Από την ‘απολογία’ του Γιάννη Δημητράκη τον Ιούλιο του 2007

[…] Τέθηκαν διάφορα ζητήματα, όπως το ζήτημα της κοινωνικής ληστείας, τι κίνητρα και τι χαρακτηριστικά μπορεί να έχει μια ληστεία, ώστε να τη χαρακτηρίσουμε κοινωνική και το μεγαλύτερο βάρος απ’ ότι βλέπω πέφτει εκεί: ποια είναι τα κίνητρα για μια ληστεία.

Όπως ξέρετε και όπως έχει γίνει ήδη γνωστό είμαι αναρχικός. Ως εκ τούτου έχω μια συγκεκριμένη πολιτική θεώρηση και τοποθετώ κι εγώ, όπως έχουν πει και διάφοροι άλλοι, το ρόλο της τράπεζας ως ιδιαίτερα ένοχο μέσα στη δική μας κοινωνία, θεωρώ ότι παίζει ρόλο στα οικονομικά δρώμενα. Έχει αναδειχθεί ως σύγχρονος φεουδάρχης, έχει υποδουλώσει την μεγάλη πλειοψηφία των εργατών, οι οποίοι λόγω οικονομικής αδυναμίας αναγκάζονται και προσφεύγουν στις τράπεζες για να βγάλουν τα προς το ζην ή εν πάση περιπτώσει να αποκτήσουν κι αυτοί τα αυτονόητα, ένα σπίτι, το οποίο έχει γίνει ένα άπιαστο όνειρο .Έτσι έχει καταφέρει η κοινωνία να είναι για έναν εργάτη το σπίτι, ένα όνειρο που θα πρέπει να το αποπληρώνει 30 χρόνια.

Στην τηλεόραση το μεγαλύτερο μέρος των όσων παρακολουθούμε είναι διαφημίσεις αυτών που υπερασπίζονται εδώ και οι κύριοι (δείχνει τους δικηγόρους της πολιτικής αγωγής, των τραπεζών δηλαδή). Κάνουν πλύση εγκεφάλου στους πολίτες αυτής της χώρας και γενικώς αυτή είναι η πάγια τακτική των τραπεζών. Το φόντο τους (των διαφημίσεων) είναι να πηγαίνουν οι άνθρωποι στις τράπεζες για να βρουν ένα αποκούμπι. Δεν είναι σπάνια τα περιστατικά, εδώ έχουμε ακούσει μέχρι και αυτοκτονίες, ανθρώπων που δεν είχαν να πληρώσουν και να έχουμε τραγωδίες με νοικοκυριά που εξωθούνται στον υπέρτατο εξευτελισμό. Δηλαδή ήρθαμε εδώ να συζητήσουμε τα αυτονόητα; Το αν η τράπεζα είναι φίλα προσκείμενη προς την κοινωνία ή όχι; […]

Φυσικά με την πράξη μου δεν έχω καμία ψευδαίσθηση ότι θα μπορούσα να καταργήσω την ύπαρξη των τραπεζών, θα ήμουν ηλίθιος ή αιθεροβάμων, αν νόμιζα ότι θα καταργήσω τις τράπεζες με το να ληστέψω εγώ μία τράπεζα. Αυτό είναι αυτονόητο. Για το αν υπάρχουν αναρχικοί θεωρητικοί ή αν έχουν ξαναϋπάρξει τέτοια περιστατικά ανά τα χρόνια, ας μη φέρουμε βιβλιογραφία και να δούμε ποιοι άνθρωποι έχουν υποστηρίξει τέτοιες πολιτικές απόψεις για το αν μπορούμε να κάνουμε μια ληστεία και κατά πόσο είναι αυτό αποδεκτό.

Επίσης τέθηκε ζήτημα ανιδιοτέλειας και ιδιοτέλειας σε σχέση με τα χρήματα και το τι τα κάνεις. Πιστεύω να έγινε κατανοητό, και αυτό σκόπευα κι εγώ να κάνω, ότι δεν είναι ζήτημα πλουτισμού. Δεν είναι ζήτημα να αρχίσω να κυκλοφορώ με τη φεράρι ή να πάω βόλτα στις Μπαχάμες για ποτό. Είναι αυτονόητο. Και για να το παραθέσω λίγο επιγραμματικά, είναι σίγουρα άρνηση της εργασίας, όπως διεξάγεται τώρα. Δηλαδή αρνούμαι πραγματικά να φορέσω τέτοια ισόβια δεσμά. Αρνούμαι να αφήσω τα χρόνια από τα 20 ως τα 60-65, αρνούμαι να τα αφήσω κάτω από ένα κεφαλαιούχο, κάτω από έναν που θα ορίσει εμένα ως εκμεταλλευόμενο. Αρνούμαι πραγματικά να το κάνω αυτό το πράγμα. Φυσικά και δεν υποτιμώ όλη η κοινωνία, η οποία αποδέχεται αυτήν την κατάσταση. Το μεγαλύτερη κομμάτι της είναι ένα σύνολο εκμεταλλευομένων. Ας μην ανοίξουμε τέτοια ζητήματα αυτονόητα, ότι η κοινωνία μας έχει χωριστεί σε εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους. Φυσικά και δεν την υποτιμώ. Όμως εγώ σαν αναρχικός και με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που έχω σαν άνθρωπος, είμαι ιδιαίτερα ίσως ανυπάκουος, απείθαρχος ίσως, δεν εκτελώ εντολές. Δεν ξέρω, ίσως για άλλους να είναι αυτά επιλήψιμα, για μένα δεν είναι. Εγώ, σαν αναρχικός αυτοπροσδιορίζομαι μέσα στην κοινωνία και σαν ρόλος: ούτε εκμεταλλευόμενος, ούτε εκμεταλλευτής. Δε θα μπορούσα να τελειώσω το τ.ε.ι. μου, το οποίο χιλιάδες λόγοι με ώθησαν να το παρατήσω. Δε διατίθεμαι δηλαδή να τελειώσω το τ.ε.ι. και να γίνω ένας εργοδηγός, να έχω κάποιους εργάτες υπό την επίβλεψη μου και να αμείβομαι με 1500 ευρώ και ο εργάτης να παίρνει 500 ευρώ. Δεν το καταλαβαίνω εγώ αυτό το πράγμα. Δεν καταλαβαίνω ποια είναι αυτά τα προνόμια που θα με εξυψώσουν έναντι κάποιων άλλων ανθρώπων. Και θεώρησα ότι η πράξη μου ήταν και μια επιθετική ενέργεια σε αυτό το ληστρικό σύστημα. Το θεώρησα ως μια επίθεση. Βέβαια, επίθεση πολύ άνιση από ότι αποδείχθηκε. Τα έβαλλα με έναν μηχανισμό που με συνέτριψε στρατιωτικά, γιατί ψυχικά τουλάχιστον και νοητικά δεν πρόκειται να με συντρίψει τίποτα.

Όσον αφορά το “ιδιοτελής και μη ιδιοτελής πράξη”, μιας και θίχτηκε πολύ. Εγώ θεωρώ, κρίνω και βαπτίζω έτσι την ενέργεια μου, σαν επαναστατική πράξη. Ανάμεσα σε όλα αυτά που τόσα χρόνια κάνω, ήταν κι αυτό σε αυτά τα πλαίσια τα ατομικά. Εν πάση περιπτώσει, αναρχικός είμαι κι όπως καταλαβαίνετε ανάγκες πολλές έχει ο χώρος μας, δεν ξέρω τώρα ποιο ποσό θα έδινα. Δεν μπορώ να σας πω ότι θα ήμουν ο Ρομπέν των δασών. Εδώ έχουμε φτάσει σε μια στιγμή που κάνουμε και μια κατάθεση ψυχής… Δεν έχω καμία ψευδαίσθηση ότι θα ήμουν ο Ρομπέν των δασών. Είμαι κι εγώ ένας άνθρωπος που κινούμαι σε αυτό το σύστημα και κάποια χρήματα από αυτά σίγουρα θα τα ιδιοποιούμουνα, αλλά στο βαθμό του να κάνω μια ζωή που να μου εξασφαλίζει τα προς το ζην και να μου παρέχει τη δυνατότητα να μπορώ να ασχολούμαι πολύ περισσότερο με αυτό το χώρο και με τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνία μας, χωρίς να έχω το βάρος μιας εργασίας. Γιατί αν θέλετε να πάμε σε ένα εργοστάσιο να ρωτήσουμε πόσοι εργαζόμενοι μπορούν να κατέβουν σε απεργία στον ιδιωτικό τομέα, πόσοι εργαζόμενοι θα θέλαν να κάνουν απεργία και δεν μπορούν, γιατί οι άνθρωποι έχουν κάνει τους συμβιβασμούς τους. Δε μπορούν. Πώς να κάνουν απεργία, όταν ξέρουν ότι την επόμενη μέρα ίσως να φύγουν; Είναι μια τρομοκρατία.

Λέτε εδώ ότι ο ληστής της τράπεζας τρομοκρατεί. Στη δικιά μου την περίπτωση έγινε μια προσπάθεια όσο γίνεται αυτό να αποκλειστεί. Ο κόσμος να μην τρομάξει τόσο πολύ .Έτσι θεωρώ. Δεν ξέρω για τις υπόλοιπες ληστείες, δε με αφορούν και δεν τοποθετούμαι. Σε ότι αφορά την τρομοκράτηση, θα ήθελα και να τους ρωτήσω… Έπρεπε να σηκωθώ και να ρωτήσω κάποια κοπέλα ή κάποιον άντρα που ήταν σε αυτήν την τράπεζα, κατά πόσο το εισόδημα τους τους εξασφαλίζει τη ζωή, αν έχουν παιδιά και πως θα τους φαινότανε αν μετά από 15 χρόνια υπηρεσίας τους απολύανε. Δηλαδή ποιο θα ήταν αυτό που θα τους τρομοκρατούσε περισσότερο; Η απόλυση τους και να βγουν στο φάσμα της ανεργίας και να κυνηγάνε τα ευρώ γινόμενοι καθαριστές ή ψάχνοντας για μεροκάματο μετά από 15 χρόνια; Γιατί έτσι κι αλλιώς οι εργαζόμενοι των τραπεζών δεν είναι σε ιδανικό περιβάλλον, θυμάμαι πριν τη ληστεία γινόταν κινητοποιήσεις από την ΟΤΟΕ. Σίγουρα τους φόβισα τους ανθρώπους, αυτό είναι και το μόνο για το οποίο θα μπορούσα να τους ζητήσω κι ένα συγγνώμη, όμως είναι το μοναδικό πράγμα που δε μπορείς να εμποδίσεις. Σίγουρα θα θελα να φοβίσω πολύ περισσότερο τους πολιτικούς άρχοντες ή προύχοντες ή την ολιγαρχία αυτής της χώρας κι όχι την κυρία χ ή ψ που εργάζεται στο ταμείο αυτό, στο ταμείο το άλλο, τον πελάτη, τον πολίτη που έρχεται δίπλα, αυτόν που τρέχει και πανικοβάλλεται επειδή δεν ξέρει τι γίνεται. Όμως θα ήθελα να μου δώσουν μια απάντηση σε αυτό: μια επίσκεψη ληστών θα τους τρομοκρατούσε τόσο πολύ; Ή αν τους ανακοίνωναν ότι απολύεστε μετά από 15 χρόνια, όπου δε θα έχουν καμία σύνταξη, θα πάρουν μια μικρή αποζημίωση και θα πεταχτούν στο καλάθι των αχρήστων;

Επειδή άφησα το ζήτημα της ιδιοτέλειας και της ανιδιοτέλειας στη μέση, θεωρώ ότι μια τέτοια πράξη έχει και μια κάποια επαναστατικότητα, δε νομίζω ότι έχει ταπεινά ελατήρια, στη δική μου την περίπτωση τουλάχιστον. Αυτή η λογική της ανιδιοτέλειας εμένα με παραπέμπει στη θυματοποίηση. Δηλαδή το καταλαβαίνω ότι θα άρεσε σε όλους περισσότερο ένα προσωπείο που ο ληστής το κάνει για να τα δώσει στους φτωχούς, μκ3 μορφή θυματοποίησης, ένας υπέρτατος αλτρουισμός, όπου ο ληστής είναι τελείως ανιδιοτελής, θεωρώ ότι όντως όμως υπάρχει μια τέτοια διάθεση. Γενικώς σε μια επαναστατική πράξη υπάρχει μια τέτοια διάθεση, υπάρχει ανιδιοτέλεια. Το ατομικό εγώ είναι αυτό το οποίο, ανάλογα με τα στοιχειά του χαρακτήρα και με τη συνειδητοποίηση που υπάρχει στο υποκείμενο, θα προσθέσει μέσα στην κοινωνία την αντανάκλαση προς κάτι ευρύτερα θετικό. Στη δική μου την περίπτωση ας πούμε, εφόσον δραστηριοποιούμαι κι έχω υποτίθεται κάποιες κοινωνικές ευαισθησίες -εκτός αν μου το αμφισβητήσετε κι αυτό-, πιστεύω κάποια χρήματα θα πήγαιναν για καλό σκοπό. Είναι δηλαδή αναμφισβήτητο για μένα. Αναμφισβήτητο. […]

Με το να προστατεύεις τα συμφέροντα της τράπεζας, δεν προστατεύεις τα συμφέροντα του λαού. Μην τρελαθούμε εντελώς. Δεν είναι συμφέρον του λαού ο πλούτος που έχει αποταμιεύσει η τράπεζα με τις χιλιάδες μηχανορραφίες που κάνει, με τα πανωτόκια, με τον Τειρεσία. Έχει καταδικάσει οικογένειες, έχει παλαβώσει ο κόσμος έξω, δεν ξέρει τι να κάνει. Δύο εκατομμύρια Έλληνες λέχθηκε ότι είναι κάτω από το όριο της φτώχειας και οι άλλοι παιδεύονται με τις πιστωτικές κάρτες κι έχουμε μεταβίβαση χρεών από τη μια τράπεζα στην άλλη. Σε λίγο θα μεταβιβάζονται τα χρέη στα παιδιά κι έτσι θα έχουμε μια δουλοπαροικία. Τις τράπεζες να ανάγονται σε φεουδάρχες και να έχουμε έτοιμους εργάτες πλέον, θα κάνει ο γονιός παιδιά τα οποία θα είναι εν δυνάμει σκλάβοι, θα αναλάβουν κι αυτοί τα χρέη. Διότι το δάνειο που πήραν δεν αποπληρώνεται. Έχει ένα στάδιο πληρωμής 60 χρόνια. Πεθαίνει ο πατέρας, το παίρνει το παιδί, θα φτάσουμε και σε αυτό το σημείο, αφού έχουμε ξεκινήσει τη μεταβίβαση χρεών από τράπεζα σε τράπεζα… Κι εν πάση περιπτώσει είμαι εγώ ο εχθρός της κοινωνίας, εγώ πρέπει να συλληφθώ, εγώ να φάω τις σφαίρες, εγώ να είμαι στις φυλακές, εγώ θα πρέπει να επανενταχθώ λες και είμαι ξένο κομμάτι της κοινωνίας. Είμαι ένα μαχόμενο κομμάτι κι έτσι θα παραμείνω. Αυτά σε ότι αφορά τα κίνητρα της ληστείας.

[…] Για μένα η τράπεζα είναι ένα νεφελώδες κατασκεύασμα, απρόσωπο τελείως. Δεν τους ξέρουμε τους κυρίους, δεν τους έχουμε δει ποτέ. Κι αν τους δούμε θα έχουν 8 σαγόνια κι ένα πτερύγιο!