Κείμενο του Γιάννη Δημητράκη για τη μαζική απεργία πείνας στις φυλακές το Νοέμβρη του 2008

Η φυλακή, σαν ένα γιγάντιο, αδηφάγο τέρας, καταπίνει, χωνεύει και αποβάλλει ένα ποικιλόμορφο σύνολο ατόμων. Απ’ τις πιο σημαντικές λειτουργίες της, είναι αφενός, η ταξινόμηση και ο διαχωρισμός των εγκλείστων με βάση τις ήδη υπάρχουσες -και στην κοινωνία εκτός των τειχών-, ταξικές, θρησκευτικές, φυλετικές και άλλες διακρίσεις για καλύτερη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού προς όφελος της εύρυθμης λειτουργίας του σωφρονιστικού συστήματος και αφ ετέρου, εφόσον κάτι τέτοιο επιτευχθεί, να ισοπεδώσει και να αφαιρέσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε ατόμου, μεταμορφώνοντας ένα ετερόχρωμο πλήθος ανθρώπων σε μία άχρωμη, άβουλη και εύκολα χειραγωγήσιμη, μάζα.

Η στέρηση της ελευθερίας από μόνη της, είναι τρομερά επώδυνη για τον άνθρωπο, πόσο μάλλον, όταν αυτή συνοδεύεται και από άθλιες συνθήκες διαβίωσης, που ξεφτιλίζουν την ύπαρξη και την αξιοπρέπεια του, όπως συμβαίνει στις ελληνικές φυλακές. Η πολύχρονη ή η σύντομη παραμονή μέσα σ’ αυτά τα κολαστήρια δεν αφήνει πολλά περιθώρια στο άτομο να αναπτύξει το μυαλό και τη σκέψη του, απεναντίας αυτό που γίνεται είναι να εισάγεται σε μια διαρκή και ασταμάτητη διαδικασία λοβοτομής, να του εμφυτεύονται φοβικά ένστικτα, να δρα, να μιλά και να συλλογίζεται συνεχώς κάτω από ένα καθεστώς τρομοκρατίας. Ένα κλίμα φόβου και εκβιασμών, που διαμορφώνεται μέσα από ένα άθλιο παζάρι, έχοντας ως μόνιμο προϊόν αγοραπωλησίας την ελευθερία, το πιο ανεκτίμητο αγαθό του ανθρώπου.

Όποιος θέλει να δει την πόρτα εξόδου από τη φυλακή, πρέπει να πράττει και να σκέφτεται όπως επιβάλουν ο φύλακας, ο αρχιφύλακας, ο διευθυντής, η κοινωνική υπηρεσία, το υπουργείο δικαιοσύνης και όλοι οι φορείς και τα άτομα που πλαισιώνουν αυτό το σύστημα πολτοποίησης παρεκλίνουσων, της νομιμότητας και της αστικής ηθικής, συνειδήσεων και συμπεριφορών. Όπως επιβάλλουν, ακόμα και οι υποταγμένοι κρατούμενοι και συνεργάτες της σωφρονιστικής υπηρεσίας.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες η φυλακή μεταμορφώνεται σε δίκοπο μαχαίρι, τεμαχίζοντας το σώμα των κρατουμένων και διαχωρίζοντας τους σε εξεγερμένους και υποταγμένους. Δυστυχώς όμως, η σημερινή πραγματική εικόνα των ελληνικών φυλακών -και πιθανόν όχι μόνο- είναι αποτέλεσμα των τελευταίων, καθώς αποτελούν την συντριπτική πλειοψηφία.

Κι έτσι, ερχόμαστε πάνω σε αυτές τις διαπιστώσεις, να καταγράψουμε την ιστορία ενός αγώνα που άρχισε στις 3 Νοέμβρη 2008 και σταμάτησε στις 21 του ίδιου μήνα. Μία κινητοποίηση που μόνο από τον αριθμό κρατουμένων απεργών πείνας που είχε, μπήκε στην κορυφή των πιο μαζικών αγώνων που έχουν γίνει ποτέ, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά πιθανόν σε ευρύτερη γεωμετρική κλίμακα.

Όταν λοιπόν υπήρξαν 8.000 κρατούμενοι, σε σύνολο 12.000, οι οποίοι απείχαν από το συσσίτιο της φυλακής για 18 μέρες και 5.500 απεργοί πείνας, τότε με βεβαιότητα έχουμε να κάνουμε με ένα γεγονός που υπερβαίνει απλές ενέργειες διαμαρτυρίας μεμονωμένες ή περιορισμένες σε ορισμένα και λίγα σωφρονιστικά καταστήματα.

Είναι πράγματι απορίας άξιο, το πώς 5.500 άνθρωποι, ένα σύνολο ανθρώπων τόσο ετερόμορφο, με διαφορετικές κουλτούρες και βιώματα, κατάφερε να συντονιστεί και να συνεργαστεί, έχοντας ως αφορμή και στόχο κάτι παραπάνω από τις προσωπικές, υλικές ως επί το πλείστον, επιδιώξεις του καθενός, που τον οδήγησαν στη φυλακή.

Μία λογική εξήγηση, που μπορεί να δοθεί, για το πώς αυτή η ανθρώπινη Βαβέλ εμφάνισε μία πρωτόγνωρη ενότητα, στοιχειώδη σοβαρότητα και αγωνιστικότητα είναι ότι ενίοτε, η εφαρμογή του εγκλεισμού και του σωφρονισμού, με ότι αυτά συνεπάγονται, -δηλαδή, άθλιες συνθήκες διαβίωσης, διαρκής καταρράκωση της αξιοπρέπειας και της προσωπικότητας του κρατουμένου, αδικία, αυθαιρεσία, ξυλοδαρμοί κ.τ.λ-, αποτυγχάνει και δε φέρνει πάντα τα επιθυμητά αποτελέσματα. Η ακόμα οπισθοδρομική πρακτική, που βασίζεται σε μία πρόχειρα κεκαλυμμένη σκληρή καταστολή εφαρμόζεται πλέον με χειρουργικό νυστέρι, ενίοτε ανιχνεύεται και εντοπίζεται παρά την εντατική προσπάθεια αυτού του συστήματος να απενεργοποιήσει τους τελευταίους αισθητήρες του κρατουμένου και να εξουδετερώσει, τα ομολογουμένως εξασθενημένα πια, εξεγερσιακά του ένστικτα.

Άρα, καταλήγουμε ότι προς το παρόν, το μαστίγιο εγκλεισμός-σωφρονισμός γίνεται ακόμα αντιληπτό από το σώμα των κρατουμένων καθώς, ευτυχώς ακόμα, οι δήμιοι, παρά το γεγονός ότι έβγαλαν την μάσκα, «εξανθρωπίστηκαν» και άφησαν τις βάρβαρες πεπαλαιωμένες πρακτικές τους στο αμαρτωλό παρελθόν και φόρεσαν στολές, κουστούμια και γραβάτες, ξέχασαν να ξεπλύνουν το αίμα απ’ τα χέρια τους, που χρόνια τώρα με αυτό τα έβαφαν μέσα στα πειθαρχεία, τα κελιά και τους διαδρόμους των κολαστηρίων τους κι έτσι το κόκκινο χρώμα είναι και το σημάδι αναγνώρισης τους.

Εγώ ο ίδιος, σαν αναρχικός κρατούμενος, συμμετείχα ολόψυχα σ’ αυτόν τον αγώνα, ως απεργός πείνας, από την έναρξη μέχρι την λήξη του. Δράστης, αλλά και θεατής, κομμάτι από το σώμα των κρατουμένων, είδα και κατέγραψα τα γεγονότα κάτω από τη δική μου υποκειμενική οπτική.

Οι κοινωνικοί αγώνες, οι μάχες και οι συγκρούσεις με ότι καταπιέζει, εξουσιάζει και χειραγωγεί το ανθρώπινο ον, δεν σταμάτησαν έξω από τα τείχη της φυλακής, αντίθετα συνεχίζονται και μέσα από αυτά. Η αιχμαλωσία του καθενός στα κάτεργα του συστήματος από μόνη της, δε καταργεί ή αναστέλλει τη δυνατότητα του να σκέφτεσαι και να δρας ανατρεπτικά. Το γεγονός ότι σε κάθε κινητοποίηση, διαμαρτυρία ήπιας ή πιο δυναμικής μορφής μέσα στις φυλακές, οι ίδιοι κρατούμενοι προβάλλουν ως στόχο τους την ικανοποίηση κάποιων αιτημάτων που αφορούν αλλαγές, ρυθμίσεις νόμων, κατάργηση άρθρων και διατάξεων ή βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης δεν αποτελεί για μένα κίνητρο για να συμμετάσχω.

Για μένα, κάθε αγώνας στην φυλακή, είναι μια ευκαιρία να αποδράσει κανείς από τη στημένη, μονότονη πραγματικότητα και καθημερινότητα της. Είναι η ευκαιρία για τους κρατούμενους να αμφισβητήσουν έμπρακτα τη καταδίκη τους, τη σιωπή, την ακινησία και την μοναξιά. Όπως κάθε αγώνας έτσι και αυτός, για όσο διήρκησε έδωσε τη δυνατότητα σε όσους δεν έχουν περάσει στο απέναντι στρατόπεδο να ενημερωθούν, να προτείνουν, να ασχοληθούν με κάτι διαφορετικό από την καθημερινότητα του φαγητού, της γυμναστικής και της τηλεόρασης.

Κάθε τι που ξεφεύγει από την κανονικότητα και την πειθαρχία στην εύρυθμη λειτουργία της φυλακής, είναι ένα ακόμη χτύπημα στην βιαιότητα της ρουτίνας, στον αργό θάνατο του ψυχισμού και της αυτοεκτίμησης του κρατουμένου. Η λάμψη στα μάτια των κολασμένων, η ενέργεια και η ένταση που εκλύεται πάνω στα ζητήματα και τα προβλήματα που ανακύπτουν στην διάρκεια του αγώνα, είναι στιγμές γνήσιας παρανομίας. Είναι η χρυσή στιγμή του καθενός, η στιγμή που ό,τι πιο αγνό, καθαρό και εξευγενισμένο υπάρχει, βρίσκει διέξοδο από τι στενές πόρτες προσωπικοτήτων που συνήθως ξερνούν ακρωτηριασμένο, χυδαίο και μπαγιάτικο ατομικισμό.

Σ’ αυτόν τον αγώνα εκτός από την ιδιαιτερότητα της μεγάλης συμμετοχής κρατουμένων υπήρξε και κάτι άλλο μοναδικό. Είχε δίπλα του ένα μεγάλο κίνημα αλληλεγγύης -όχι απαραίτητα ενιαίο, με κοινή ρητορική και ταυτόσημα προτάγματα- το οποίο αποτελούνταν από διάφορα κοινωνικοπολιτικά κομμάτια. Από απλούς πολίτες και γονείς κρατουμένων, έως και την ευρύτερη εξωκοινοβουλευτική αριστερά και φυσικά τον αναρχικό-αντιεξουσιαστικό χώρο. Ακόμα και δικηγορικοί σύλλογοι, ανεξάρτητοι φορείς κρατικοί ή μη, κάποια πολιτικά κόμματα, έβγαλαν ανακοινώσεις ή προέβησαν στις δικές τους συνήθεις πρακτικές οι οποίες κινήθηκαν στα γνωστά, στενά και συστημικά τους όρια, προσδίδοντας όμως σε όλη την κατάσταση, μία εικόνα γενικής αφύπνισης και κατακραυγής για τα προβλήματα των φυλακών.

Η συντριπτική πλειοψηφία των εγκλείστων αγκάλιασε τις διάφορες κινήσεις αλληλεγγύης που πραγματοποιήθηκαν, όπως εκδηλώσεις, διαδηλώσεις και άλλες παρεμβάσεις. Εξάλλου οι κρατούμενοι, αποκλεισμένοι, εγκαταλειμμένοι, αρκετοί, ακόμα κι από το οικογενειακό τους περιβάλλον, επιζητούν οποιαδήποτε στήριξη, πόσο μάλλον τη χρονική στιγμή που ορθώνουν το ανάστημα τους απέναντι στο κράτος. Οπότε τους συγκινεί ιδιαίτερα να ακούν και να βλέπουν ανθρώπους οι οποίοι ούτε καν τους γνωρίζουν, να στέκονται αλληλέγγυοι δίπλα τους.

Όσον αφορά τη στάση τους απέναντι σε ενέργειες αλληλεγγύης από τον αναρχικό-αντιεξουσιαστικό χώρο, πάντα έδειχναν και δείχνουν μία μεγαλύτερη εκτίμηση, η οποία απορρέει από το γεγονός ότι διαχρονικά και χωρίς απαραίτητα να έχουν στραφεί τα φώτα της δημοσιότητας στις φυλακές, ο συγκεκριμένος χώρος είχε μια παρουσία κι έναν ανατρεπτικό λόγο συνοδευόμενο από ανάλογες δράσεις, οι οποίες περιλάμβαναν διαδηλώσεις με ήπια ή πιο δυναμικά χαρακτηριστικά, καταλήψεις ραδιοφωνικών σταθμών, εκδηλώσεις σε συλλογικούς χώρους αλλά και εμπρησμούς σε διάφορους στόχους.

Το ίδιο ίσχυσε κι αυτή τη φορά και μάλιστα με μεγαλύτερη συμμετοχή και ένταση, καθώς κινητοποιήθηκε ένα μεγάλο κομμάτι αυτού του χώρου, όπου σχεδόν καθημερινά και για όσο διήρκησε αυτός ο αγώνας, πραγματοποίησε ενέργειες αλληλεγγύης ευρείας κλίμακας, με καλύτερη στόχευση και ποιότητα από ότι στο παρελθόν. Ενώ ταυτόχρονα, υπήρξε κι ένας αδιόρατος συντονισμός με συντρόφους έξω απ τα σύνορα αυτής της χώρας, καθώς στην Αγγλία, Γερμανία, Ιταλία, Πορτογαλία κι αλλού έγιναν διάφορες κινήσεις, όπως συγκεντρώσεις ή επιθέσεις σε Ελληνικές πρεσβείες κ.τ.λ.

Την ενημέρωση των κρατουμένων για το τι ακριβώς διαδραματίζεται έξω, την είχαμε αναλάβει κάποια άτομα που, είτε μεταφέραμε τα νέα ,από στόμα σε στόμα, σε συζητήσεις που γινόντουσαν, είτε δίνοντας από χέρι σε χέρι εφημερίδες, καθώς η πηγή πληροφόρησης για τους περισσότερους, είναι δυστυχώς μόνο η τηλεόραση, η οποία τήρησε σιγή ιχθύος. Κράτος και τηλεοπτικά κανάλια σε απόλυτη συνεργασία, έριξαν ένα βρωμερό πέπλο σιωπής, αποκρύπτοντας -όχι μόνο στους κρατούμενους αλλά και σε ολόκληρη την κοινωνία- την ύπαρξη των κινητοποιήσεων, εντός και εκτός των τειχών, με προφανή στόχο να κάμψουν το ηθικό των κρατουμένων, που εναγωνίως κλεισμένοι στα κελιά τους περίμεναν, αν όχι να μονοπωλεί η είδηση των 5.500 απεργών πείνας τα τηλεοπτικά κανάλια, τουλάχιστον να κατέχει μια σημαντική θέση στην καθημερινή ειδησεογραφία. Κάποια ελάχιστα πράγματα ειπώθηκαν μόνο τις ημέρες που ο υπουργός δικαιοσύνης είχε να κάνει κάποιες εξαγγελίες ή να δώσει συνέντευξη τύπου σχετικά μ’ αυτό που γινόταν στις φυλακές. Ακόμα όμως και κάτω από τόσο αντίξοες συνθήκες, οι κρατούμενοι δεν αισθάνθηκαν ότι δίνουν έναν αγώνα μόνοι τους, αποκομμένοι από την κοινωνία, απεναντίας, διαφάνηκε σ’ ένα βαθμό, ότι το μόνο που χωρίζει τους αγωνιστές εντός και εκτός φυλακών είναι μόνο κάποιοι πέτρινοι τοίχοι.

Σε γενικές γραμμές αυτός ο μαζικός αγώνας των κρατουμένων και του κινήματος αλληλεγγύης είχε αρκετά θετικά αποτελέσματα που δεν αφορούν τόσο την ικανοποίηση των αιτημάτων, μιας και τελικά το υπουργείο δικαιοσύνης εξήγγειλε λίγες υποκριτικές και γελοίες αλλαγές στο νομοθετικό και σωφρονιστικό σύστημα, -που όμως μέσα από το πρίσμα ενός κυνικού συνδικαλισμού είναι κάτι αξιοσημείωτο ότι τα μέτρα ανακοινώθηκαν ενώ η κινητοποίηση ήταν σε εξέλιξη-, όσο στο επίπεδο της ανάδειξης των αυτονόητων, που τείνουν να μην είναι και τόσο αυτονόητα. Όπως το ότι, όταν κρατούμενοι ενώνουν τις δυνάμεις τους και γίνονται μία γροθιά, μπορούν να κοιτάξουν τον ήλιο κατάματα και ν’ απαντήσουν, να πιέσουν και να πάρουν αυτό που θέλουν, αν μείνουν πιστοί και προσηλωμένοι στον στόχο τους. Ή ότι, όταν παραγκωνίσουν τα μικροσυμφέροντα τους και κοιτάξουν λίγο πιο μακριά και έξω από το μικρόκοσμο τους, στην προοπτική του κοινού αγώνα, τότε γίνονται πραγματικά επικίνδυνοι για την εξουσία. Τέλος, όταν ψάχνουν για δίαυλους επικοινωνίας, όταν το μυαλό τους και η ψυχή τους επιζητά την κίνηση, όταν θέλουνε να υπάρξουν ως μέρος μιας εξεγερσιακής εντροπίας, τότε σίγουρα θα βρουν κάποιους να περπατούν δίπλα τους, ψάχνοντας πλέον όλοι μαζί την απόδραση προς την ελευθερία.

Κάθε αγώνας είναι και μια παρακαταθήκη για το μέλλον, το ίδιο ισχύει και για αυτόν που μόλις τελείωσε. Οι δυνάμεις για άλλη μια φορά μετρήθηκαν. Οι ψυχικές και σωματικές αντοχές, η υπομονή, το κουράγιο, η διάθεση, η σκέψη και η πράξη βρήκαν ένα πεδίο δοκιμής και εξερεύνησης των ορίων τους. Λάθη και αστοχίες στην διαχείριση των ενεργειών μας κατά την διάρκεια του αγώνα, έγιναν και κρατούνται, ώστε να μην επαναληφθούν. Το πρώτο βήμα έγινε και το ζητούμενο είναι ν’ ακολουθήσει και το επόμενο και σιγά σιγά το καθηλωμένο σε ακινησία σώμα των κρατουμένων, εδώ και μία δεκαετία, να ανακτήσει την χαμένη δύναμη και ζωντάνια ώστε να διαβεί ξανά τους δύσβατους και ανηφορικούς δρόμους του αγώνα για αξιοπρέπεια και ελευθερία.
Κάθε φωνή ας γίνει εκκωφαντικός ήχος, κάθε σπίθα ας γίνει πυρκαγιά που θα γκρεμίσει και θα πυρπολήσει συθέμελα αυτό το σάπιο κόσμο με τα ορατά και αόρατα κάγκελα του.

Λευτεριά σε όσους είναι στα κελιά

Το δίκιο το έχουν οι εξεγερμένοι
και όχι οι ρουφιάνοι και οι προσκυνημένοι

Με αγωνιστικούς χαιρετισμούς
Γιάννης Δημητράκης
Φυλακές Αλικαρνασσού 4/12/08

Υ.Γ. Αισθάνομαι ότι έχω προσωπικό χρέος να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όσους και όσες για ακόμη μία φορά στάθηκαν δίπλα μας, δείχνοντας έμπρακτα την αλληλεγγύη τους, ρισκάροντας ακόμα και την ίδια τους την ελευθερία.

Στο χωρόχρονο της απομόνωσης και του απόλυτου τίποτα, η παραμικρή κίνηση αποκτά μεγάλη αξία, πόσο μάλλον όταν μεγαλειώδεις εκρήξεις μετατρέπουν τη νύχτα σε μέρα.

Τίποτα δεν τελείωσε, όλα συνεχίζονται…