθει το κράτος, συνδέεται τις περισσότερες φορές με το πεδίο του ελέγχου και της καταστολής, στην πραγματικότητα είναι κάτι πολύ περισσότερο. Η κήρυξη της κατάστασης έκτακτης ανάγκης αποτελεί επί της ουσίας το σάλπισμα μια κατάστασης πολιορκίας για το σύστημα, μιας εσωτερικής πολιορκίας, που επιτρέπει και νομιμοποιεί τη φυσική εξόντωση όχι μόνο των πολιτικών αντιπάλων του καθεστώτος, αλλά και ολόκληρων κοινωνικών υποσυνόλων, που για οποιονδήποτε λόγο ορίζεται ότι δεν μπορούν να ενσωματωθούν ομαλά στην παραγωγική διαδικασία.
Η ίδια η ιστορία της κατάστασης εξαίρεσης και του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, όπως έχει εμφανιστεί ιστορικά τα τελευταία 100 χρόνια και όπως τη βιώνουμε εμείς σήμερα, αποτελεί επί της ουσίας την ιστορία του ολοκληρωτισμού στη σύγχρονη μορφή του. Την τάση δηλαδή για πλήρη οικονομική και πολιτική ενοποίηση του κεφαλαίου, όταν σε τόπους και περιόδους η ανάπτυξη και αναπαραγωγή του συστήματος έχει φτάσει σε τέτοιο οριακό επίπεδο που η διαδικασία για το ξεπέρασμα των ορίων αυτών δεν μπορεί παρά να επιφέρει σοβαρούς κοινωνικούς κραδασμούς.
Σήμερα είναι αδιαμφισβήτητο πως το εύρος και το βάθος των επιχειρούμενων σχεδιασμών της κυριαρχίας έχει επιφέρει μια καθολική αποσταθεροποίηση του κοινωνικού καθεστώτος. Ο κοινωνικός ιστός έχει κατακερματιστεί, οι παραδοσιακοί μηχανισμοί κατασκευής συναίνεσης έχουν καταρρεύσει, η ένταση υποβόσκει συνεχώς σε κάθε πτυχή της κοινωνικής πραγματικότητας. Η εξουσία δεν μπορεί πλέον να προσφέρει καμιά εξασφάλιση, ούτε καν φαντασιακή, καθώς η ίδια η πραγματικότητα του ταξικού πολέμου καθιστά κάτι τέτοιο αδύνατο.
Καθώς η διαδικασία για τη δημιουργία νέων όρων συσσώρευσης προχωρά μέσω της λεηλασίας ολοένα και ευρύτερων κοινωνικών ομάδων, δημιουργείται ένα διαρκώς αυξανόμενο φτωχοποιημένο σύνολο, το οποίο αφού είναι μερικά ή ολικά αποκλεισμένο από την παραγωγική διαδικασία και ως εκ τούτου δυσλειτουργικό γι αυτήν, ορίζεται ως πλεονάζων και δυνητικά επικίνδυνο. Χωρίς δυνατότητα ανακύκλωσης στους μηχανισμούς αναπαραγωγής του συστήματος, αυτό το οποίο μένει για τη διαχείριση του πληθυσμού αυτού είναι αρχικά η τοποθέτησή του σε μια κατάσταση εξαίρεσης, η ποινικοποίησή του και τελικά η διαχείρισή του με αστυνομικο-στρατιωτικούς όρους. Αυτό δηλαδή που αρχικά εφαρμόστηκε ως mondus operandi απέναντι στους πολιτικούς αντιπάλους του καθεστώτος κι έπειτα απέναντι στους μετανάστες, στο πλαίσιο μιας επιμέρους, ειδικής κατάστασης εξαίρεσης κάθε φορά, γενικεύεται σταδιακά για να καθιερωθεί ως ο κανόνας κοινωνικής διαχείρισης.
Ταυτόχρονα, όμως, αυτό που ορίζεται ως καθεστώς έκτακτης ανάγκης σηματοδοτεί και κάτι επιπλέον. Σηματοδοτεί την εξάλειψη ή έστω την υπερσυρρίκνωση των διαύλων διαμεσολάβησης ανάμεσα στα διάφορα κοινωνικά υποσύνολα και τα εκάστοτε κέντρα εξουσίας. Αν δημιουργείται η εντύπωση πως το κράτος αδιαφορεί για το πολιτικό κόστος των επιμέρους σχεδιασμών του, είναι ακριβώς λόγω αυτού του γεγονότος. Του γεγονότος, δηλαδή, ότι επί της ουσίας η εξουσία έχει σηκωθεί από το τραπέζι του διαλόγου.
Οι εκάστοτε σχεδιασμοί εφαρμόζονται πλέον με μοναδικό γνώμονα το μέγιστο αυτό επίπεδο αποσταθεροποίησης που θα επιφέρουν και το κατά πόσο αυτό μπορεί να είναι απορροφήσιμο και διαχειρίσιμο. Ουσιαστικά η ίδια η έννοια του πολιτικού κόστους, με τον τρόπο που τη συνυπολογίζαμε μέχρι πρότινος, έχει πάψει να υφίσταται. Έχει μετασχηματιστεί σε τέτοιο βαθμό, η κλίμακά του έχει εκτοξευθεί τόσο, που δημιουργείται η εντύπωση πως μόνο δυνάμει εξεγερσιακές καταστάσεις λαμβάνονται υπ’ όψη από την εξουσία.
Η συνολικότερη αυτή κίνηση, ο ολοένα και βαθύτερος διαχωρισμός των κέντρων εξουσίας από τα διάφορα κοινωνικά υποσύνολα, αφήνει ένα κενό. Ένα κενό, καταρχήν, στους μηχανισμούς κατασκευής συναίνεσης, μια απειλή για τη συνοχή και την ομαλότητα του κοινωνικού καθεστώτος. Το καπιταλιστικό- κρατικό σύμπλεγμα στην προδιαγραφόμενη πορεία του προς την απολυταρχία, προς έναν νέου τύπου ολοκληρωτισμό, δεν μπορεί παρά να ορίζει και να αντιμετωπίζει πλέον το σύνολο σχεδόν της κοινωνίας ως έναν δυνάμει εσωτερικό εχθρό. Καθώς όμως η διατήρηση της κοινωνικής συνοχής με όρους καταστολής και μόνο είναι κάτι ανέφικτο, κι αυτό είναι κάτι που κάθε εξουσία γνωρίζει πολύ καλά, πρέπει να δημιουργηθεί μια ιδεολογική βάση, ένας μηχανισμός κατασκευής συναίνεσης που να είναι συμβατός με τις παρούσες συνθήκες.
Αυτό το κενό έρχεται να καλύψει η εφαρμογή των δογμάτων “Νόμος και Τάξη” και ”Μηδενική Ανοχή”. Αν η εγκαθίδρυση του καθεστώτος έκτακτης καθορίζει το συγκεντρωτισμό, την εκτράχυνση και εν τέλει την ολοκληρωτικοποίηση του κράτους, τους όρους δηλαδή με τους οποίους καθορίζονται οι κινήσεις της εξουσίας, συμπεριλαμβανομένων και των κατασταλτικών σχεδιασμών, το ιδεολόγημα της νομιμότητας όπως αυτό προωθείται, είναι αυτό μέσω του οποίου επιχειρείται η συναίνεση, η νομιμοποίηση -κι αν αυτό είναι δυνατόν- η συνενοχή στους σχεδιασμούς αυτούς.
Το δίπτυχο νόμος και τάξη, μαζί με τα δόγματα – υποπροϊόντα, όπως αυτό της «μηδενικής ανοχής», είναι ένα θέμα που σταθερά μπαίνει στις πολιτικές ατζέντες κυβερνήσεων ανά τον κόσμο σε περιόδους που υπάρχει κάποιου είδους αποσταθεροποίηση στη συνοχή του κοινωνικού καθεστώτος. Οι απαρχές του συγκεκριμένου πολιτικού μοτίβου εντοπίζονται στους κύκλους γύρω από τον Reagan στα τέλη της δεκαετίας του ’60 στις ΗΠΑ, σε μια περίοδο δηλαδή έντονων κοινωνικών αναταραχών, κινηματικής έξαρσης και ταυτόχρονα καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Γενικότερα, παρ όλες τις διαφοροποιήσεις στις κατά τόπους εφαρμογές τους, τα δόγματα της νομιμότητας έχουν πάντα ως κοινό παρονομαστή από τη μια την ποινικοποίηση της φτώχειας και της εξαθλίωσης και από την άλλη την προσπάθεια για επαναρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων στη βάση της ασφάλειας, ενώ ταυτόχρονα πάντα συνοδεύονται από αύξηση των κεφαλαίων που ρέουν προς τους μηχανισμούς της αστυνομίας, τη γενίκευση της χρήσης ιδιωτικών υπηρεσιών ασφάλειας και υψηλότερα ποσοστά φυλάκισης.
Στο εδώ και τώρα, η εφαρμογή των δογμάτων αυτών δεν μπορεί παρά να ακολουθεί το διεθνές παράδειγμα προσαρμοσμένο, όμως, ταυτόχρονα στις ειδικές απαιτήσεις της συνθήκης. Και αυτό που φαίνεται να αποτελεί, μεταξύ άλλων, προτεραιότητα για την εξουσία αυτή τη στιγμή είναι η αναπλήρωση του νομιμοποιητικού υπόβαθρου που έχει χαθεί από την έναρξη της συστημικής κρίσης.
Καθώς η συστημική κρίση συνεχίζεται και ενόψει της πτώχευσης των έως τώρα αφηγήσεων, η ιδεολογία που προωθεί η κυριαρχία μετασχηματίζεται. Αν μέχρι πρότινος η επίκληση στη δημοκρατία αποτελούσε την ιδεολογική κατοχύρωση του κοινωνικού συμβολαίου με όρους θετικούς (ελευθερία, δικαιώματα, ίσες ευκαιρίες κτλ), οι νέοι ύμνοι της κοινωνικής συνοχής είναι πολεμικοί. Αν κάποιος παρακολουθεί τις δηλώσεις των διάφορων εγκάθετων στα ΜΜΕ τον τελευταίο καιρό, είναι εύκολο να παρατηρήσει πως ακόμη και σε ρητορικό επίπεδο οι επικλήσεις στη δημοκρατία έχουν αρχίσει σταδιακά να εξαφανίζονται από την κυρίαρχη γλώσσα και να αντικαθιστώνται από εμπόλεμου ύφους επικλήσεις. Στο αόριστο πλαίσιο καθολικής απειλής που αναπτύσσεται ρητορικά γύρω από την οικονομική κρίση, οι επικλήσεις στην ανάπτυξη, τις επενδύσεις, την οικονομική σωτήρια, παίρνουν τη μορφή των ενοποιητικών ανώτατων εθνικών στόχων για τους οποίους οι πάντες θα πρέπει να θυσιαστούν. Με το ιδεολόγημα και το φαντασιακό της συμμετοχικότητας στην καπιταλιστική ουτοπία να φαντάζουν πλέον ως μακρινά παραμύθια, αυτό που μένει είναι ο φόβος και ο τρόμος. Η νέα κατασκευή της συναίνεσης δομείται με τη συνεχή απειλή, τα φοβικά σύνδρομα, την ανάγκη αυτοθυσίας και την εχθρότητα προς ό,τι απειλεί την εύρυθμη ανάπτυξη των σχεδιασμών της εξουσίας.
Το ιδεολόγημα της νομιμότητας, λοιπόν, αποτελεί κάτι πολύ περισσότερο από μια ολοκληρωτική εφαρμογή των νόμων. Αποτελεί πρωτίστως το όχημα εμπέδωσης της τάξης με κοινωνικούς όρους, καθώς η αναγόμενη στο άπειρο μηδενική ανοχή στην κάθε παρέκκλιση από αυτό που ορίζεται ως εύρυθμο, δεν αφορά μόνο το κράτος, αλλά και τους πολίτες του. Η εφαρμογή του ξεκινάει από την εμφύσηση της εχθρότητας απέναντι σε πρακτικές, αξίες και κοινωνικά υποσύνολα που χαρακτηρίζονται ως επιβλαβή για την ομαλότητα και την εξυγίανση της κοινωνίας για να φτάσει τελικά στην συναίνεση στην οργανωμένη τρομοκρατία της αστυνομίας, των παρακρατικών ταγμάτων, των δικαστών και των φυλακών. Επί της ουσίας, αυτό που επιχειρείται είναι η δημιουργία μιας νέας ταυτότητας υπηκόου. Ενός υπηκόου που θα έχει εσωτερικεύσει την αναγκαιότητα των εκάστοτε σχεδιασμών της εξουσίας σε τέτοιο βαθμό που όπου αυτό είναι δυνατόν να συμμετέχει και ο ίδιος στην εξασφάλιση της ομαλής εφαρμογής τους.
Είναι σαφές πως υπάρχει μια συνολικότερη κίνηση του κοινωνικού καθεστώτος προς μια απολυταρχική μορφή, έναν ολοκληρωτισμό ο οποίος παρά τη φαινομενικά νεωτεριστική μορφή του είναι το ίδιο, αν όχι περισσότερο, βάρβαρος από τις έως τώρα ιστορικές εκφάνσεις του.
Φυσικά, το να δηλώνεται αυτό που είναι προφανές από κάθε έκφανση της κοινωνικής πραγματικότητας δεν βοηθάει και πολύ αν δεν διαμορφώνει ταυτόχρονα και τη στρατηγική μας.
Η κλιμάκωση της έντασης είναι ένα δίκοπο μαχαίρι, που παρότι μέχρι στιγμής αξιοποιείται από την εξουσία για να επιτυγχάνει τις εκάστοτε στοχεύσεις της εν μέσω της σύγχυσης και του γενικευμένου σοκ, είναι και μια συνθήκη που είναι γεμάτη προοπτικές για τις επαναστατικές δυνάμεις. Πρακτικές, αντιλήψεις και διαδικασίες που μέχρι πρότινος ήταν πολύ δυσκολότερα οικειοποιήσιμες λόγω της παραπλανητικής φαινομενικότητας της κοινωνικής ειρήνης, σήμερα μπορούν να γίνουν κτήμα μεγαλύτερου κομματιού των εκμεταλλευόμενων. Το γενικευμένο καθεστώς έκτακτης ανάγκης είναι η βάση στην οποία το καπιταλιστικό-κρατικό σύμπλεγμα προωθεί απροσχημάτιστα τους σχεδιασμούς του, όμως αποτελεί ταυτόχρονα και δυσλειτουργικό παράγοντα για ένα μεγάλο κομμάτι μηχανισμών αποσυμπίεσης του συστήματος.
Τα μεγάλα συνδικαλιστικά όργανα και ένα μεγάλο μέρος του κομματικού τόξου έχουν πτωχεύσει γιατί ακριβώς, λόγω αυτού του γεγονότος, ακόμα και η ελεεινή αυτή λειτουργία που επιτελούσαν τόσα χρόνια είναι αναποτελεσματική. Η νέα κατασκευή της συναίνεσης φαντάζει τρομακτική ως προς το περιεχόμενό της, όμως έρχεται να κλείσει το κενό που έχει δημιουργηθεί από την κατάρρευση των έως τώρα μηχανισμών κατασκευής της.
Κάθε κίνηση της κυριαρχίας όσο ζοφερή και αν φαντάζει, έρχεται να καλύψει ρωγμές στη συνοχή και τη μακροβιότητά της. Τώρα περισσότερο από ποτέ υπάρχει η ανάγκη και ταυτόχρονα ένα πρόσφορο έδαφος για τη διεύρυνση των ρωγμών αυτών και την ανάπτυξη αυθεντικά ριζοσπαστικών αγώνων. Αγώνων που, αν και μερικοί, θα κυοφορούν μέσα τους την υπέρβαση και την προοπτική της σύνδεσης του με το όλον. Είτε οι επιμέρους αγώνες αφορούν μια νέα κατασταλτική μεθόδευση, είτε την εναντίωση στους νέους όρους λεηλασίας,, είτε οποιοδήποτε άλλο στιγμιότυπο του κοινωνικού πολέμου, καθώς τοποθετούνται στο ευρύτερο μωσαϊκό της ταξικής σύγκρουσης δημιουργούν ρήγματα στη συνοχή της ήδη εύθραυστης κοινωνικής συνθήκης. Οι εξεγερσιακές ρωγμές πάντα προκύπτουν από το μερικό και το ελάχιστο, τα ξεπερνούν σαν διαδικασία για να κινηθούν προς το όλο, χωρίς απαραίτητα να το κατακτούν, δομώντας όμως ψηφίδα τη ψηφίδα την πληρότητας της επαναστατικής διαδικασίας.
Είναι σαφές πως στην παρούσα συνθήκη η έλλειψη ενός επαναστατικού κινήματος είναι εκκωφαντική. Είναι επίσης σαφές πως και το αναρχικό κίνημα έχει πολύ δρόμο να διανύσει ώστε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της εποχής, αλλά και του ίδιου του στοιχήματος που διαχρονικά θέτει.
Το γεγονός όμως ότι αναγνωρίζουμε πως χρειάζονται τα πάντα, πως η εποχή είναι κρίσιμη, πως το διακύβευμα είναι μεγάλο, δεν αναιρεί την αδιαμφισβήτητη σημαντικότητα του να μην πελαγώνουμε μπροστά στο μέγεθος των απαιτήσεων, του να δίνουμε τις δυνάμεις μας στην προσπάθεια για την κατάκτηση των μερικών στόχων.
Η ίδια η διαδικασία των αγώνων είναι πολύ σημαντική ενώ η αξία των επιμέρους νικών όπου μπορούμε να τις πετύχουμε είναι ζωτική.
Ψηφίδα στη ψηφίδα…
Έως ότου καταφέρουμε να δώσουμε τη μόνη απάντηση σε αυτή τη διαρκή κατάσταση εξαίρεσης, που δεν μπορεί να είναι άλλη από την πραγμάτωση της πραγματικής εξαίρεσης: τον εμφύλιο ταξικό πόλεμο.