Για την υπόθεση των Πόλυ Γεωργιάδη και Βαγγέλη Χρυσοχοϊδη

Οι αντιεξουσιαστές Πολύκαρπος Γεωργιάδης και Βαγγέλης Χρυσοχοϊδης βρίσκονται φυλακισμένοι από τον Αύγουστο του 2008 κατηγορούμενοι για συμμετοχή στην υπόθεση της απαγωγής του μεγαλοβιομήχανου Μυλωνά στην Θεσ/νίκη. Οι σύντροφοι αρνούνται την όποια συμμετοχή στην απαγωγή, δηλώνουν όμως την αλληλεγγύη τους και υπερασπίζονται τη σχέση τους με έναν κυνηγημένο και αξιοπρεπή άνθρωπο, τον δραπέτη Βασίλη Παλαιοκώστα που κατηγορείται για την ίδια υπόθεση. Kαταδικάστηκαν πρωτόδικα το Φλεβάρη του 2010 σε ποινές φυλάκισης 22 χρόνων.

Το εφετείο, μετά από 2 αναβολές (9 Μαρτίου 2011, 14 Φεβρουαρίου 2012), ορίστηκε τελικά για τις 24 Απριλίου 2012 και η τελική έκβαση ήταν να μειωθεί η ποινή και των δύο συντρόφων σε 12 χρόνια και 10 μήνες.

Ενώ λοιπόν οι σύντροφοι που βρίσκονται στις φυλακές από τον Αύγουστο του 2008  συμπλήρωσαν το 1/5 ήδη τον Μάιο του 2012  και  το εφετείο για την υπόθεση απαγωγής Μυλωνά τελειώνει τον ίδιο μήνα, από τότε μέχρι και σήμερα δεν έχει εγκριθεί η άδεια στον Π. Γεωργιάδη. Η πρώτη αίτηση έγινε τον Ιούνιο του 2012. Τον Αύγουστο του 2012 ξανακάνει αίτηση αφού η προηγούμενη είχε απορριφθεί και ξανά έχει το ίδιο αποτέλεσμα. Ο σύντροφος κινεί το θέμα νομικά και πηγαίνει στο συμβούλιο πλημμελειοδικών Κέρκυρας. Και εκεί η απάντηση ήταν αρνητική με την αιτιολογία πως υπήρξε φυγόδικος πριν την σύλληψη του, πράγμα που δεν ίσχυε. Στην τέταρτη  τον Ιανουάριο του 2013 πλέον ξανά η απάντηση ήταν αρνητική τώρα με την δικαιολογία κακής χρήσης άδειας και την ανεπίσημη απάντηση πως φοβούνται πως θα προβεί σε παράνομες πολιτικές ενέργειες καθώς το πολιτικό κλίμα είναι έκρυθμο (ήταν η περίοδος καταστολής των καταλήψεων). Απρίλη πλέον, έπειτα από την πέμπτη αίτηση, ο Πολύκαρπος πήρε τη πρώτη του άδεια.

Οι σύντροφοι Βαγγέλης  και Πολύκαρπος αποφυλακίστηκαν τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 2013 αντίστοιχα.

Μίλησε κανείς για απαγωγή;

– Από την ‘απολογία’ του Πολύκαρπου Γεωργιάδη το Φλεβάρη του 2010

Από την ‘απολογία’ του Βαγγέλη Χρυσοχοΐδη το Φλεβάρη του 2010

Κείμενο Πολύκαρπου Γεωργιάδη ενόψει του εφετείου στις 9 Μάρτη 2011

-Από την απολογία του Βαγγέλη Χρυσοχοϊδη στο εφετείο

-Σχετικά με την απόρριψη των αιτήσεων άδειας και τα πρωτοφανή ψευδη εισαγγελικής πρότασης

-Κείμενο Πολύκαρπου Γεωργιάδη

Από την ‘απολογία’ του Γιάννη Δημητράκη τον Ιούλιο του 2007

[…] Τέθηκαν διάφορα ζητήματα, όπως το ζήτημα της κοινωνικής ληστείας, τι κίνητρα και τι χαρακτηριστικά μπορεί να έχει μια ληστεία, ώστε να τη χαρακτηρίσουμε κοινωνική και το μεγαλύτερο βάρος απ’ ότι βλέπω πέφτει εκεί: ποια είναι τα κίνητρα για μια ληστεία.

Όπως ξέρετε και όπως έχει γίνει ήδη γνωστό είμαι αναρχικός. Ως εκ τούτου έχω μια συγκεκριμένη πολιτική θεώρηση και τοποθετώ κι εγώ, όπως έχουν πει και διάφοροι άλλοι, το ρόλο της τράπεζας ως ιδιαίτερα ένοχο μέσα στη δική μας κοινωνία, θεωρώ ότι παίζει ρόλο στα οικονομικά δρώμενα. Έχει αναδειχθεί ως σύγχρονος φεουδάρχης, έχει υποδουλώσει την μεγάλη πλειοψηφία των εργατών, οι οποίοι λόγω οικονομικής αδυναμίας αναγκάζονται και προσφεύγουν στις τράπεζες για να βγάλουν τα προς το ζην ή εν πάση περιπτώσει να αποκτήσουν κι αυτοί τα αυτονόητα, ένα σπίτι, το οποίο έχει γίνει ένα άπιαστο όνειρο .Έτσι έχει καταφέρει η κοινωνία να είναι για έναν εργάτη το σπίτι, ένα όνειρο που θα πρέπει να το αποπληρώνει 30 χρόνια.

Στην τηλεόραση το μεγαλύτερο μέρος των όσων παρακολουθούμε είναι διαφημίσεις αυτών που υπερασπίζονται εδώ και οι κύριοι (δείχνει τους δικηγόρους της πολιτικής αγωγής, των τραπεζών δηλαδή). Κάνουν πλύση εγκεφάλου στους πολίτες αυτής της χώρας και γενικώς αυτή είναι η πάγια τακτική των τραπεζών. Το φόντο τους (των διαφημίσεων) είναι να πηγαίνουν οι άνθρωποι στις τράπεζες για να βρουν ένα αποκούμπι. Δεν είναι σπάνια τα περιστατικά, εδώ έχουμε ακούσει μέχρι και αυτοκτονίες, ανθρώπων που δεν είχαν να πληρώσουν και να έχουμε τραγωδίες με νοικοκυριά που εξωθούνται στον υπέρτατο εξευτελισμό. Δηλαδή ήρθαμε εδώ να συζητήσουμε τα αυτονόητα; Το αν η τράπεζα είναι φίλα προσκείμενη προς την κοινωνία ή όχι; […]

Φυσικά με την πράξη μου δεν έχω καμία ψευδαίσθηση ότι θα μπορούσα να καταργήσω την ύπαρξη των τραπεζών, θα ήμουν ηλίθιος ή αιθεροβάμων, αν νόμιζα ότι θα καταργήσω τις τράπεζες με το να ληστέψω εγώ μία τράπεζα. Αυτό είναι αυτονόητο. Για το αν υπάρχουν αναρχικοί θεωρητικοί ή αν έχουν ξαναϋπάρξει τέτοια περιστατικά ανά τα χρόνια, ας μη φέρουμε βιβλιογραφία και να δούμε ποιοι άνθρωποι έχουν υποστηρίξει τέτοιες πολιτικές απόψεις για το αν μπορούμε να κάνουμε μια ληστεία και κατά πόσο είναι αυτό αποδεκτό.

Επίσης τέθηκε ζήτημα ανιδιοτέλειας και ιδιοτέλειας σε σχέση με τα χρήματα και το τι τα κάνεις. Πιστεύω να έγινε κατανοητό, και αυτό σκόπευα κι εγώ να κάνω, ότι δεν είναι ζήτημα πλουτισμού. Δεν είναι ζήτημα να αρχίσω να κυκλοφορώ με τη φεράρι ή να πάω βόλτα στις Μπαχάμες για ποτό. Είναι αυτονόητο. Και για να το παραθέσω λίγο επιγραμματικά, είναι σίγουρα άρνηση της εργασίας, όπως διεξάγεται τώρα. Δηλαδή αρνούμαι πραγματικά να φορέσω τέτοια ισόβια δεσμά. Αρνούμαι να αφήσω τα χρόνια από τα 20 ως τα 60-65, αρνούμαι να τα αφήσω κάτω από ένα κεφαλαιούχο, κάτω από έναν που θα ορίσει εμένα ως εκμεταλλευόμενο. Αρνούμαι πραγματικά να το κάνω αυτό το πράγμα. Φυσικά και δεν υποτιμώ όλη η κοινωνία, η οποία αποδέχεται αυτήν την κατάσταση. Το μεγαλύτερη κομμάτι της είναι ένα σύνολο εκμεταλλευομένων. Ας μην ανοίξουμε τέτοια ζητήματα αυτονόητα, ότι η κοινωνία μας έχει χωριστεί σε εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους. Φυσικά και δεν την υποτιμώ. Όμως εγώ σαν αναρχικός και με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που έχω σαν άνθρωπος, είμαι ιδιαίτερα ίσως ανυπάκουος, απείθαρχος ίσως, δεν εκτελώ εντολές. Δεν ξέρω, ίσως για άλλους να είναι αυτά επιλήψιμα, για μένα δεν είναι. Εγώ, σαν αναρχικός αυτοπροσδιορίζομαι μέσα στην κοινωνία και σαν ρόλος: ούτε εκμεταλλευόμενος, ούτε εκμεταλλευτής. Δε θα μπορούσα να τελειώσω το τ.ε.ι. μου, το οποίο χιλιάδες λόγοι με ώθησαν να το παρατήσω. Δε διατίθεμαι δηλαδή να τελειώσω το τ.ε.ι. και να γίνω ένας εργοδηγός, να έχω κάποιους εργάτες υπό την επίβλεψη μου και να αμείβομαι με 1500 ευρώ και ο εργάτης να παίρνει 500 ευρώ. Δεν το καταλαβαίνω εγώ αυτό το πράγμα. Δεν καταλαβαίνω ποια είναι αυτά τα προνόμια που θα με εξυψώσουν έναντι κάποιων άλλων ανθρώπων. Και θεώρησα ότι η πράξη μου ήταν και μια επιθετική ενέργεια σε αυτό το ληστρικό σύστημα. Το θεώρησα ως μια επίθεση. Βέβαια, επίθεση πολύ άνιση από ότι αποδείχθηκε. Τα έβαλλα με έναν μηχανισμό που με συνέτριψε στρατιωτικά, γιατί ψυχικά τουλάχιστον και νοητικά δεν πρόκειται να με συντρίψει τίποτα.

Όσον αφορά το “ιδιοτελής και μη ιδιοτελής πράξη”, μιας και θίχτηκε πολύ. Εγώ θεωρώ, κρίνω και βαπτίζω έτσι την ενέργεια μου, σαν επαναστατική πράξη. Ανάμεσα σε όλα αυτά που τόσα χρόνια κάνω, ήταν κι αυτό σε αυτά τα πλαίσια τα ατομικά. Εν πάση περιπτώσει, αναρχικός είμαι κι όπως καταλαβαίνετε ανάγκες πολλές έχει ο χώρος μας, δεν ξέρω τώρα ποιο ποσό θα έδινα. Δεν μπορώ να σας πω ότι θα ήμουν ο Ρομπέν των δασών. Εδώ έχουμε φτάσει σε μια στιγμή που κάνουμε και μια κατάθεση ψυχής… Δεν έχω καμία ψευδαίσθηση ότι θα ήμουν ο Ρομπέν των δασών. Είμαι κι εγώ ένας άνθρωπος που κινούμαι σε αυτό το σύστημα και κάποια χρήματα από αυτά σίγουρα θα τα ιδιοποιούμουνα, αλλά στο βαθμό του να κάνω μια ζωή που να μου εξασφαλίζει τα προς το ζην και να μου παρέχει τη δυνατότητα να μπορώ να ασχολούμαι πολύ περισσότερο με αυτό το χώρο και με τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνία μας, χωρίς να έχω το βάρος μιας εργασίας. Γιατί αν θέλετε να πάμε σε ένα εργοστάσιο να ρωτήσουμε πόσοι εργαζόμενοι μπορούν να κατέβουν σε απεργία στον ιδιωτικό τομέα, πόσοι εργαζόμενοι θα θέλαν να κάνουν απεργία και δεν μπορούν, γιατί οι άνθρωποι έχουν κάνει τους συμβιβασμούς τους. Δε μπορούν. Πώς να κάνουν απεργία, όταν ξέρουν ότι την επόμενη μέρα ίσως να φύγουν; Είναι μια τρομοκρατία.

Λέτε εδώ ότι ο ληστής της τράπεζας τρομοκρατεί. Στη δικιά μου την περίπτωση έγινε μια προσπάθεια όσο γίνεται αυτό να αποκλειστεί. Ο κόσμος να μην τρομάξει τόσο πολύ .Έτσι θεωρώ. Δεν ξέρω για τις υπόλοιπες ληστείες, δε με αφορούν και δεν τοποθετούμαι. Σε ότι αφορά την τρομοκράτηση, θα ήθελα και να τους ρωτήσω… Έπρεπε να σηκωθώ και να ρωτήσω κάποια κοπέλα ή κάποιον άντρα που ήταν σε αυτήν την τράπεζα, κατά πόσο το εισόδημα τους τους εξασφαλίζει τη ζωή, αν έχουν παιδιά και πως θα τους φαινότανε αν μετά από 15 χρόνια υπηρεσίας τους απολύανε. Δηλαδή ποιο θα ήταν αυτό που θα τους τρομοκρατούσε περισσότερο; Η απόλυση τους και να βγουν στο φάσμα της ανεργίας και να κυνηγάνε τα ευρώ γινόμενοι καθαριστές ή ψάχνοντας για μεροκάματο μετά από 15 χρόνια; Γιατί έτσι κι αλλιώς οι εργαζόμενοι των τραπεζών δεν είναι σε ιδανικό περιβάλλον, θυμάμαι πριν τη ληστεία γινόταν κινητοποιήσεις από την ΟΤΟΕ. Σίγουρα τους φόβισα τους ανθρώπους, αυτό είναι και το μόνο για το οποίο θα μπορούσα να τους ζητήσω κι ένα συγγνώμη, όμως είναι το μοναδικό πράγμα που δε μπορείς να εμποδίσεις. Σίγουρα θα θελα να φοβίσω πολύ περισσότερο τους πολιτικούς άρχοντες ή προύχοντες ή την ολιγαρχία αυτής της χώρας κι όχι την κυρία χ ή ψ που εργάζεται στο ταμείο αυτό, στο ταμείο το άλλο, τον πελάτη, τον πολίτη που έρχεται δίπλα, αυτόν που τρέχει και πανικοβάλλεται επειδή δεν ξέρει τι γίνεται. Όμως θα ήθελα να μου δώσουν μια απάντηση σε αυτό: μια επίσκεψη ληστών θα τους τρομοκρατούσε τόσο πολύ; Ή αν τους ανακοίνωναν ότι απολύεστε μετά από 15 χρόνια, όπου δε θα έχουν καμία σύνταξη, θα πάρουν μια μικρή αποζημίωση και θα πεταχτούν στο καλάθι των αχρήστων;

Επειδή άφησα το ζήτημα της ιδιοτέλειας και της ανιδιοτέλειας στη μέση, θεωρώ ότι μια τέτοια πράξη έχει και μια κάποια επαναστατικότητα, δε νομίζω ότι έχει ταπεινά ελατήρια, στη δική μου την περίπτωση τουλάχιστον. Αυτή η λογική της ανιδιοτέλειας εμένα με παραπέμπει στη θυματοποίηση. Δηλαδή το καταλαβαίνω ότι θα άρεσε σε όλους περισσότερο ένα προσωπείο που ο ληστής το κάνει για να τα δώσει στους φτωχούς, μκ3 μορφή θυματοποίησης, ένας υπέρτατος αλτρουισμός, όπου ο ληστής είναι τελείως ανιδιοτελής, θεωρώ ότι όντως όμως υπάρχει μια τέτοια διάθεση. Γενικώς σε μια επαναστατική πράξη υπάρχει μια τέτοια διάθεση, υπάρχει ανιδιοτέλεια. Το ατομικό εγώ είναι αυτό το οποίο, ανάλογα με τα στοιχειά του χαρακτήρα και με τη συνειδητοποίηση που υπάρχει στο υποκείμενο, θα προσθέσει μέσα στην κοινωνία την αντανάκλαση προς κάτι ευρύτερα θετικό. Στη δική μου την περίπτωση ας πούμε, εφόσον δραστηριοποιούμαι κι έχω υποτίθεται κάποιες κοινωνικές ευαισθησίες -εκτός αν μου το αμφισβητήσετε κι αυτό-, πιστεύω κάποια χρήματα θα πήγαιναν για καλό σκοπό. Είναι δηλαδή αναμφισβήτητο για μένα. Αναμφισβήτητο. […]

Με το να προστατεύεις τα συμφέροντα της τράπεζας, δεν προστατεύεις τα συμφέροντα του λαού. Μην τρελαθούμε εντελώς. Δεν είναι συμφέρον του λαού ο πλούτος που έχει αποταμιεύσει η τράπεζα με τις χιλιάδες μηχανορραφίες που κάνει, με τα πανωτόκια, με τον Τειρεσία. Έχει καταδικάσει οικογένειες, έχει παλαβώσει ο κόσμος έξω, δεν ξέρει τι να κάνει. Δύο εκατομμύρια Έλληνες λέχθηκε ότι είναι κάτω από το όριο της φτώχειας και οι άλλοι παιδεύονται με τις πιστωτικές κάρτες κι έχουμε μεταβίβαση χρεών από τη μια τράπεζα στην άλλη. Σε λίγο θα μεταβιβάζονται τα χρέη στα παιδιά κι έτσι θα έχουμε μια δουλοπαροικία. Τις τράπεζες να ανάγονται σε φεουδάρχες και να έχουμε έτοιμους εργάτες πλέον, θα κάνει ο γονιός παιδιά τα οποία θα είναι εν δυνάμει σκλάβοι, θα αναλάβουν κι αυτοί τα χρέη. Διότι το δάνειο που πήραν δεν αποπληρώνεται. Έχει ένα στάδιο πληρωμής 60 χρόνια. Πεθαίνει ο πατέρας, το παίρνει το παιδί, θα φτάσουμε και σε αυτό το σημείο, αφού έχουμε ξεκινήσει τη μεταβίβαση χρεών από τράπεζα σε τράπεζα… Κι εν πάση περιπτώσει είμαι εγώ ο εχθρός της κοινωνίας, εγώ πρέπει να συλληφθώ, εγώ να φάω τις σφαίρες, εγώ να είμαι στις φυλακές, εγώ θα πρέπει να επανενταχθώ λες και είμαι ξένο κομμάτι της κοινωνίας. Είμαι ένα μαχόμενο κομμάτι κι έτσι θα παραμείνω. Αυτά σε ότι αφορά τα κίνητρα της ληστείας.

[…] Για μένα η τράπεζα είναι ένα νεφελώδες κατασκεύασμα, απρόσωπο τελείως. Δεν τους ξέρουμε τους κυρίους, δεν τους έχουμε δει ποτέ. Κι αν τους δούμε θα έχουν 8 σαγόνια κι ένα πτερύγιο!

Γράμμα του Γιάννη Δημητράκη

Αυτό το γράμμα σύντροφοι είναι μια πρώτη προσπάθεια να μιλήσω και να σχολιάσω γεγονότα και καταστάσεις που διαδραματίστηκαν και βίωσα με αφορμή την συμμετοχή μου στη ληστεία της Έθνικής Τράπεζας στο κέντρο της Αθήνα στις 16 Ιανουαρίου. Πριν όμως επεκταθώ σε αυτά καθαυτά τα γεγονότα, θα ήθελα να πω μερικά πράγματα όσον αφορά στα κίνητρα για την επιλογή μου να προβώ σε μια τέτοια ενέργεια και τι σημαίνει για μένα.

Η σημερινή κοινωνία θεωρώ ότι δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια άμαξα σε προδιαγεγραμμένη διαδρομή, που οδεύει στην πλήρη αποκτήνωσή της. Τον ρόλο των επιβατών, των τροχών αλλά και των αλόγων, της κινητήριας δύναμης δηλαδή, τον παίζουμε εμείς οι ίδιοι οι άνθρωποι. Οδηγό της έχει το σκληρό πρόσωπο του καπιταλισμού και συνοδηγό της ένα απρόσωπο και νεφελώδες κράτος. Ο δρόμος φυσικά δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα και άνθη αλλά με άιμα και ανθρώπινα κορμιά. Με ατόμα ή ομάδες που θέλησαν είτε να αντισταθούν και να αλλάξουν αυτήν την ξέφρενη πορεία της, είτε να σταθούν εμπόδιο μπροστά της και είναι μεγάλος ο κατάλογος αυτών. Αντιφρονούντες, ανυπάκουοι, ανυπότακτοι, αριστεροί, αντιεξουσιαστές και αναρχικοί γεμίζουν αρκετές αιματηρές σελίδες στο βιβλίο της ιστορίας αυτής της διαδρομής. Κάπου ανάμεσα στις δύο τελευταίες ομάδες θεωρώ ότι ανήκω και εγώ.

Στο βαθμό συνειδητοποίησης λοιπόν που μου προσφέρει η κοσμοθεωρία μου και η αντίληψη μου, αυτό που μπορώ να διακρίνω έυκολα είναι ότι η σημερινή κοινωνία δεν στηρίζεται πουθενά αλλού παρά στη βία, στην καταπίεση και στην εκμετάλλευση. Μια κοινωνία όπου η προσπάθεια της είναι η καταρράκωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας με κάθε τρόπο και μέσο. Και αυτό το βιώνει και το εισπράττει ο καθένας μας στην καθημερινότητά του, είτε με την εξαναγκαστική συναναστροφή του με κρατικούς θεσμούς-φορείς, είτε στην εργασία του και από αυτούς που την διαχειρίζονται και την καρπώνονται. Εργασία, δουλειά: έννοιες που στην ουσία σημαίνουν μισθωτή σκλαβιά και δουλεία. Η εργασία και η υπεραξία της αποτελούν για το σημερινό οικονομικό σύστημα τους στυλοβάτες για το ίδιο, ενώ τα άτομα που την διεκπεραιώνουν, και με τις συνθήκες που γίνεται αυτό, επιβεβαιώνεται ότι οι άνθρωποι αντιμετωπίζονται σαν αναλώσιμα είδη, σαν σύγχρονοι σκλάβοι. Βλέπουμε εργάτες να σαπίζουν απο αρρώστιες που οφείλονται στην πολύχρονη έκθεσή τους σε βλαβερές ουσίες, να πεθαίνουν είτε απο πτώσεις είτε απο εκρήξεις στους καπιταλιστικούς ναούς που κατασκευάζουν, να χάνουν την ορμή, τη ζωντάνια, τον αυθορμητισμό που χαρακτηρίζουν ένα εν δυνάμει ελεύθερο άτομο. Δουλεύοντας εξαντλητικά ωράρια και απασχολούμενοι σε δυό και τρείς δουλειές ταυτόχρονα για λίγα ψίχουλα. Όταν για τις πιο στοιχειώδεις ανάγκες του ανθρώπου αναγκάζεται το άτομο να υποθηκεύει σε αυτούς τους στυγνούς δυνάστες που ακούν στο όνομα τράπεζες με αποτέλεσμα υπο το βάρος αυτής της οικονομικής ευθύνης να παρουσιάζει σημάδια δουλικότητας και υποταγής, ενώ αν τελικά δεν ανταπεξέλθει και οδηγηθεί σε οικονομική κατάρρευση, να καταλήξει στην αυτοκτονία ή στην δημόσια διαπόμπευσή του απο τα ΜΜΕ ως ένα ακόμα ανθρώπινο ναυάγιο, μας οδηγεί σε ένα μόνο συμπέρασμα.

Το κράτος και το κεφάλαιο για να διατηρήσουν την ύπαρξή τους κατασκευάζουν σύγχρονους είλωτες που η σύγκριση τους με τους αντίστοιχους Σπαρτιάτες δεν είναι καθόλου ατυχής. Ένα σύστημα που στο βωμό του κέρδους θυσιάζει αλόγιστα και με θρασύτητα ανθρώπινες ζωές. Φυσικά όπως προανέφερα ένας απο τους βασικούς συνένοχους σε όλα αυτά είναι και η τράπεζα που δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας νόμιμος τοκογλύφος και έχει μερίδιο ευθύνης για το μεγάλο πλιάτσικο που γίνεται σε βάρος της εργασίας των ανθρώπων.

Λαμβάνοντας υπόψιν λοιπόν τα παραπάνω καταλαβαίνουμε τον Μακί στην «Οπερέτα της Πεντάρας» του Μπρέχτ όταν ρωτά: «Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυση μιας τράπεζας;». Αλλά ίσως και εμένα που θέλοντας να αντισταθώ σε ατομικό επίπεδο (γιατί σε μαζικό όσοι με ξέρουν προσωπικά γνωρίζουν πως έχω συμμετάσχει όσο περισσότερο μπορούσα) στο μελλοντικό μου ζυγό, να ορίσω εγώ τις συνθήκες και την ποιότητα διαβίωσης μου, να ασκήσω έμπρακτα την άρνησή μου να «εργαστώ» αλλά και να παίξω τον ρόλο μιας ακόμα παραγωγικής μονάδας, ένας ακόμη τροχός της άμαξας, θέλοντας να επιτεθώ σε αυτό το τερατούργημα που ονομάζεται τράπεζα (μην έχοντας καμμιά ψευδαίσθηση πως θα επιφέρω σημαντικά πλήγματα σε αυτό το οικονομικό οικοδόμημα), επιλέγοντας να χαραξω μια αξιοπρεπή διαδρομή μέσα στην ζωή αποφάσισα να ληστέψω μια τράπεζα. Πράξη που τη θεωρώ ανάμεσα σε πολλές άλλες άκρως επαναστατική και διεκδικεί επάξια τον δικό της χώρο μέσα σε αυτές.

Έχοντας οδηγό μου την ειλικρίνεια πρέπει να πω πως τα χρήματα που θα αποκτούσα απο τη ληστεία θα είχαν τελικό αποδέκτη τους εμένα. Όμως ταυτόχρονα σαν αναρχικός και άτομο που θέλει να δείχνει έμπρακτα την αλληλεγγύη του θα ήμουνα απο τους πρώτους και θα χαιρόμουν να βοηθήσω να καλυφθούν χρηματικές ανάγκες που μπορεί να προέκυπταν μέσα σε αυτό το χώρο που ανήκω. Κλείνοντας θέλω να τονίσω πως σε καμμία περίπτωση με τα γραφόμενα μου δεν υποστηρίζω ότι όποιος είναι αναρχικός πρέπει να είναι ληστής ή ότι όσοι εργάζονται είναι υποδουλωμένοι. Όλα τα παραπάνω εκφράζουν και ορίζουν εμένα και δεν αποτελούν κανόνα για κανέναν.

Ξεκινώντας να αφηγηθώ γεγονότα, παίρνω ως αφετηρία την σκηνή όπου είμαι τραυματισμένος κάτω στην άσφαλτο απο τα πυρα των μπάτσων και πλέον αναγκαστικά αφήνομαι στην «ζεστή» αγκαλία του κράτους. Το καλωσόρισμα είναι τουλάχιστον εντυπωσιακό σαν εικόνα όπως θα είδαν οι περισσότεροι, αλλά και παραδειγματικό για αυτούς που σκέφτονται να δράσουν με παρόμοιο τρόπο.

Μια αγέλη κυνηγών με μπλέ στολές, εγώ περιτριγυρισμένος στον ρόλο του πληγωμένου θηράματος, να δέχομαι φιλικές κλωτσιές που εκ των υστέρων έμαθα ότι ήταν στα πλαίσια του αφοπλισμού μου αλλά και κουβέντες του στυλ «σας γαμήσαμε ρε!» ή «είσαι μάγκας τώρα ρε πούστη;!» και άλλα τέτοια γενναιόψυχα σχόλια. Οι χειροπέδες πισθάγκωνα παρά το γεγονός ότι δεν μπορούσα να κουνηθώ ή να ανασάνω έχοντας σφαίρες στα πνευμόνια, στο συκώτι και τον αγκώνα, απλά συμπληρώνουν το όλο σκηνικό. Αυτά τα αναφέρω χωρίς κανένα ίχνος πίκρας, παραπόνου ή απογοήτευσης γιατί έτσι και αλλοιώς δεν περίμενα τίποτα λιγότερο απο τους εχθρούς μου στην περίπτωση που θα έπεφτα στα χέρια τους. Ούτως ή άλλως παρόμοιες συμπεριφορές έχουν επιδείξει σε λιγότερο «επικίνδυνους» κακοποιούς, και ενδεικτικά θα επαναφέρω εικόνες, όπως οι συλλήψεις διαδηλωτών, μεταναστών, ή σε πογκρόμ σε καταυλισμούς τσιγγάνων και πολλά άλλα. Τα αναφέρω όμως γιατι κατα ένα τραγικό και παράλογο τρόπο αυτοί είναι που στη δίκη μου θα έρθουν ώς υπερασπιστές και τιμητές της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας ενώ εγώ θα έχω το ρόλο του ανήθικου, του σκληρού, βίαιου και στυγνού εγκληματία.

Στο διάστημα κράτησής μου στο ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ Αθηνων, βίωσα στην κυριολεξία τι σημαίνει καταστρατήγηση κάθε ανθρώπινου δικαιώματος σαν συλληφθέντας και αργότερα ως κρατούμενος. Από την αρχή φάνηκαν σημάδια για το ποιά θα ήταν η αντιμετώπισή τους απέναντί μου, όταν στο πρώτο επισκεπτήριο απο τους γονείς μου στην Μ.Ε.Θ. (Μονάδα Εντατικής Θεραπείας) και ενώ υπάρχει αυστηρός κανόνας για περιορισμένο αριθμό επισκεπτών, ακόμα και αν αυτό είναι για συγγενείς, εισβάλλει μαζί τους ένας πάνοπλος αστυνομικός και ακροβολίζεται σε μια γωνία με αποτέλεσμα να ισοπεδωθεί κάθε έννοια προσωπικών στιγμών. Γιατί έτσι και αλλοιώς απο τα φάρμακα ούτε το στόμα μου δεν μπορούσα να ανοίξω, πόσο μάλλον να κάνω συζήτηση. Στη συνέχεια, σε ανύποπτη χρονική στιγμή, μέσα σε μια νεφελώδη ατμόσφαιρα απο την βαριά φαρμακευτική αγωγή που ακολουθούσα λόγω των πόνων που είχα απο τα τραύματα, και κολυμπώντας σε διάφορα σωληνάκια που βγαίναν απο το σώμα μου, αντιλαμβάνομαι ότι πλέον έχει εγκατασταθεί μόνιμα ένας φρουρός μέσα στο δωμάτιο ακριβώς δίπλα μου. Γεγονός που με εκνευρίζει και δεν με αφήνει να ξεκουραστώ και το οποίο το ανακοινώνω. Παραδόξως βγαίνει απο το δωμάτιο και στέκεται ακριβώς έξω απο αυτό. Φυσικά όταν ήρθαν οι γιατροί και ο διευθυντής της ΜΕΘ να με εξετάσουν, ανέφερα αυτό το περιστατικό και πραγματικά έκπληκτοι και σαφώς εκνευρισμένοι έδιωξαν τον μπάτσο απορώντας για το ποιός τον είχε αφήσει να μπεί.

Εδώ πραγματικά αξίζουν ένα μεγάλο ευχαριστώ απο πλευράς μου όλοι αυτοί που ασχολήθηκαν μαζί μου απο τους γιατρούς μέχρι τις νοσηλεύτριες/νοσηλευτές, που ασχέτως των πολιτικών τους πεποιθήσεων με φρόντισαν όσο καλύτερα γινόταν, ενώ και κάποιοι απο αυτούς αντιστάθηκαν όσο μπορούσαν στις διάφορες πιέσεις που δέχτηκαν απο τις διωκτικές αρχές, είτε για την φρούρησή μου είτε για τη μεταφορά μου και έξοδό μου από τη ΜΕΘ.

Την τρίτη ή τέταρτη μέρα νοσηλείας μου πληροφορούμαι ότι πρός το απόγευμα θα έρθει να με δεί ο εισαγγελέας Διώτης. Ομολογώ ότι στην αρχή προβληματίστηκα για το αν στην κατάσταση που βρισκόμουν θα μπορούσα να τον αντιμετωπίσω, αλλά ο διευθυντής της ΜΕΘ με διαβεβαίωσε ότι θα ήταν δίπλα μου κατά την διάρκεια της ανάκρισης και μου γνωστοποίησε ότι είχα το δικαίωμα λόγω της κατάστασής μου να διακόψω την διαδικασία οποιαδήποτε στιγμή, πράγμα που εγώ δεν ήξερα. Έτσι έγινε τελικά, ήρθε ο Διώτης μαζί με κάποιον «διευθυντή» ασφαλείας και άλλο ένα ατομο που δεν θυμάμαι ποιά ήταν ακριβώς η αρμοδιότητα του, μάλλον όμως ήταν ο ανακριτής και αφού άφησε τον καθένα να μου μιλήσει 1-2 λεπτά, έκανα νόημα στον γιατρό μου ότι θέλω να αποχωρήσουν. Φεύγοντας ο Διώτης μου είπε πως ούτως ή άλλως θα βρούν ποιοί ήταν μαζί μου και πως το να μιλήσω τώρα και να τους βοηθήσω απλώς θα ελαφρύνει τη θέση μου. Φυσικά οι κουβέντες του έπεσαν στο κενό. Τη δεύτερη φορά που ήρθε μου δόθηκε η ευκαιρία να καταλάβω ποιός πραγματικά είναι ο κ. Διώτης όταν σε μια στιχομυθία με τον διευθυντή της ΜΕΘ του ξέφυγε μια φράση ομολογουμένως περίεργη. Αφού έχει τελειώσει ένα μονόλογο του και μου παραδίδει το ένταλμα σύλληψης μου και τις κατηγορίες που μου αποδίδονται, μου ζητά να υπογράψω. Ο γιατρός όμως του λέει πως είμαι ανίκανος για κάτι τέτοιο και τον παρακαλεί να φύγει γιατί είχαν αρχίσει οι δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν. Και τότε ο κ. Διώτης πρός έκπληξη και των δύο μας απαντά: «Σαφώς και σέβομαι την κατάσταση του παιδιού και δεν σκοπεύω να τον ταλαιπωρήσω άλλο, γιατι αν ήθελα θα μπορούσα να του τραβήξω λίγο τα σωληνάκια και του πάω την πίεση στο 50». Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα τι θα γινόταν μες στο δωμάτιο αν οι γιατροί δεν ήταν άνθρωποι με σθένος και αξίες, αλλά απλά υποχείρια του. Σίγουρα θα ανακάλυπτα τις «περίφημες» μεθόδους ανάκρισης του εισαγγελέα Διώτη που έχει εφαρμόσει και στο παρελθόν.

Μετά απο αυτό το περιστατικό οι συνθήκες κράτησης πραγματικά επιδεινώθηκαν. Μέσα στη ΜΕΘ εγκαταστάθηκαν μόνιμα δύο ένοπλοι φρουροί, ασκήθηκαν πιέσεις στην διεύθυνση για να βγώ απο εκεί νωρίτερα και το πέτυχαν, με μετέφεραν σε ένα ειδικά διαμορφωμένο δωμάτιο στην Οφθαλμιατρική κλινική με τη δικαιολογία της καλύτερης φρούρησής μου. Μέσα στο νέο χώρο που κοιμόμουν είχα δίπλα μου δύο ασφαλίτες, άλλους δύο μόνιμα έξω απο την ανοιχτή πόρτα, ένας τύπος ανα μισή ώρα μπαινόβγαινε σαν τον τσολιά για έλεγχο, στον προθάλαμο του δωματίου 5-6 ακόμα μπάτσοι και έξω στο διάδρομο άγνωστος αριθμός ατόμων.

Το αποτέλεσμα όλων αυτών ποιό ήταν; Να είμαι 3-4 μέρες άϋπνος μιας και είχε μετατραπεί ο χώρος σε χαύρα Ιουδαίων, ενώ εγώ ένοιωθα αξιοθέατο, αφού ο κάθε τυχάρπαστος μπάτσος έμπαινε μέσα και με περιεργαζόταν εν μέσω κουβεντούλας στο κινητό του ή με τους συναδέλφους του. Να έχουν φτάσει τα νεύρα μου σε οριακές καταστάσεις και όταν διαμαρτύρομαι στον υπεύθυνο ασφαλείας να μου απαντά ότι τώρα πια είμαι κρατούμενος και αυτοί θα κρίνουν πως πρέπει να φρουρούμαι και ότι με προστατεύουν απο το να κάνω κακό στον εαυτό μου, εννοώντας, αν είναι δυνατόν, ότι με πρόσεχαν να μην αυτοκτονήσω. Να εκτυλίσσονται σκηνές απείρου κάλλους, με εμένα ακόμα κατάκοιτο να κάνω τις φυσικές μου ανάγκες μπροστά τους και αυτοί ατάραχοι να παρακολουθούν και πόσα άλλα παρόμοια περιστατικά. Όπως το δέσιμο των χεριών μου στο κρεβάτι της ΜΕΘ πάλι με τη δικαιολογία της αποτροπής αυτοκτονίας ή την απόπειρα απαγωγής μου απο την Οφθαλμιατρική και μεταγωγή μου στο νοσοκομείο Κορυδαλλού, έχοντας ακόμη τα ράμματα στις χειρουργικές τομές, ισχυριζόμενοι ψευδώς ότι πήραν την άδεια των γιατρών? όμως τελικά πρόσκαιρα απετράπη μετά απο ειδοποίηση των γιατρών απο την οικογένεια μου.

Μοναδικό σκοπό πιστεύω όλα αυτά είχαν να με ταπεινώσουν, να χάσω κάθε ίχνος αυτοεκτίμησης και γενικώς να εμπεδώσω το γεγονός ότι πλέον ήμουν στα χέρια τους αιχμάλωτος και δεν είχα πια κανένα δικαίωμα. Καταστάσεις που με οδηγούσαν να σκέφτομαι το νοσοκομείο και τις φυλακές Κορυδαλλού ως παραδείσους ψυχικής και νοητικής ηρεμίας.

Στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι να μεταβώ στις φυλακές Κορυδαλλού, είδαμε όλοι μας πιστεύω μια ενορχηστρωμένη προσπάθεια των διωκτικών αρχών να κατασκευάσουν ενόχους με μοναδικές ενδείξεις ότι ανήκουν στο φιλικό μου περιβάλλον αλλά και στον αναρχικό χώρο. Είμαι σίγουρος πια ότι το χορό των προσαγωγών-απαγωγών, της δημοσιοποίησης ονομάτων και έκδόσεων ενταλμάτων, το ξεκίνησε η εύρεση κάποιων προσωπικών φωτογραφιών μου, κλήσεις από ή στο κινητό μου ή οποιοδήποτε έγγραφο που αποδείκνυε την φιλική σχέση που είχα με αυτά τα άτομα. Θέλω να εκφράσω την αλληλεγγύη μου σε όλους αυτούς.
Σύμφωνα με τα αστυνομικά και δημοσιογραφικά σενάρια απαρτίζουμε μια άγνωστη τουλάχιστον σε εμένα «συμμορία με τα μαύρα» όπου την αποτελούν 10-15 άτομα, αντιεξουσιαστές και αναρχικοί (αφήνονται έτσι ενδεχόμενα εμπλοκής και άλλων ατόμων), η οποία συμμορία έχει διαπράξει άλλες έξι ληστείες τραπεζών, πηγαίνει διακοπές σε πανάκριβα θέρετρα, έχει σχέσεις με τον Πάσσαρη και πολλά άλλα. Όσον αφορά τα χρήματα που είχαν μαζευτεί απο διαφόρους συντρόφους για ανάγκες του αναρχικού χώρου και τα είχα σε θυρίδα, βαφτίστηκαν προϊόν ληστειών.

Με αυτά και με αυτά όμως κατέληξα να απολογούμαι στον ανακριτή για συνολικά εφτά ληστείες, για απόπειρες ανθρωποκτονίας, για ξέπλυμα χρήματος και να τα συνοδεύει όλα αυτά ο αντι-τρομοκρατικός νόμος.
Το ότι το κράτος και τα σκυλιά του χρόνια τώρα έχουν πάγια τακτική να σπιλώνουν πρόσωπα, να διογκώνουν δικογραφίες, να κατασκευάζουν ενόχους, να οργανώνουν δίκες παρωδίες και γενικώς με κάθε είδους μεθοδεύσεις να επιδεικνύουν μίσος και εκδικητικότητα σε όσους αντιστέκονται είναι γνωστό. Ένα ερώτημα προκύπτει όμως λαμβάνοντας σοβαρά υπόψην μας όλα τα παραπάνω. Τι αντιμετώπιση και ποιές μεθόδους θα εφαρμόσει πάνω τους το κράτος σε περίπτωση που συλληφθούν ή παρουσιαστούν αυτοβούλως οι τρείς σύντροφοι, ώστε να αποσπάσει μια ομολογία τους για να τους παραπέμψει σε δίκη αλλά και πώς τελικά θα διασφαλιστεί μια «δίκαιη δίκη» για όποιον φτάσει σε αυτή τη διαδικασία;

Τελειώνοντας ένα έχω να πώ σε όλους αυτούς που σχεδιάζουν την φυσική, ηθική και πολιτική εξόντωση μας και να το βάλουν καλά στο μυαλό τους: Όσα βρώμικα και ανήθικα μέσα και να χρησιμοποιήσουν, όσο και να μας κυνηγήσουν και να μας φυλακίσουν, ποτέ δεν πρόκειται να μας εξουθενώσουν και να μας δαμάσουν. Γιατί το ΔΙΚΙΟ ΤΟ ΕΧΟΥΝ ΟΙ ΕΞΕΓΕΡΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΟΧΙ ΟΙ ΡΟΥΦΙΑΝΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΕΝΟΙ.

Επίσης θέλω να πώ και ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όσους επέλεξαν, επιλέγουν ή θα επιλέξουν να σταθούν αλληλλέγγυοι στο πρόσωπο μου, με οποιοδήποτε τρόπο, παρόλο που απο την φύση της η υπόθεσή μου είναι, θεωρώ, αρκετά δύσκολη.

Με αγωνιστικούς χαιρετισμούς,

Γιάννης Δημητράκης

Φυλακές Κορυδαλλού

5 Ιούνη ’06

Για την υπόθεση του Γιάννη Δημητράκη

Ο αναρχικός Γιάννης Δημητράκης συνελήφθη στις 16 Γενάρη του 2006, βαριά τραυματισμένος από πυροβολισμούς μπάτσων μετά από ληστεία στην Εθνική Τράπεζα της οδού Σόλωνος. Τη σύλληψή του ακολούθησε μια παραληρηματική ασφαλίτικη και μιντιακή προπαγάνδα περί δήθεν ύπαρξης «συμμορίας ληστών με τα μαύρα», επιχειρήθηκε η ανάκρισή του από το διαβόητο τρομοεισαγγελέα Διώτη τις μέρες που νοσηλευόταν στην εντατική, στοχοποιήθηκε το φιλικό και συγγενικό του περιβάλλον και στη δίωξή του συμπεριλήφθηκαν οι επιβαρυντικές διατάξεις του τρομονόμου καθώς και κατηγορίες για έναν αριθμό επιπλέον ληστειών. Οι διωκτικοί μηχανισμοί κατηγόρησαν για την ίδια υπόθεση και κήρυξαν καταζητούμενους τρεις ακόμα αναρχικούς, το Σίμο και το Μάριο Σεϊσίδη και το Γρηγόρη Τσιρώνη, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να τους επικηρύξουν τον Οκτώβρη του 2009.

Ο Γ. Δημητράκης υπερασπίστηκε ως πολιτική του επιλογή τη συγκεκριμένη ληστεία κατά την οποία συνελήφθη, ως επιλογή εναντίωσής του στον εκβιασμό της εργασιακής συνθήκη καθώς και στο ρόλο των τραπεζών. Επίσης από την πρώτη στιγμή και καθόλη τη διάρκεια της αιχμαλωσίας του, έχει σταθεί ενεργητικά παρών στις εξεγέρσεις και τους αγώνες μέσα στις φυλακές και μέσω των γραπτών του διατηρεί ζωντανή την επαφή του με τις εξελίξεις και έξω από αυτές.

Πρωτόδικα, τον Ιούλη του 2007, του επιβλήθηκε μια εξοντωτική ποινή 35 χρόνων. Κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στο εφετείο, το Δεκέμβρη του 2010, η καταδικαστική ποινή μειώθηκε σε 12,5 χρόνια.

Ο σύντροφος τελικά αποφυλακίζεται τον Ιανουάριο του 2012.

Γράμμα του Γιάννη Δημητράκη

Από την ‘απολογία’ του Γιάννη Δημητράκη τον Ιούλιο του 2007

Κείμενο του Γιάννη Δημητράκη για τη μαζική απεργία πείνας στις φυλακές το Νοέμβρη του 2008

Kείμενο του αναρχικού Γιάννη Δημητράκη για το ταμείο αλληλεγγύης

Κείμενο του Γιάννη Δημητράκη – 3/8/2012