“Μέχρι να είμαστε όλοι ελεύθεροι” – Gabriel Pompo da Silva (pdf)

Ο Γκαμπριέλ είναι ένας αναρχικός που μαζί με τον Χοσέ Φερνάντεζ Ντελγκάδο, απέδρασαν από το βάρβαρο καθεστώς φυλακών F.I.E.S. του ισπανικού κράτους, το 2004. Βρέθηκαν και οι δύο στις γερμανικές φυλακές, μετά από ένοπλη μάχη με Γερμανούς μπάτσους σε έλεγχο που τους έγινε, μετά την απόδρασή τους. Ο Γκαμπριέλ καταδικάστηκε σε 13 χρόνια φυλάκιση και ο Χοσέ σε 14. Ο Γκαμπριέλ έχει περάσει πάνω από 24 χρόνια ως φυλακισμένος, 14 από τα οποία στην απομόνωση (είναι 40 ετών).

Η μπροσούρα, που περιέχει κείμενά του, μεταφράστηκε από συντρόφους στο Βόλο από την αγγλική έκδοση και εμπλουτίστηκε με κάποια πιο πρόσφατα γράμματα του Γκαμπριέλ και με ένα χρονικό ενεργειών αλληλεγγύης. Eκδόθηκε από τη συνέλευση Βόλου του ταμείου αλληλεγγύης και οικονομικής υποστήριξης των φυλακισμένων αγωνιστών.

Μπροσούρα

Από την απολογία του Βαγγέλη Χρυσοχοϊδη στο Εφετείο

Καταρχήν θα παρακαλούσα να δείξετε λίγη υπομονή για αυτά που έχω να πω, χωρίς να με διακόψετε για να μην χάσω τον ειρμό μου. Θα ξεκαθαρίσω ποιος πραγματικά είμαι, στην καθημερινότητά μου και στο στάδιο της εργασίας γιατί πιστεύω πως ο καθένας έχει σχηματίσει άλλη εικόνα για μένα, επηρεασμένος από τα ΜΜΕ ως σεσημασμένος ληστής και τζογαδόρος που μπαινοβγαίνω σε καζίνο και μπουζούκια. Τέλος πάντων…

Θα πω για την επιλογή μου, τις ιδέες και τα βιώματά μου που με παρακίνησαν στην αλληλεγγύη στον Βασίλη Παλαιοκώστα αλλά αρνούμαι κατηγορηματικά τη συμμετοχή σε οποιαδήποτε εγκληματική οργάνωση, σε οποιαδήποτε ληστεία, απαγωγή και μερίδα από τα λύτρα.

Να ξεκαθαρίσω λίγο και την παρεξήγηση μεταξύ σας και του συνηγόρου μου που με χαρακτήρισε αντιεξουσιαστή, και που πολύ καλά παρατηρήσατε ότι εγώ δεν το είπα ποτέ αυτό. Έχω περάσει από τον αναρχικό χώρο όπου και γνώρισα τον Πόλυ, κι αν όχι όλους εδώ μέσα, σίγουρα τα ¾ τους γνωρίζω από κει. Ο αναρχικός χώρος είναι χώρος ελεύθερης έκφρασης, δηλαδή δεν είναι όπως ένα κόμμα που πας και γράφεσαι κι ακολουθείς τη γραμμή και το καταστατικό του αρχηγού. Ο καθένας λέει τις απόψεις του ελεύθερα. Έτσι κι εγώ, όπως έχω περιγράψει τα βιώματά μου με τη στάση μου και τις απόψεις μου σε αυτά, ο κ. Φυτράκης με τις δικές του γνώσεις μ’ αποκάλεσε αντιεξουσιαστή, το δέχομαι. Αν μ’ έλεγε αναρχικό πάλι θα το δεχόμουνα, αν μ’ έλεγε κομμουνιστή πάλι θα το δεχόμουνα. Εγώ δεν αυτοταμπελώνομαι, αλλά αφήνω τους άλλους να με κρίνουν, ο καθένας δεν είναι και ό,τι δηλώνει. (Δηλαδή το Πασοκ που λέει ότι είναι σοσιαλιστικό, είναι; Όχι φυσικά, αφού επέλεξε τον δρόμο της βαρβαρότητας).

Είμαι ένας άνθρωπος με συνείδηση και ευαισθητοποιημένος κοινωνικά κι αυτό προσπάθησα να το δείξω πρωτόδικα θέτοντας το ζήτημα της εργασίας έτσι όπως το βίωσα για 9 χρόνια, απ’ το εργοστάσιο επίπλων στο γραφείο της γραφιστικής. Όλη μου η καθημερινότητα κινούνταν γύρω απ’ την εργασία, απ’ τις 6.30 το πρωί που ξυπνούσα για να πάω στη δουλειά ως το βράδυ που πήγαινα στο μπαρ και σχολίαζα με τους φίλους μου πως πέρασε η μέρα μου, απ’ τον ακρωτηριασμό του δακτύλου μου και τη διπλή δισκοκήλη στη μέση μη μπορώντας να περπατήσω για 6 μήνες, στις πληρωμένες υπερωρίες, στις αυξήσεις που έπαιρνα μετά από χρόνιες διαδικασίες, ως την απάθεια των συναδέλφων μου σε μια αναπαυόμενη ρομποτική ζωή. Όλη αυτή η γλυκόξινη γεύση φαντάζει όνειρο σήμερα…

Το εργατικό δυστύχημα του συναδέλφου μου και το θέαμα που αντίκρισα με τα μυαλά απ’ έξω είναι εικόνες και σημάδια μιας ζωής που μ’ έκαναν να σκεφτώ τα πράγματα πιο ρεαλιστικά από ποτέ. Αντέδρασα απέναντι στους ψευτοσυνδικαλιστές, που ξεπουλάνε το χρόνο της ζωής μας με αντάλλαγμα την επιβίωση, που κομματικοποιούν τους εργαζόμενους για να μπουν οι ίδιοι στην πολιτική, που θεωρούν μοιραίο να πεθάνεις την ώρα που δουλεύεις για να ζήσεις. Προσπάθησα να δεθώ με τους συναδέλφους μου (αν και τους κατέκρινα ως τότε για τις μικροαστικές τους απόψεις), για να διεκδικήσουμε τα στοιχειώδη μέτρα ασφάλειας, έναν ευρωπαϊκό κι αξιοπρεπή μισθό της τάξης 1000-1200 €, να σταματήσουμε τις υπερωρίες κ.ά. , κάτι που δεν προχώρησε ποτέ συλλογικά παρά μόνο ατομικά.

Παραιτήθηκα απ’ το εργοστάσιο αντιλαμβανόμενος την επικινδυνότητά του κι έχοντας την τότε επιλογή να βρω αλλού δουλειά. Βρήκα ως γραφίστας (αυτό που σπούδασα στον «Ευκλείδη») αφήνοντας πίσω μου την σκληρή εργασία και το μεγαλύτερο μισθό που έπαιρνα, θυσιάζοντας τους αγώνες που είχα δώσει γι’ αυτόν, για να μην έχω την ίδια «τύχη» με το συνάδελφο μου που σκοτώθηκε. Είπαμε, ο άνθρωπος πάνω από τα κέρδη…Σίγουρα και σ’ αυτή τη δουλειά δεν ήταν μέλι-γάλα (όπως σ’ όλες άλλωστε). Απέκτησα μυωπία εξ’ αιτίας του υπολογιστή κι αυξήθηκε μέσα στη φυλακή (Από το να βλέπεις κοντά, από τοίχο σε τοίχο, δεν εξασκείται το μάτι για τα μακριά).

Εκείνο τον καιρό ήρθε και ο Πόλυς για να τον βοηθήσω να μεταφέρουμε τρόφιμα και είδη οικιακής χρήσεως σε κάποιον φίλο του καταζητούμενο, λόγω του ότι δεν ξέρει να οδηγάει ούτε αυτοκίνητο ούτε μηχανή. Και τον ευχαριστώ για την επιλογή του τόσο σαν φίλο και σαν σύντροφο που αργότερα με αποκάλυψε και την ταυτότητά του. Αφού είχα ήδη βιώσει και κατανοήσει την καθημερινότητα της εργασίας και συναισθηματικά φορτωμένος, με ήταν αδύνατο να μην σταθώ αλληλέγγυος σε κάποιον που έχει ανθρώπινα χαρακτηριστικά ώστε να ζει ελεύθερος, θα ακύρωνα τον εαυτό μου τόσο ατομικά όσο και κοινωνικά. Η αξιοπρέπεια στη ζωή, ο σεβασμός προς τον άνθρωπο, το πάθος για την ελευθερία είναι αυτά που αντιπροσωπεύουν τον Βασίλη Παλαιοκώστα. Ενάντια πάντα σε κάθε μορφή εκμετάλλευσης ληστεύοντας τράπεζες, δηλαδή τη νόμιμη τοκογλυφία του κράτους, για να επιβιώσει κι όχι για να γίνει πλούσιος, οι πράξεις του δεν αντικρούονταν στη συνείδηση μου. Δεν θεοποιώ την παρανομία του γιατί για μένα  πρόκειται για μια κάπως…περιορισμένη ελευθερία. Σέβομαι όμως την επιλογή του απ’ το «ζήσε σαν σκλάβος και πέθανε σαν λάθος», όπως και την σέβεται το μεγαλύτερο ποσοστό της κοινής γνώμης. Και τον προτιμάει κι ο κάθε αστυνομικός απ’ τον κάθε ληστή περιπτέρου, απ’ τον κάθε τσαντάκια, απ’ τον κάθε νταβατζή, απ’ το κάθε βαποράκι της πρέζας, απ’ τον κάθε απατεώνα. Κι αυτό που με είπαν οι αστυνομικοί στα κρατητήρια ήταν: «Παρακαλούσαμε να ήταν ο Βασίλης Παλαιοκώστας πίσω απ’ την απαγωγή του κ. Μυλωνά γιατί έγιναν κάποιες γκάφες απ’ την μεριά μας κι υπήρχε περίπτωση να τον χάναμε. Είναι ο άνθρωπος που ξέρει τι θέλει και πώς να το πάρει χωρίς να υπάρξουν απώλειες». Αυτό ακριβώς με είπαν!

Παρ’ όλ’ αυτά θέλουν να τον απομονώσουν (ακόμα και να τον εξοντώσουν, σύμφωνα με την επιστολή που έστειλε στην Ελευθεροτυπία τον Φεβρουάριο του 2010), επειδή έχει ρεζιλέψει πολλές φορές τις αρχές και χωρίς να σφάλλει κανέναν, να είναι και αρεστός στον κόσμο, κάτι που ζηλεύει το κάθε πολιτικό λαμόγιο με την ταυτότητα του ληστή ή του κλέφτη.

Όλα αυτά εδώ είναι κάτι που είχα πει και πρωτόδικα. Πέρασαν μόλις 3 χρόνια από τότε για να αποδειχθεί ότι όλοι οι διεφθαρμένοι πολιτικοί που πέρασαν από τη βουλή μεταπολιτευτικά, χρεοκοπήσανε τη χώρα παίζοντας με τη Siemens, Βατοπαίδι, χρηματιστήριο, ομόλογα, συστήματα C4I, υποβρύχια, ΟΣΕ, Ελληνικό δημόσιο-ρουσφέτια, κλπ, φτιάχνοντας όλοι τους περιουσίες για να ‘χουν να φάνε μέχρι και τα τρισέγγονά τους και κανένας δεν διώχθηκε ποτέ ποινικά. (Είπα κανένας; Συγγνώμη, προέκυψε το προεκλογικό δώρο «Άκης Τσοχατζόπουλος»…). Και καλούνε τους πολίτες, κυρίως τους χαμηλόμισθους, τους συνταξιούχους και την εργατική τάξη, που ήταν εντάξει στις υποχρεώσεις τους απέναντι στο κράτος όλα αυτά τα χρόνια, να πληρώσουν όλη την οικονομική κρίση (που αυτοί μας έφεραν σ’ αυτό το σημείο) με την ένταξη στο ΔΝΤ, με το μνημόνιο, την έκτακτη εισφορά, το χαράτσι της ΔΕΗ, μειώνοντας μισθούς και συντάξεις και κόβοντας επιδόματα. Εμείς τα ‘χουμε πληρώσει ήδη όλα αυτά και τώρα έπρεπε να τα πάρουμε πίσω κι όχι να μας τα ξανακλέβουνε με φόρο κόντρα στο φόρο. Λες και οι φόροι φέρνουν έσοδα… «Εμείς δεν τα φάγαμε» (οι αλήτες, οι κοπρίτες, οι μαλάκες κι οι τεμπέληδες), αυτοί τα φάγανε κι αυτοί πρέπει να τα γυρίσουν πίσω.

Αυτοί οδήγησαν τον κόσμο στην εξαθλίωση και στη ζητιανιά, στην κατάθλιψη και στη μετανάστευση εξ’ αιτίας της ανεργίας, στις αυτοκτονίες μετά από οικονομική κατάρρευση, στη φυλακή για να έχουν τουλάχιστον να φάνε (φανταστείτε ότι έχει ξεφτιλιστεί το νόημα της ελευθερίας απέναντι στην επιβίωση), στα συσσίτια της εκκλησίας (να λέμε κι ευχαριστώ στους ουδέποτε φορολογούμενους). Αυτοί εξαγρίωσαν τον κόσμο κι έκλεξε τους νεοναζί της Χρυσής Αυγής από αντίδραση, χωρίς να ξέρουν καν τι είναι. Αυτοί υποθάλπουν τους φοροφυγάδες επιχειρηματίες εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ ενώ ταυτόχρονα στέλνουν κόσμο στη φυλακή για απλήρωτα πρόστιμα του ΚΟΚ της τάξης των 300 €. Επειδή απ’ την κακομεταχείριση και τη διαφθορά χρεοκοπήσανε τα παραμάγαζά τους, θα χρεοκοπήσουνε και τα σπίτια μας; Αν αυτοί δεν είναι νταβατζήδες κι εγκληματική και τρομοκρατική οργάνωση, τότε ποιος είναι; Δεν υπάρχει μεγαλύτερη τρομοκρατία απ’ το να μην μπορείς να ταΐσεις το παιδί σου, δεν υπάρχει μεγαλύτερη τρομοκρατία απ’ το να μην ξέρεις τι σε περιμένει αύριο. Μόνο στον πόλεμο γίνονται αυτά. Και μόνο ένας τους διώχθηκε ποινικά. Ε, φυσικά γι’ αυτούς το σύνταγμα, οι νόμοι, οι δικονομίες κλπ είναι κομμένα και ραμμένα στα μέτρα τους. Το κράτος όταν φτιάχνει ένα νόμο δεν υποχρεώνει μόνο τους πολίτες να τον σεβαστούν αλλά αυτοδεσμεύεται. Άσχετα που μπορεί να τον παραβεί…χωρίς να τον παραβεί, δηλαδή ή θα τον τροποποιήσει ή θα τον καταργήσει ή θα τον αντικαταστήσει από έναν άλλο πιο εφαρμοστό. Όλοι είμαστε ίσοι απέναντι στο νόμο, ο νόμος δεν είναι ίσος προς όλους κι αυτό το βλέπουμε και το ζούμε μέσα στη φυλακή που είναι γεμάτη από φτωχοδιάβολους, γιατί κρίνουν απ’ τη στιγμή κι όχι απ’ το χρόνιο αποτέλεσμα.

Αποτέλεσμα της χρόνιας κλεψιάς του κράτους είναι η οικονομική κρίση, αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης είναι η άνοδος της εγκληματικότητας. Το κράτος τι κάνει γι’ αυτό; Έχει γεμίσει τις φυλακές με κλεφτρόνια. Μα είναι το ένστικτο της επιβίωσης. Όταν ένας δεν έχει να φάει, αναγκαστικά θα κλέψει. Είναι ο νόμος της ζούγκλας, το ένα ζώο σκοτώνει το άλλο για να ζήσει. Εγώ όταν έχω ένα σάπιο δέντρο, δεν περιμένω να καρποφορήσει για να πετάξω τους σάπιους καρπούς, το κακό από την ρίζα κόβεται. Και μετά «αναρωτιούνται» γιατί οι 4 στους 5 αποφυλακισθέντες γυρίζουν πίσω με πιο βαριές κατηγορίες…

Η αντεγκληματική πολιτική απ’ την πρόληψη, την καταστολή και τον σωφρονισμό, είναι μια αποτυχία εσκεμμένη όπου ο κάθε κρατούμενος αντιστοιχεί σ’ έναν εγκληματία και ξέρουμε ότι ο εγκληματίας δεν παράγει μόνο το έγκλημα αλλά και το ποινικό δίκαιο: και την οργάνωση της ποινικής δικαιοσύνης και της αστυνομίας. Κι η καταπολέμηση του εγκλήματος, αφορά καθαρά την προστασία του κεφαλαίου. Δεν υπάρχει σωφρονισμός, αν υπήρχε θα ξέρατε το πόσος χρόνος χρειάζεται για να ενταχτεί κάποιος αρμονικά στην κοινωνία και το πόσος δεν χρειάζεται για να μην γίνει κάποιος πραγματικά δημόσιος κίνδυνος. Έχουμε ξεχάσει τη λειτουργία και το νόημα της ποινής. Η φυλακή υπάρχει καθαρά ως τιμωρία (δηλαδή όταν βλέπω παππούδες 75-80χρ. στη φυλακή, ε, αυτοί δεν νομίζω να σωφρονιστούν σε τέτοια ηλικία, αν προλάβουν να βγουν, γι’ αυτό λέω ότι είναι τιμωρία). Τιμωρία θα μπορούσε να ήταν κι ο περιορισμός κατ’ οίκον ή η κοινωφελής εργασία, πχ βάλτε μας όλη μέρα να κάνουμε αναδασώσεις στα καμένα τα βουνά…

Δεν θ’ αναφερθώ λεπτομερώς για τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης, για το φαγητό, την υγειονομική περίθαλψη, τη θέρμανση κ.ά. γιατί τα θεωρώ πια κάπως προκλητικά εν καιρώ οικονομικής κρίσης, μην ξεχνάμε ότι πολλοί κατέληξαν στη φυλακή για να τα εξασφαλίσουν επειδή αναγκάστηκαν να κλέψουν. Δεν θα πω λεπτομέρειες για τους τυπικούς κανονισμούς, δηλαδή για την μη εφαρμογή του Σωφρονιστικού Κώδικα, για τα ατομικά μας δικαιώματα, τον υπερπληθυσμό, τους ξυλοδαρμούς της υπηρεσίας και τα πειθαρχεία. Ούτε για τους άτυπους κανονισμούς, δηλαδή για το καθεστώς διαφθοράς που επικρατεί, για την πρέζα που πλασάρει η υπηρεσία, τους τσαμπουκάδες και τις μαχαιριές μεταξύ κρατουμένων γιατί είναι σαν να αναλώνομαι στη σιχαμερή καθημερινότητά της. Αν και με είναι δύσκολο να ξεχάσω εικόνες από ανθρώπους που μαζεύουν τις γόπες από κάτω για τις καπνίσουν, να ψάχνουν ποτήρια μέσα στους κάδους για να πάρουν το γάλα της υπηρεσίας, να σε παρακαλάνε να σε πλύνουν τα ρούχα για ένα πακέτο τσιγάρα, άνθρωποι που δεν ξέρουν να γράφουν το όνομά τους. Αυτοί οι άνθρωποι αποφυλακίζονται για να ενταχθούν στο πουθενά.

Το ότι μπαίνουν οι ανθρωποφύλακες στον θάλαμο και το μόνο που κάνουν είναι να μετρήσουν πόσοι είμαστε χωρίς να πουν καλημέρα, δεν σημαίνει ότι είναι σωφρονιστές. Η «σωφρονιστική» πρακτική δεν καταλήγει στην μείωση της εγκληματικότητας αλλά αντίθετα σ’ ένα εργοστάσιο υπερπαραγωγής της εγκληματικότητας. Απ’ τη στιγμή που στη φυλακή δεν εκπαιδεύεσαι κάπου να μάθεις μια δουλειά ας πούμε, αναπόφευκτα οι επιλογές των κρατουμένων είναι μεταξύ εμπόριο όπλων, ναρκωτικών, μπράβων της νύχτας, κλπ. (Μπαίνεις βαποράκι-βγαίνεις βαρώνος, μπαίνεις κλεφτρόνι-βγαίνεις λήσταρχος). Όταν δεν έχεις περάσει απ’ τη φυλακή, δύσκολα μπαίνεις σ’ αυτούς τους κύκλους, ακόμα κι αν το θέλεις ή ψάχνεσαι, γιατί δεν ξέρεις πού να απευθυνθείς, ποιόν να εμπιστευτείς και ποιος να σ’ εμπιστευτεί. Ενώ μέσα, αυτά έρχονται από μόνα τους και συνήθως αλλοτριώνεσαι κιόλας, αφού οι συναναστροφές σου, αν δεν είναι τυχαίες, είναι ως το σημείο της συνεργασίας της επιβίωσης. Αυτό είναι που λέμε «καλός μπαίνεις-χειρότερος βγαίνεις: πόσο καλός δεν ξέρω, αλλά χειρότερος απ’ ότι ήσουν, σίγουρα! Το παρατηρούμε συνεχώς ότι στεγνώνουμε απ’ τα πιο αγνά συναισθήματα, ισχυροποιώντας τα πιο άγρια ένστικτα.

Ισχύει βέβαια κι αυτό που λένε ότι η φυλακή είναι σχολείο (της κακιάς ώρας φυσικά), αφού είναι η μικρογραφία της κοινωνίας…Ή η κοινωνία είναι η μεγέθυνση της φυλακής; Εγώ όμως ξέρω ένα, ότι «η λίγη φυλακή ίσως κάνει και καλό αλλά η πολύ σε σκοτώνει». Σε 1 ή 2 χρ. αρχίζεις να εκτιμάς πολλά απλά καθημερινά πράγματα που τα είχες ως δεδομένα και δεν τα πολυεκτιμούσες, όπως τους φίλους σου, την θάλασσα, τον έρωτα, μια βόλτα με τη μηχανή, το γήπεδο – την ροή του κόσμου, ένα περίπατο το βράδυ, κ.ά. Τα παραπάνω χρόνια όμως, σε ψυχραίνουν απ’ τους ανθρώπους σου, σε αποξενώνουν απ’ την κοινωνία. Δηλαδή πιστεύω πως θα ήταν πιο αποτελεσματικό αν η φυλακή λειτουργούσε πραγματικά μόνο για την στέρηση της ελευθερίας κι όχι γι’ αυτό που επικρατεί σήμερα. Άλλο είναι το τι υπάρχει στο Σωφρονιστικό Κώδικα στα χαρτιά κι άλλο είναι το βιωματικό, άλλο είναι τα χαρτιά κι οι βεβαιώσεις ότι δεν έχουμε τιμωρηθεί (στα 3,5χρ.) πειθαρχικά κι άλλο είναι να κατανοήσει κανείς το τι πραγματικά άθλος κι υπομονή είναι. Γι’ αυτό και τα ελαφρυντικά μένουν στα χαρτιά και σπανιώς δίνονται. Η παραδειγματική τιμωρία υπάρχει κι ακούγεται, η παραδειγματική αμοιβή όμως…; Ποιο θα είναι το κίνητρο για τους υπόλοιπους; Τέλος πάντων…

Είχα αρκετό χρόνο να σκεφτώ κατά πόσο μ’ αξίζει η φυλακή, σύμφωνα μ’ αυτά που έπραξα και με την ποινή μου. Ο καθένας κάνει την αυτοκριτική του κι από κει και πέρα παίρνει το δίδαγμά του και τις αποφάσεις του, αλλά όταν βλέπω υπόθεση με πιο σκληρά αδικήματα (στο ανθρώπινο πάντα), να πέφτουν μικρότερες ποινές, τότε νιώθω αδικημένος. Δηλαδή έχουμε δει υποθέσεις για δολοφονίες να καταδικάζονται σε 20-25 χρ. , για βιασμούς 10-15 χρ. Εγώ δεν λέω ότι είναι λίγα τα χρόνια γι’ αυτούς, αλλά εγώ για μια υπόθαλψη καταδικάστηκα σε 22χρ!!! Εγώ ούτε βίασα, ούτε σκότωσα είτε από αμέλεια είτε από εν βρασμώ ψυχής. Εγώ δεν έχω διαβάσει τον Ποινικό Κώδικα, ούτε γνωρίζω από δικονομίες, απλά ευαισθητοποιούμαι όπως όλος ο κόσμος, στον ανθρώπινο πόνο. Μπορώ να διαβαθμίσω τα εγκλήματα, από το πιο απεχθές στο λιγότερο, κατακρίνοντας περισσότερο αυτούς που έχουν αφαιρέσει ανθρώπινη ζωή μαζί με τους παιδεραστές και τους βιαστές, μετά για βασανισμούς και σωματικές βλάβες, μετέπειτα για ναρκωτικά, ψυχολογική βία, για  απατεωνιές, ληστείες, κλοπές, κ.ά. Δηλαδή για μένα, δεν μπορεί κάποιος που έχει κάνει 1,2 ή 3 ληστείες τραπεζών να έχει την ίδια ποινή μ’ έναν παιδεραστή, αυτό είναι άδικο.

Άδικο είναι όταν συλλαμβάνονται αστυνομικοί για εμπόριο ναρκωτικών, για διακίνηση μεταναστών, για εκβιασμούς σε μαγαζιά, ακόμη και για ένοπλες ληστείες σε προποτζήδικα, να τίθενται απλά σε διαθεσιμότητα, ενώ απλοί πολίτες για τις ίδιες πράξεις να κάθονται 4-6 χρ. στη φυλακή, κι ας έχουνε τα ίδια άλλοθι και τα ίδια δικαιολογητικά. Άδικη είναι η μεταχείρισή μου στις φυλακές που ξεχωρίζω ανάμεσα σε ισοβίτες, «σκληρούς» κρατούμενους κι επώνυμους δραπέτες, χωρίς να έχω δώσει το παραμικρό δικαίωμα, άδικες είναι οι τακτικές άνευ λόγου μεταγωγές και τα ιδιαίτερα μέτρα ασφαλείας (κοιτάξτε γύρω σας) που διαμορφώνουν αρνητικά όλη τη δίκη μέχρι τώρα. Κι αν κρίνατε ότι δεν σας επηρεάζουν μετά τις ενστάσεις των συνηγόρων υπεράσπισης, σίγουρα δείχνουν ότι δεν είναι μια συνηθισμένη δίκη, μια δίκη όπως οι άλλες. Κι όλ’ αυτά επειδή μας έδωσαν «αξία» τα ΜΜΕ, επειδή τους χαμογελάσαμε και δεν τους βρίσαμε όπως έχουν συνηθίσει: αυτοί είναι οι πρώτοι που μας καταδικάσανε πριν περάσουμε την πόρτα της δικαιοσύνης, αυτοί είναι οι πρώτοι που πυροβολούν τους τηλεθεατές επηρεάζοντάς τους με τον τρόπο που ξέρουν και μόνο αυτοί θέλουν, αυτοί ανεβοκατεβάζουν κυβερνήσεις, αυτοί είναι η 1η κι όχι η 4η εξουσία πια.

Ολ’ αυτά για μένα σημαίνουν αδικία, κι όπου υπάρχει αδικία, η αξιοπρέπεια κι η αλληλεγγύη είναι τα μόνα που διανοούμαι να υπερασπιστώ. Γι’ αυτό και πιστεύω πως η ποινή των 22χρ. και δεν μ’ αξίζει και δεν είναι καθόλου ανάλογη μ’ αυτά που έπραξα, δηλαδή την υπόθαλψη εγκληματία, αφού και τα αμφίβολα σημεία είναι πολύ περισσότερα απ’ τα ενοχοποιητικά. Θεωρώ ότι είναι αποτέλεσμα της εκδικητικής μανίας που τρέφουν οι αρχές στον Βασίλη Παλαιοκώστα. Το ότι στάθηκα αλληλέγγυος σ’ έναν ανυπότακτο άνθρωπο με σαφή ανθρώπινο χαρακτήρα κατά την περίοδο της διαφυγής του, δηλαδή να του πηγαίνω τρόφιμα και να κρατάω το στόμα μου κλειστό (τα οποία δεν αρνήθηκα), είναι αρκετά ώστε να διώκομαι για κάποια γεγονότα που δεν ήμουν. Τέλος, η ποινή των 22χρ. καταδεικνύει ουσιαστικά την ποινικοποίηση της φιλίας και της αλληλεγγύης, τόσο σε μένα όσο και σ’ όσους είναι πρόθυμοι μελλοντικά να σταθούν αλληλέγγυοι σ’ οποιοδήποτε καταζητούμενο. Γι’ αυτό μπορεί για τις δικονομίες να θεωρούμαι πάντα ένοχος αλλά στην συνείδησή μου, απέναντι στην οικογένειά μου, στους φίλους και τους συντρόφους μου, θα ‘μαι πάντα καθαρός!

Βαγγέλης Χρυσοχοΐδης
Δευτέρα 14 Μαΐου 2012